Αλκίνοος Ιωαννίδης: “Όποιος υποστηρίζει τη συνέχιση της λειτουργίας του Μεγάρου, κινδυνεύει. Λοιπόν, την υποστηρίζω!”
Τις σκέψεις του για το κλείσιμο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών εξαιτίας των μεγάλων δανειακών υποχρεώσεών του, εξέφρασε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, με ένα αποφασιστικό κείμενο στο επίσημο site του http://www.alkinoos.gr/. Ο τραγουδοποιός σημείωσε μεταξύ άλλων την σπουδαιότητα λειτουργίας και επαναπροσδιορισμού του Μεγάρου σε αναπόσπαστο χώρο συμμετοχής των μελών της κοινωνίας στον πολιτισμό.
Ακολουθεί η ανακοίνωση:
“Αγαπητοί συμπολίτες,
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, λόγω μουσικής, αλλά και έμφυτης τσιγγανιάς, ταξίδεψα πολύ. Είχα την ευκαιρία να παίξω και να παρακολουθήσω συναυλίες σε χώρους αντίστοιχους του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Είδα στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης τσούρμο τους φοιτητές να ακούνε Στραβίνσκι εκστατικοί. Πανκιά στο Seagate του Newcastle να βγαίνουν για διάλειμμα από κονσέρτο για πιάνο. Άνεργους με εισιτήριο διαρκείας στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου. Νέους να περνάνε σαν να είναι στο σπίτι τους από τους διαδρόμους του Bozar στις Βρυξέλλες. Παππούδες και γιαγιάδες με τα εγγονάκια τους στη Φιλαρμονική του Βερολίνου ή στην Όπερα της Τυφλίδας. Παιδάκια να οργώνουν ανενόχλητα (και χωρίς κανείς να ενοχλείται) το φουαγιέ της Carl Orff Saal στο Μόναχο.
Στη διάρκεια της πολιορκίας της Αγίας Πετρούπολης από τους Ναζί, όσοι μουσικοί ήταν ακόμη ζωντανοί έπαιξαν στη Φιλαρμόνια τη συμφωνία «Λένινγκραντ» του Σοστακόβιτς. Αναμεταδόθηκε ραδιοφωνικά στο κάθε χαράκωμα του μετώπου, ανέβασε κατακόρυφα το ηθικό του Σοβιετικού στρατού και, όπως λένε, άλλαξε την έκβαση του πολέμου. Στον ίδιο χώρο μερικές δεκαετίες αργότερα, είδα έφηβο ζευγαράκι να ακούει μαγεμένο την 4η του Τσαϊκόφσκι. Εκεί, κάποια άλλη μέρα, μια καθαρίστρια με τα ρούχα της δουλειάς μού ανέλυε στο αυτί τη 2η του Προκόφιεφ.
Έζησα από κοντά την αντίσταση του προσωπικού της όπερας του Καΐρου στον θρησκευτικό φανατισμό, πέρσι, όταν αυτός κυβερνούσε. Είχαν το θάρρος να απεργήσουν μαζικά πριν τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους. Και έμαθα για τις όπερες άλλων χωρών που έκλεισαν συμβολικά, σε ένδειξη συμπαράστασης. Η ουσιαστική προσφορά και η λειτουργία τέτοιων οργανισμών αναγνωρίζεται από τους πολίτες σαν πολύτιμη και αναντικατάστατη, όχι μόνο στις πρωτεύουσες, αλλά και σε μικρές πόλεις, ακόμη και σε χωριά του εξωτερικού.
Αν έλεγε κανείς στους κατοίκους της Γλασκώβης, της Σεούλ, του Καράκας, του Σικάγο, της Στοκχόλμης, της Αβάνας, του Παρισιού ή της Μόσχας πως το δικό τους Μέγαρο πρέπει να κλείσει, θα τον έπαιρναν με τις πέτρες αριστεροί, δεξιοί, πλούσιοι, φτωχοί, αναρχικοί και λογιστές. Εδώ, μεγάλο και σοβαρό κομμάτι της κοινωνίας σχεδόν το επιθυμεί. Και όποιος υποστηρίζει τη συνέχιση της λειτουργίας του, κινδυνεύει. Λοιπόν, την υποστηρίζω!
Στην εικόνα που έχει μεγάλο μέρος της κοινωνίας για το Μέγαρο, πρωταγωνιστεί για χρόνια η θείτσα με τον σωφέρ. Το λάθος όμως δεν είναι η θείτσα που είναι μέσα. Είναι ο σωφέρ που την περιμένει απ’ έξω. Είναι όσοι πολίτες ζουν σαν να μην υπάρχει αυτός ο χώρος και για αυτούς. Που, για κάποιους λόγους, δεν τον έκαναν και δικό τους. Κι ας χτίστηκε με τα χρήματά τους, μαζί με χορηγίες ιδιωτών και εταιρειών – μικρό αντίδωρο για τα όσα πήραν από τον κόσμο. Ο χώρος αυτός ανήκει σε όλους τους κατοίκους του τόπου. Ανήκει εξίσου στον χορηγό και στον άνεργο ή στον φοιτητή, που μπορεί να παρακολουθήσει δωρεάν ή με ελάχιστο εισιτήριο σπουδαίες συναυλίες κλασικής και άλλης μουσικής, έχοντας ελεύθερη πρόσβαση σε μια ανοιχτή, σύγχρονη μουσική βιβλιοθήκη.
