Ο Αντώνης φτάνει σ’ ένα ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα. Όμως είναι χειμώνας και το ξενοδοχείο είναι κλειστό. Τριγυρνάει μόνος του σαν να έχει χάσει την ταυτότητα του, ενώ παράλληλα επιθυμεί να επαναφέρει τα ίχνη του στη μνήμη των άλλων. Ο Αντώνης Παρασκευάς σκοπεύει να λάμψει δια της απουσίας του, με μια εξαφάνιση-μπλόφα, για να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο Χρήστος Στέργιογλου, μετά το Runaway Day, σε μία ακόμα ταινία παίζει τον τηλεπαρουσιαστή. Η ταινία στο πρώτο μέρος της είναι διανθισμένη με εικόνες από την τηλεόραση, είτε video για avant garde μαγειρική, είτε κατασκευασμένα video με το παρελθόν του σούπερ παρουσιαστή, που φαίνεται ότι έχει μεταδώσει τα πάντα στην τηλεόραση, από πολιτική ειδησεογραφία μέχρι life style.
Μέσα από αυτά τα video, έχουμε μία ακόμα κριτική στο επιφανειακό της ελληνικής τηλεόρασης. Μόνο που αυτό που δείχνει η ταινία, εκτός του ότι αποτελεί μια φτηνή κριτική σε ένα φτηνό έτσι κι αλλιώς θέαμα, είναι και πολύ υποδεέστερο σαν αποτέλεσμα της πραγματικής τηλεόρασης. Ο Στέργιογλου σε καμία περίπτωση δεν πείθει, όπως τον βλέπουμε στα πλάνα, ότι είναι ο παρουσιαστής, τον οποίο θα έβλεπε όλη η Ελλάδα, ενώ τα τηλεοπτικά προγράμματα, που μιμείται η ταινία, το πολύ- πολύ να έπαιζαν σε μικρής εμβέλειας κανάλια, με πρόγραμμα εντελώς της φτήνιας. Όσο για την όποια κριτική επιχειρείται στα πολιτικά πράγματα, δεν θέλω να την σχολιάσω καθόλου.
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΡΩΕΙ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ
Στο πρώτο μέρος ο παρουσιαστής κρύβεται σε ένα λουξ ξενοδοχείο, άδειο από κόσμο. Στο δεύτερο μέρος, η ταινία αλλάζει ρότα και βάζει τον μοναχικό της ήρωα να παίρνει τα βουνά και τα λαγκάδια, στην εξοχή και να κρύβεται από τους δημοσιογράφους που τον ψάχνουν. Η εμμονή του, για το πόσο σημαντική πρέπει να γίνει η απουσία του, κάνει το έργο κατά διαστήματα σκληρό και έντονο. Αλλά το παρατραβάει, σε τέτοιο σημείο, που να γίνεται κωμικό. Ο Στέργιογλου, που διαρκώς πεινάει και τρέφεται με αποφάγια, ενώ κοιμάται στις ερημιές, θυμίζει μια γέρικη εκδοχή του νεαρού πρωταγωνιστή στο “Παιδί τρώει το φαγητό του πουλιού” του Έκτορα Λυγίζου. Η εικόνα της ταινίας είναι μουντή και δεν σου μαγνητίζει το βλέμμα, ενώ ο ρυθμός είναι αργόσυρτος.
Κοντολογίς, “Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά” περισσότερο μοιάζει με μια μικρού μήκους ταινία, που προσπαθεί η σκηνοθέτης να την τεντώσει όσο γίνεται, για να γίνει μια μεγάλη ταινία. Και τελικά σου δίνεται η αίσθηση ότι η ταινία αποτελείται από δύο διαφορετικές ταινίες. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι φτωχό και πρόχειρο σε ένα έργο που με κούρασε.