Θεόδωρος Κουρεντζής: Ο χαρισματικός μαέστρος επιστρέφει στο Μέγαρο κι υπόσχεται να σώσει την κλασική μουσική!
Ο προικισμένος μαέστρος Θεόδωρος Κουρεντζής πιστεύει ότι θα σώσει την κλασική μουσική, επιχειρεί συνεχώς ανατροπές, επιτίθεται σε όλα τα στερεότυπα και δηλώνει «μυστικιστής» και «αναρχικός νάρκισσος». Ο Έλληνας μαέστρος, που κατέκτησε τη Ρωσία και αγαπήθηκε πολύ στην Ελλάδα, έρχεται για τρίτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τα τελευταία τρία χρόνια, μαζί με την MusicAeterna, το εξαιρετικό σύνολο δωματίου και την χορωδία που έχει δημιουργήσει. Θα ερμηνεύσουν δύο σπουδαία έργα της εποχής του μπαρόκ: την όπερα Διδώ και Αινείας του Χένρι Πέρσελ και το Dixit Dominus, ένα από τα ομορφότερα έργα εκκλησιαστικής μουσικής του Χέντελ στις 18 και τις 19 Φεβρουαρίου.
Τον συνοδεύει μια ομάδα από ξεχωριστούς σολίστες- τραγουδιστές, τους οποίους ο Κουρεντζής ανακαλύπτει με το μικροσκόπιο, ταξιδεύοντας σε δεκάδες ωδεία σε όλη τη Ρωσία και τους μυεί, όπως και τους μουσικούς της ορχήστρας του, στον δικό του παθιασμένο έρωτα για τη μουσική, μακριά από ακαδημαϊσμούς και την άψυχη τελειομανία, όπως λέει ο ίδιος. Τον ρόλο της Διδούς έχει η Anna Prohanska, του Αινεία ο Tobias Berndt, της Μπελίντα η Nurial Rial, των Μαγισσών η Maria Forsstrom και η Olga Magina, τον ρόλο του Ναύτη έχει ο Victor Shapovalov και του Πνεύματος η Valeria Safonova.
Ο άνθρωπος που θα διευθύνει την Ορχήστρα και την Χορωδία MusicAeterna, ο Θεόδωρος Κουρεντζής έχει πει σε συνέντευξή ότι θα σώσει την κλασική μουσική. «Δώστε μου 5 με 10 χρόνια και θα δείτε, θα σώσω την κλασσική μουσική», είχε πει χαρακτηριστικά. Η δήλωση αυτή ακούστηκε περίεργη στους ανθρώπους της μουσικής. Άλλαξαν όμως γνώμη, όταν άκουσαν έργα που διευθύνει. «Όταν ο Κουρεντζής μου είπε ότι βρίσκεται σε αποστολή για να σώσει την κλασική μουσική, σκέφτηκα ότι παραληρεί, αλλά όταν άκουσα την όπερα Διδώ και Αινείας, σε μια έξοχη, φρέσκια εκδοχή, κατάλαβα ότι το εννοεί», έγραψε ο κριτικός της Telegraph, Πίτερ Κάλσο, μετά την παράσταση στην Όπερα του Νοβοσιμπίρσκ, το 2011. «Εντυπωσιάστηκα από το πνεύμα που συνέδεε τα μέλη του συνόλου που έφτιαξε ο Κουρεντζής. Υπάρχουν εξαιρετικές πρόσφατες εκδόσεις της όπερας αυτής του Πέρσελ, αλλά ο Κουρεντζής τις έκανε να ακούγονται επιτηδευμένες και λόγιες».
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ. ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ!
Ο Κουρεντζής βρήκε στη Ρωσία αυτό που ταίριαζε στην ψυχοσύνθεσή του και έμεινε. «Εκεί μου εμπιστεύθηκαν να διευθύνω της Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης. Ο Μούσιν με προόριζε για μαέστρο στο Μαριίνσκι». Δούλεψε για λίγο στο θέατρο Μαριίνσκι και μετά κατευθύνθηκε προς τη Σιβηρία. Από το 2004 μέχρι το 2011 κράτησε τη θέση του Διευθυντή Ορχήστρας στην Όπερα του Νοβοσιμπίρσκ, το μεγαλύτερο θέατρο όπερας της βόρειας Ρωσίας και το δεύτερο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά την όπερα του Σίντνεϊ.
Εκεί, ο Κουρεντζής, δημιούργησε το δικό του μουσικό σύνολο δωματίου και τη χορωδία MusicaAeterna, αναζητώντας του μουσικούς σε περισσότερες από 40 μουσικές σχολές σε όλη τη Σιβηρία. «Έψαχνα για τεχνική αρτιότητα, αλλά και για αυθεντικότητα, για διάθεση για υπερβάσεις». Όταν τους βρήκε άρχισε να οργανώνει αναγνώσεις ποιημάτων του Ρίλκε στα γερμανικά, να τους παρασύρει να μεταφράζουν ποιήματα του Πάουλ Τσέλαν, να τους δείχνει ταινίες του Ντέρεκ Τζάρμαν και του Καρλ Ντράγιερ, «για να ανοίξουν τα μυαλά τους, συχνά περνούσαν τη νύχτα στο θέατρο» και έκαναν πολύωρες πρόβες χωρίς να κοιτάζουν το ρολόι.
