Λιμουζίνα
Λιμουζίνα (= γυναίκα από τη Λιμόζ) είναι ο τίτλος της ταινίας του πεπειραμένου σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου. Ο τίτλος είναι ταιριαστός σε ένα road movie, που είναι συνάμα και μια σουρεαλιστική κομεντί. Ο Μάρκος, η Κολέτ και ο Μαξ ξεκινούν από το Παρίσι της δεκαετίας του ’60, προκειμένου να επιχειρήσουν ένα ταξίδι με αυτοκίνητο στην Ελλάδα του σήμερα. Μέσα από φανταστικές συναντήσεις με ιστορικές μορφές της τέχνης, αλλά και με εκκεντρικούς χαρακτήρες πραγματοποιούν μια διαδρομή ζωής και αυτογνωσίας.
Πρωταγωνιστούν η αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου (Δημήτρης Καταλειφός, Νίκος Κουρής, Δημήτρης Πιατάς, Παύλος Χαϊκάλης, Μάκης Παπαδημητρίου, Στάθης Λιβαθινός, Σταμάτης Φασουλής, Ακύλλας Καραζήσης,Τάκης Σπυριδάκης… Ακόμα και ο μακαρίτης Λευτέρης Βογιατζής). Και μαζί τους η Δούκισσα Νομικού, ως η λιμουζίνα, δηλαδή μια γυναίκα από τη Λιμόζ (καμία σχέση δηλαδή με αυτοκίνητα δεν έχει ο τίτλος.
Το φιλμ προέκυψε μέσα από μία συλλογή διηγημάτων την οποία ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είχε λάβει από έναν φίλο στο Παρίσι. Στην ταινία ακολούθησε τις διαθέσεις και τους χρόνους του δημιουργού του. Η “Λιμουζίνα” είχε προβληθεί για πρώτη φορά στις Νύχτες Πρεμιιέρας. Εκεί ο σκηνοθέτης είχε δηλώσει ότι η Λιμουζίνα «πιο πολύ από μια ταινία που βλέπεις, είναι μια ταινία που την ακούς» και διευκρινίζει:
«Ίσως έχουμε μάθει να βλέπουμε τις ταινίες, αλλά δεν έχουμε μάθει να τις ακούμε. Παρόλο που έχουν περάσει 85 ολόκληρα χρόνια από την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου. Όλοι λένε βλακωδώς ότι ο κινηματογράφος είναι εικόνα: και αναφέρονται προφανώς στον Βουβό Κινηματογράφο. Γιατί απ’ το 1923 και μετά, ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο εικόνα. Είναι εικόνα και ήχος σε ισότιμη βάση.» Και έκλεισε τονίζοντας: «Μπήκα στο σινεμά ως εικονολάτρης. Ίσως να τελειώσω ως εικονομάχος.»
Όντως, η ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, αν και είναι καλογυρισμένη, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους διαλόγους. Οι στιχομυθίες χαρακτηρίζονται από το απρόβλεπτο και το σουρεάλ στοιχείο που υπάρχει γενικά στις ταινίες του σκηνοθέτη, αλλά είναι πιο καλοδουλεμένοι από ό,τι ας πούμε στο Beautiful People, του ίδιου σκηνοθέτη. Οι διάλογοι και νεκρούς (συγγραφείς) ανασταίνουν, με τον Μπέκετ, τον Νόρμαν Μέιλερ και άλλους να εμφανίζονται στην μεγάλη οθόνη και να συνομιλούν με τους ήρωες της παράστασης.
Αυτή η έμφαση στον λόγο, δίνει και στους σπουδαίους ηθοποιούς του θεάτρου να λάμψουν στην μεγάλη οθόνη, όσο λάμπουν και στο θεατρικό σανίδι. Εκπληκτική ερμηνεία του Δημήτρη Καταλειφού ως Σάμιουελ Μπέκετ, ενώ σου προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση η μία και μόνη σκηνή, που (πάλι σαν Μπέκετ) εμφανίζεται και ο Λευτέρης Βογιατζής. Στο πλευρό του Καταλειφού κι ο Δημήτρης Πιατάς με μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία. Ο Παύλος Χαϊκάλης έχει έναν ιδιαίτερα ανατρεπτικό ρόλο, ενός Ιταλού που μαθαίνει τα μικρά παιδιά να προσποιούνται τους ανάπηρους και τον ερμηνεύει εξαιρετικά. Ο Μάκης Παπαδημητρίου μια ατάκα έχει στο έργο και πραγματικά σε εντυπωσιάζει με την τρέλα που κουβαλάει και την άνεση του στην κωμωδία. Ο Τάκης Σπυριδάκης στο γνωστό του στυλ, ως αμερικανός συγγραφέας με κάπως φαλλοκρατικό τσαμπουκά, ξεχωρίζει. Όλοι όμως οι γνωστοί ηθοποιοί του θεάτρου παίζουν ωραία και δίνουν μια άλλη ζωντάνια σε αυτό το έργο με το ταλέντο τους.
Ο Νίκος Κουρής είναι ξεχωριστός, ως πρωταγωνιστής της ταινίας. Ακολουθεί την Γαλλίδα Δούκισσα Νομικού (από την Λιμόζ) και έναν γερμανό φίλο της, το Μαξ. Μέσα από το ταξίδι ερωτικής διεκδίκησης (μάλλον υποτυπώδους) ζωντανεύουν ιδέες και μορφές της λογοτεχνίας και του σινεμά, ενώ γίνεται κι ένας αναστοχασμός του σκηνοθέτη πάνω σε θέματα ελληνικότητας και ευρωπαϊκής σκέψης, σε ισότιμη όμως βάση. Είναι ένα έργο με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Η Δούκισσα Νομικού δεν είναι ηθοποιός και παίζει λίγο ψεύτικα, αλλά η ομορφιά της δίνει αυτό το «κάτι» στην ταινία.
Γενικά, η ταινία και καλογυρισμένη και “φευγάτη” είναι και ωραίους διαλόγους και πολύ καλές ερμηνείες έχει. Είναι ευχάριστο το ότι μπόρεσε να βάλει και να αξιοποιήσει τόσους σπουδαίους ηθοποιούς σε μια ταινία ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Και συνάμα κατάφερε να δώσει μια μποέμ αίσθηση γαλλικής πρωτοπορίας, καλλιτεχνικής ελευθερίας, που ποτέ δεν παλιώνει.
Γιώργος Σμυρνής