MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
17
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Μαρία Ντούζα: Η ιστορία μας είναι με τους Βαλκανικούς λαούς, όχι με τους Σκανδιναβούς…

Σε μια δύσκολη εποχή, για να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, η Μαρία Ντούζα δημιούργησε την ταινία “Το δέντρο και η κούνια”, μια οικογενειακή ιστορία που μιλάει για ανθρώπους που εκπατρίζονται, έχοντας στο καστ της σημαντικούς πρωταγωνιστές, όπως ο Ηλίας Λογοθέτης, η Μυρτώ Αλικάκη και η διάσημη Σέρβα, Μαριάνα Καράνοβιτς την οποία έχουν χαρακτηρίσει “Μέριλ Στριπ των Βαλκανίων”. Έχοντας σπουδάσει κινηματογράφο στην Αγγλία, έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο δέκα χρόνια πριν με τη μεγάλου μήκους ταινία “Από εδώ και πέρα”. Στο μεσοδιάστημα, μέχρι να επιστρέψει στα κινηματογραφικά πλατό, δούλεψε πολύ στο χώρο της διαφήμισης, ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων και έδωσε προτεραιότητα στην οικογένειά της. Με αφορμή τη νέα της ταινία, η Μαρία Ντούζα μάς μιλά για την προσφυγιά και τη μετανάστευση, που είναι βασικά θέματα του έργου, και μας επισημαίνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες κινηματογραφιστές σήμερα. Συνέντευξη στο Γιώργο Σμυρνή

author-image Γιώργος Σμυρνής

-Τι συμβολίζει ο τίτλος της ταινίας «Το δέντρο και η κούνια»;
Ο τίτλος προέκυψε όταν έγραφα το σενάριο, από μια εικόνα που σκέφτηκα. Ήθελα, όταν θα δει η κόρη, που γυρίζει από την Αγγλία, τον πατέρα της, τον Κυριάκο, αυτός να κάνει κάτι ενδιαφέρον και το οποίο να τον χαρακτηρίζει. Έτσι, ενώ αυτός διευθύνει ένα αγρόκτημα, μια επιχείρηση δύσκολη, κόβεται ένα μεγάλο δέντρο. Και πάνω στο δέντρο υπάρχει και μια κούνια. Και αφού το δούλεψα λίγο περισσότερο, σκέφτηκα να το χρησιμοποιήσω και στον τίτλο, για το συμβολισμό του. Ότι το δέντρο είναι η ρίζα, το σταθερό, ενώ η κούνια αυτό που πάει κι έρχεται.

-Γιατί σκηνοθετήσατε ένα δικό σας σενάριο;
Για πολλά χρόνια περίμενα να βρω σενάριο και δεν έβρισκα. Σπούδασα στην Αγγλία και όταν ήρθα στην Ελλάδα πήγαινα στα γραφεία παραγωγής και έδειχνα τη δουλειά μου στους παραγωγούς. Και μου έλεγαν όλοι: «Έχεις κανένα σενάριο; Βρες ένα σενάριο και μετά έλα». Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, να βρω σενάριο. Έπειτα, χρειάζονται και κάποια χρήματα, αν πας σε έναν επαγγελματία σεναριογράφο. Αλλά, γενικά δεν υπάρχει κανάλι επικοινωνίας μεταξύ σεναριογράφων και σκηνοθετών- αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν σεναριογράφοι. Περιμένοντας με τα χρόνια, σενάριο δεν έβλεπα. Έκανα διαφημίσεις, μεγάλωνα τα παιδιά μου. Και κάποια στιγμή αποφάσισα να το προσπαθήσω μόνη μου. Πήγα στα σεμινάρια σεναρίου του MFI (Mediterranean Film Institute) που είναι ευρωπαϊκά, αλλά γίνονται εδώ στη Νίσυρο. Και ξεκίνησα αυτό το σενάριο εκεί. Έσπασα τα μούτρα μου, έγραψα πολλές φορές. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Και τελικά το ολοκλήρωσα. Παράλληλα, δούλευα κι άλλα δύο σενάρια. Πέρασα δέκα χρόνια, όπου δούλεψα πολύ πάνω στο σενάριο. Αυτό είναι το πρώτο και έχω και άλλα δύο σενάρια στα σκαριά.

-Η ταινία με ποια θέματα ασχολείται;
Ασχολείται κυρίως με το θέμα της μετακίνησης σε όλες τις της μορφές. Μιλάει για την προσφυγιά, την αποδημία, την μετανάστευση, αλλά και την μετακίνηση που κανείς διαλέγει. Η ηρωίδα έχει διαλέξει να φύγει στο εξωτερικό, ο πατέρας της εξαναγκάστηκε να φύγει πρόσφυγας και η Νίνα είναι μια μετανάστρια οικονομική. Στην ταινία ήθελα να συνδέσω τη σημερινή μετανάστευση των άλλων, με τη δική μας προσφυγιά του παρελθόντος.

