Είδαμε τις «Απόψεις ενός Κλόουν» στο Εθνικό- Κλόουν εναντίον Γερμανίας!
Οι γελωτοποιοί κουβαλάνε μια μακραίωνη παράδοση σύγκρουσης με το καθεστώς. Με όπλο, αλλά και άλλοθι, το χιούμορ τους, μπορούσαν να στρέφονται εναντίον των υψηλά ιστάμενων και εδραιωμένων πεποιθήσεων. Ίσως λοιπόν δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Χάινριχ Μπελ, θέλοντας να βάλει έναν άνθρωπο να αντιπαρατεθεί με τη γερμανική κοινωνία, χρησιμοποίησε για το ρόλο αυτό έναν κλόουν.
Κεντρικός χαρακτήρας σε ένα έργο, το οποίο στυλιτεύει τη γερμανική μεταπολεμική κοινωνία, είναι ο Χανς Σνηρ, ένας κλόουν. «Οι απόψεις ενός κλόουν» του Μπελ διασκευάστηκαν για το θέατρο και σε σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη ανεβαίνουν στο Εθνικό Θέατρο.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, ο Χανς Σνηρ, έχει εγκαταλείψει τις ανέσεις της πλούσιας οικογενειακής εστίας και περιοδεύει σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. Συνοδοιπόρος του σ’ αυτήν την περιπέτεια είναι η αγαπημένη του Μαρί, ο πιο δικός του άνθρωπος τα τελευταία χρόνια. Μέχρι τη στιγμή που εκείνη τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί κάποιον άλλο γκρεμίζοντας τον κόσμο του. Αυτή την εγκατάλειψη ο Κλόουν τη χρεώνει στους Καθολικούς, οι οποίοι έχουν επηρεάσει την Μαρί να τον εγκαταλείψει. Και για το λόγο αυτό χύνει φαρμάκι ενάντια στον καθολικισμό, αλλά και γενικότερα στο σύστημα της Γερμανίας.
Ο «Λογοτέχνης των Ερειπίων» και βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972 Χάινριχ Μπελ έγραφε το έργο «Οι απόψεις ενός κλόουν» (ή «Ο Κλόουν»). Το έργο, που έγραψε το 1963, χτυπάει το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, τον καθολικισμό, το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας, αλλά και το γεγονός ότι σημαντικές θέσεις έχουν αναλάβει πρώην ναζιστές. Μιλάει για τα κοινωνικά αδιέξοδα, στα οποία οδηγεί η επέμβαση της οργανωμένης θρησκείας στο κοινωνικό σώμα. Η Γερμανία του Μπελ είναι μια κοινωνία γεμάτη τύψεις, που προβάλλονται πάνω στα ερείπια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης στο Βήμα «το έργο του Μπελ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Όλα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς…»
Η παράσταση του Αργύρη Ξάφη αντλεί στοιχεία από τις περφόρμανς των κλόουν. Έτσι το σωματικό θέατρο και άλλες καλλιτεχνικές επιρροές, από το τσίρκο μέχρι το βουβό κινηματογράφο παρεισφρύουν στην παράσταση. Παράλληλα, υπάρχουν εκτεταμένα μουσικά μέρη, για να αξιοποιήσει τις βαθύτατες γνώσεις πάνω στη μουσική και το ταλέντο του πιανίστα Κορνήλιου Σελαμσή. Οι μουσικές του Σελαμσή αντλούν από το τεράστιο βάθος της εκκλησιαστικής και της λόγιας μουσικής, γερμανικής και όχι μόνο (υπάρχει και Σοπέν στο έργο). Αντίθετα με τη συνηθισμένη πρακτική στις δραματοποιήσεις μυθιστορημάτων, ο Ξάφης δεν βάζει αφηγητή στο έργο. Η ιστορία παρουσιάζεται μέσα από διαλόγους και μονολόγους των χαρακτήρων, για να γίνει πιο θεατρικό το έργο (χάνοντας όμως σε άλλους τομείς).
Όμως τα μουσικά μέρη και τα κομμάτια με τους κλόουν, που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος στην αρχή της παράστασης, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται η ιστορία, δημιουργούν προβλήματα στην αφηγηματική ροή. Στο πρώτο μισό, ομολογώ, ότι δυσκολευόμουν αρκετά και να κατανοήσω και να νιώσω την ιστορία του κλόουν. Από το δεύτερο μισό, πάντως, η κατάσταση άλλαξε. Τα παιχνίδια με τους αυτοσχεδιασμούς και τις αναφορές στους κλόουν περιορίζονται. Το έργο γίνεται πολύ πιο σαφές, ο καυστικός λόγος του, οι κοινωνικές του αιχμές και η αφήγηση γίνονται ξεκάθαρα και αναδεικνύονται πολύ περισσότερο οι χαρακτήρες.
Οι ερμηνείες κινούνται σε καλά επίπεδα, με τον Γιώργο Γάλλο να ξεχωρίζει ιδιαίτερα. Νομίζω ότι στις σκηνές που εμφανίζεται ο Γάλλος, η παράσταση ανεβαίνει επίπεδο. Καταφέρνει να αναδεικνύει τόσο τον χιουμοριστικό σαρκασμό του Μπελ, που σπάει κόκαλα, όσο και τις βαθιά συναισθηματικές πλευρές του έργου. Πολύ συγκινητική (αλλά και ιδιαίτερα ρεαλιστική) ήταν η σκηνή της συνάντησης του κλόουν (Δημήτρης Παπανικολάου) με τον πλούσιο πατέρα του (έναν από τους πολλούς ρόλους που ερμήνευσε ο Γιώργος Γάλλος). Ο Παπανικολάου, ως κλόουν, μπαίνει βαθιά στο ρόλο του, αλλά ίσως έπρεπε να ήταν λιγότερο ευαίσθητος και περισσότερο καυστικός. Η Δέσποινα Κούρτη είναι αρκετά καλή, αλλά δεν εντυπωσιάζει, ενώ ο Θανάσης Λέκκας δείχνει καλά δείγματα σωματικού θεάτρου.
Γενικότερα, «Οι απόψεις ενός κλόουν» έχουν σημεία που μου άρεσαν πολύ και άλλα που μου άρεσαν λιγότερο. Πιο δυνατή είναι η παράσταση όταν στέκεται στις «απόψεις» και λιγότερο όταν δίνει έμφαση στον «κλόουν» και την καλλιτεχνική του παράδοση. Η δύναμη του λόγου του Μπελ και η ερμηνεία του Γιώργου Γάλλου είναι τα βασικά ατού της παράστασης.
Γιώργος Σμυρνής