«Δημιούργησα την MusicaAeterna γιατί εξειδικεύομαι στην ερμηνεία μουσικής με όργανα εποχής και γιατί δεν μου αρκεί μια καλή ορχήστρα, θέλω μια καλή ορχήστρα που να ασχολείται με την εξέλιξη της μουσικής. Η μουσική δεν είναι πόρνη, είναι σαν τον έρωτα, θέλει αφοσίωση. Έκανα λοιπόν μια πειραματική ορχήστρα παίρνοντας τους καλύτερους μουσικούς από όλη τη Ρωσία και φτιάξαμε ένα μουσικό γκέτο, έναν καταυλισμό, ένα μοναστήρι». είχε δηλώσει στην Καθημερινή ο Κουρεντζής τον Ιούνιο του 2007.
Μετά βρέθηκε στο Περμ, στα Ουράλια, και ανέλαβε το 2011 τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Όπερας και του Μπαλέτου της πόλης και τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ. Παράλληλα με τη δραστηριότητά του στο Περμ, συνεργάζεται με μεγάλες ορχήστρες –Φιλαρμονική της Βιέννης, του Μονάχου, Ορχήστρα Δωματίου Μάλερ- εμφανίζεται σε σημαντικά μουσικά κέντρα –Όπερα Ζυρίχης, Όπερα Παρισιού, Κόβεντ Γκάρντεν- και έχει πολύχρονη συνεργασία με το Τεάτρο Ρεάλ της Μαδρίτης.
Είναι ένας μαέστρος ψηλός, λεπτός, ασκητικός, με θεατρικές κινήσεις στο πόντιουμ, συχνός επισκέπτης στα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ενώ πιστεύει ότι «η μουσική δεν είναι επάγγελμα, είναι αποστολή». Φοβάται όμως ότι το εμπορευματικό στοιχείο και ο ακαδημαϊσμός την έχουν καθηλώσει. « Η μουσική πρέπει να είναι πνευματική, θεόπνευστη, αλλά έχει γίνει σουπερ μάρκετ, όπως όλα. Η ακαδημαϊκή μουσική είναι σαν να κάνεις έρωτα με προφυλακτικό» λέει ο Κουρεντζής.
Εκτός από τις συναυλίες, ο Κουρεντζής έχει κάνει και ηχογραφήσεις με την ορχήστρα και τη χορωδία MusicaAeterna από τη Sonny Classics τριών από τις πιο διάσημες όπερες του Μότσαρτ: “Οι Γάμοι του Φίγκαρο”, “Ντον Τζοβάνι”, “Έτσι Κάνουν Όλες” .
Με τις ηχογραφήσεις αυτές θέλει να ανατρέψει την ψύχωση «με τη φωνητική ένταση σε βάρος της μουσικής», που έχει παραμορφώσει τις παραγωγές. «Έκανα αυτούς τους δίσκους, γιατί ήθελα να δείξω τι μπορούμε να επιτύχουμε αν αποφύγουμε τη βιομηχανική προσέγγιση της κλασσικής μουσικής. Η φωνητική τεχνική του 20ου αιώνα, με τις δεσπόζουσες φωνές, επιδίωκε την υψηλή ένταση για να ανταποκρίνεται σε όλο και μεγαλύτερες αίθουσες. Αλλά έτσι ξεχάσαμε ότι η φωνή είναι παλέτα τονικών χρωματισμών, ο τρόπος με τον οποίο ο τραγουδιστής διοχετεύει τη μουσική στο κοινό. Αυτή η μαγεία χάθηκε. Η όπερα δεν είναι ψυχολογικό είδος. Είναι πιο κοντά στο ορατόριο, στην τελετουργική τέχνη, παρά στην παραστατική».
Ο Κουρεντζής θεωρεί τον Μότσαρτ «τον μεγαλύτερο μουσικό που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη. Και όμως είναι ουσιαστικά αδύνατο να ακούσεις τη μουσική, όπως την έγραψε». Ομολογεί ότι το κοινό χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί στις διαφορετικές φωνητικές τεχνικές των σολιστ, με περιορισμένο βιμπράτο. «Ήθελα να κάνω ηχογραφήσεις όπερας με όσο λιγότερο οπερατικό τραγούδι έχετε ακούσει ποτέ. Με τραγούδι βαθύ, που βγαίνει από την καρδιά. Το non-stop βιμπράτο του 20ου αιώνα καταστρέφει την καθαρότητα του τονισμού και κάνει τον ήχο πιο βαρύ και πιο αδύναμο».
Πληροφορίες για τις συναυλίες του Θεόδωρου Κουρεντζή στο Μέγαρο