-Στην ταινία βλέπουμε αρνητικές αντιδράσεις διαφόρων Ελλήνων στο θέμα της μετανάστευσης. Πώς βλέπετε εσείς το μεταναστευτικό φαινόμενο και τις αντιδράσεις που πυροδοτεί;
Το βλέπω ως ένα φαινόμενο τόσο παλιό, όσο κι η ιστορία της ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι πάντοτε μετακινούνταν, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη. Το γεγονός ότι σήμερα αντιδρούμε με αυτή τη φοβία και την υστερία, για την εισροή μεταναστών στη χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια, νομίζω ότι είναι τελείως κοντόθωρο. Δεν θυμόμαστε πόσες φορές εμείς, ως λαός, χρειάστηκε να ταξιδέψουμε σε άλλους τόπους. Κι επειδή εμείς δεν θυμόμαστε το παρελθόν μας, δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε το παρόν μας, τώρα που είμαστε χώρα υποδοχής μεταναστών. Αυτό το «πήγαινε έλα» των λαών είναι μια κοινή ανθρώπινη μοίρα. Και αν δεν το καταλάβουμε, θα είμαστε μια ζωή εγκλωβισμένοι σε ξενοφοβίες και σε απάνθρωπες συμπεριφορές. Κάποτε πήγαμε πάμφτωχοι μετανάστες στην Αμερική και μας βλέπανε σαν εγκληματίες. Αυτό που τότε μας προσέβαλε φοβερά και μας πονούσε, εμείς τώρα το επαναλαμβάνουμε σε άλλους.

-Η ταινία αναδεικνύει κι έναν βαλκανικό χαρακτήρα. Αυτό έγινε από πρόθεση;
Όχι, δεν έγινε με την πρόθεση να δείξω ότι είμαστε Βαλκάνιοι. Αλλά το ιστορικό περιβάλλον της Ελλάδας είναι τα Βαλκάνια. Με τους λαούς των Βαλκανίων έχουμε συνυπάρξει για πολλούς αιώνιες. Έχουμε γίνει εχθροί και φίλοι, έχουμε πάρει και έχουμε δώσει. Άντλησα υλικό για το σενάριο μου από την ελληνική ιστορία. Και η ιστορία μας είναι με τους Βαλκανικούς λαούς, όχι με τους Σκανδιναβούς.

-Πόσο δύσκολο ήταν για τη διάσημη Σέρβα ηθοποιό Μαριάννα Καράνοβιτς να μιλήσει ελληνικά στην ταινία;
Δεν ήξερε γρι ελληνικά. Δεν ήταν εύκολο, αλλά είναι μια φοβερή επαγγελματίας. Την έχουν αποκαλέσει Μέριλ Στριπ των Βαλκανίων, γιατί είναι μεγάλη ηθοποιός και γνωστή στα Βαλκάνια. Έπαιξε σε ταινίες του Κουστουρίτσα και σε άλλες δυνατές ταινίες. Μία από τις προκλήσεις για το ρόλο που είχε στο «Δέντρο και η Κούνια» ήταν ότι θα μιλάει ελληνικά. Της άρεσε πάρα πολύ η ιδέα και δουλέψαμε πολύ σε αυτό. Την καθοδήγησα στις πρόβες. Κι ενώ δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα, παίζει πολλή έκφραση.

-Πού σπουδάσατε κινηματογράφο;
Σπούδασα στην Αγγλία στη National Film and Television School. Είναι μια πολύ καλή και πρακτική σχολή. Όσο ήμουνα εκεί, έκανα συνέχεια μικρού μήκους ταινίες. Η σχολή λειτουργεί σαν στούντιο. Μπαίνεις και κάνεις δουλειά. Στη διάρκεια των σπουδών μου έκανα πέντε μικρού μήκους, μία μισάωρη, που έγινε συμπαραγωγή με την ΕΡΤ και μια ωριαία, που έγινε συμπαραγωγή με το Κέντρο Κινηματογράφου.

press7-Έχετε κάνει και μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες. Πόσο διαφορετικό είναι το ένα είδος από το άλλο;
Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Η μικρού μήκους θέλει μια ιδέα έξυπνη και μία καλή εκτέλεση, κυρίως με μοντέρνο και ασυνήθιστο ύφος. Το σενάριο μεγάλου μήκους είναι μια τελείως άλλη ιστορία. Πρέπει να έχεις μια πολύ καλή ιστορία και να την αναπτύξεις με σύνθετους χαρακτήρες και σύνθετο τρόπο. Πρέπει αυτό που θέτεις στην αρχή, να το αναπτύξεις και να μην το αφήσεις μετέωρο. Και πρέπει να μεταφέρεις στο θεατή μια συναισθηματική φόρτιση. Η μεγάλου μήκους ταινία έχει αξιώσεις ολοκλήρωσης. Κι επίσης έχει αξιώσεις κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης. Είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο.

-Ανάμεσα στην πρώτη σας ταινία «Από εδώ και πέρα» και το τωρινό «Το Δέντρο και η Κούνια» μεσολάβησαν δέκα χρόνια. Γιατί;
Από τη μία έψαχνα σενάριο. Είχα δύο μωρά παιδιά. Και παράλληλα ασχολήθηκα με τη διαφήμιση. Ψάχνοντας να εμφανισθεί το σενάριο, έκανα διαφημίσεις. Κάποια στιγμή βγήκα από το χώρο της διαφήμισης, στο καλύτερο σημείο μου, γιατί ήθελα να κάνω κινηματογράφο.

-Η διαφήμιση είναι η μόνη επαγγελματική διέξοδος για έναν κινηματογραφικό σκηνοθέτη;
Μπορεί να κάνει και τηλεόραση. Δεν είναι όλη η τηλεόραση για πέταμα. Σε έναν ιδανικό κόσμο, μπορεί να κάνει κάποιος και πολύ ωραία τηλεόραση. Η διαφήμιση απλώς σου έδινε την ικανοποίηση ότι δούλευες με πολύ καλές συνθήκες παραγωγής. Να έχεις το καλύτερο ντεκόρ, φωτογράφους, σκηνικά, κοστούμια. Τώρα όμως έχει πέσει πάρα πολύ. Δίνονται πολύ λιγότερα χρήματα.

-Πόσο δύσκολο είναι να κάνει σινεμά στην Ελλάδα σήμερα;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν είναι αδύνατο, γιατί ακόμα υπάρχει κρατική χρηματοδότηση. Αλλά νομίζω ότι δίνεται όλο και πιο δύσκολα, καθώς συρρικνώνεται. Επίσης, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θέλουν να κάνουν ταινίες, οπότε υπάρχει ανταγωνισμός και ανάγκη. Και δεν υπάρχει κουλτούρα υποστήριξης του ελληνικού κινηματογράφου στην κοινωνία και στο υπόλοιπο κράτος. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου κάνει ό,τι μπορεί, το έχω ζήσει. Αλλά η κρατική τηλεόραση έκλεισε. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, για να πάρεις μια άδεια να κάνεις γύρισμα σε έναν αρχαιολογικό χώρο, μπορεί να σου βγάλει την ψυχή. Υπάρχει μια γραφειοκρατία στις υπηρεσίες του κράτους, με τις οποίες πρέπει ένας κινηματογραφιστής να συνεργαστεί, που δεν σου κάνουν τη ζωή εύκολη, ενώ είναι καχύποπτες με το σινεμά. Εγώ είχα ζητήσει άδεια, για να κάνω γυρίσματα στο Τατόι κι αφού με ταλαιπώρησαν πολύ με τα πολλά χαρτιά που μου ζήτησαν, τελικά μου είπαν «όχι».

press5-Βλέπουμε χώρες, όπως η Γαλλία, ότι αναδεικνύουν τις ομορφιές του τόπου τους στο σινεμά. Στο ελληνικό σινεμά σπάνια αναδεικνύονται οι ομορφιές της χώρας μας. Φταίει η κρατική γραφειοκρατία, που δεν επιτρέπει την πρόσβαση των κινηματογραφιστών στα μνημεία της χώρας;
Εν μέρει φταίει ότι δεν έχουμε την ευκολία, που υπάρχει στη Γαλλία. Πάει ο Γούντι Άλεν στο Παρίσι και του δίνουν όλα τα μνημεία κι έτσι διαφημίζεται η Γαλλία. Κι εμείς, βέβαια, αν ερχόταν ένας ξένος με λεφτά, θα του δίναμε πρόσβαση στα μνημεία. Η Βαρντάλος έκανε γυρίσματα στην Ακρόπολη. Ένας Έλληνας κινηματογραφιστής δεν θα είχε τέτοια δυνατότητα. Λένε πάντως ότι κάτι αλλάζει τον τελευταίο καιρό, ως προς αυτό. Όμως, το αν δείχνουμε τις ομορφιές της Ελλάδας, έχει να κάνει και με τη δική μας οπτική. Υπάρχει όμως μια φάση μοντερνισμού στο ελληνικό σινεμά, που θέλει να γίνονται ταινίες σε περιβάλλον σκληρά αστικό και μάλιστα υποβαθμισμένο αστικό. Αυτό είναι μια αισθητική επιλογή των δημιουργών.

Info: H ταινία “Το Δέντρο και η Κούνια” της της Μαρίας Ντούζα θα βγει στους Κινηματογράφους από τις 6 Φεβρουαρίου από τη StraDa Films.
Παίζουν: Μυρτώ Αλικάκη, Ηλίας Λογοθέτης, Mirjanna Karanovic, Νίκος Ορφανός, Ίρις Μήττα, Γεννάδειος Πάτσης, Γιώργος Σουξές , John Bicknell, Ελένη Κουλέτση
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ζαφείρης Επαμεινώνδας
Σκηνικά: Τζιοβάννι Τζανέτης

Περισσότερα από Πρόσωπα