Το ερώτημα αν τέτοιοι χώροι ανήκουν στην ελίτ ή όχι, οι περισσότερες κοινωνίες το έχουν απαντήσει προς όφελός τους εδώ και αιώνες, από την Αναγέννηση ή τη Γαλλική Επανάσταση. Εμείς αναμασάμε με εμμονή μια σκοταδιστική, μεσαιωνική αντίληψη, βολεμένοι στην αποχή που δεν απαιτεί προσωπική και συλλογική προσπάθεια. Ο μέσος έλληνας σήμερα δε γνωρίζει ούτε ένα όνομα (για το έργο δεν συζητάμε) ενός παλιού ή σύγχρονου έλληνα κλασικού συνθέτη. Ίσως μόνο του Σκαλκώτα, ή του Ξενάκη. Μπα, ούτε κι αυτά. Πιο πολύ «σαν στο σπίτι μας» αισθανόμαστε εκεί όπου χαρτζηλικώνουμε τον μετρ για καλό τραπέζι και πληρώνουμε το φυστίκι για χαβιάρι προκειμένου να παρακολουθήσουμε ένα άθλιο πρόγραμμα (παίζω κι εγώ συχνά σε τέτοια μέρη), παρά στο Μέγαρο. Εκτός ίσως από τις λίγες φορές που παρόμοια προγράμματα παρουσιάστηκαν και στο Μέγαρο. Χωρίς φυστίκι, αλλά με ανάλογη αισθητική.
Το Μέγαρο Μουσικής έχει “ανοίξει” πολύ – αν και όχι αρκετά – τα τελευταία χρόνια, μέσα από συνειδητές και επίπονες προσπάθειες. Το βλέπει κανείς συχνά γεμάτο από ελεύθερα (καθόλου “πρόσεχε, στο Μέγαρο είσαι”) παιδάκια. Το κοινό, σε εποχή δύσκολη, αυξάνεται ραγδαία, κυρίως από νέους. Άνθρωποι διαφορετικών “κοινωνικών στρωμάτων” και πολιτικών τοποθετήσεων το επισκέπτονται όλο και συχνότερα. Το επίπεδο των συναυλιών του δεν πέφτει, παρά την οικονομική δυσκολία. Οι περισσότερες συναυλίες είναι sold-out. Οι κήποι του γεμίζουν το καλοκαίρι από χιλιάδες έφηβους. Και το Ανοιχτό Ωδείο για παιδιά ανέργων και απόρων, φαίνεται πως τελικά θα ξεκινήσει τη λειτουργία του τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Παρ’ όλα αυτά, το στίγμα του άνδρου της μπουρζουαζίας δεν φεύγει. Γιατί άραγε;
Για πολλούς λόγους, ανάμεσά τους και αυτοί:
– Ο ιδρυτής του, Χρήστος Λαμπράκης, ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές μιας εποχής που έφερε καταστροφικά αποτελέσματα. Βέβαια, οι περισσότεροι χώροι του εξωτερικού χτίστηκαν από τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων, οι παλαιότεροι από βασιλιάδες και τοπικούς άρχοντες, οι νεώτεροι από σύγχρονους άρχοντες, επιχειρηματίες και πολιτικούς, που είτε ήταν πράγματι φιλότεχνοι, είτε κάποιος σύμβουλος τούς σφύριξε κάτι για την υστεροφημία τους. Ο Λαμπράκης ήταν, ανάμεσα σε άλλα, στ’ αλήθεια φιλότεχνος. Υπήρξε καλλιτέχνης ο ίδιος στα νιάτα του, ήξερε την κλασική μουσική καλά, την αγαπούσε φανατικά, ενώ γνώριζε και την παγκόσμια μουσική παράδοση. Αντί να αγοράσει ποδοσφαιρική ομάδα, όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί του, χρησιμοποίησε τη δύναμή του για να χτιστεί το Μέγαρο Μουσικής. Και το έχτισε όπως ο ίδιος καταλάβαινε, δυστυχώς με μάρμαρα και πολυέλαιους, ατυχώς δίπλα στην Αμερικανική πρεσβεία. Και το ονόμασε Μέγαρο, όνομα καθόλου οικείο για όσους δεν γεννηθήκαμε και δεν ζούμε σε μέγαρα. Και το έκανε εκ πρώτης όψεως αφιλόξενο και κρύο. Και μετά του πρόσθεσε άλλη μια πτέρυγα, μεγαλομανώς αμετροεπή. Πάντως, καλώς ή κακώς, το έχτισε. Με το μεράκι του και με τα χρήματα του κόσμου.
– Η ανά τους αιώνες εξάρτηση της κλασικής μουσικής από τους πολιτικούς, θρησκευτικούς και οικονομικούς “προύχοντες”, αποτελεί μέρος της ιστορίας της. Προϋπέθετε πάντα μεγάλους χώρους με καλή ακουστική, ακριβά όργανα, πρόβες μεγάλου αριθμού μουσικών, δομημένη μουσική κατάρτιση, έξοδα μετακίνησης και φιλοξενίας ολόκληρων ορχηστρών, οικονομική στήριξη των συνθετών, που γράφουν συχνά ένα έργο για χρόνια. Όπως συνέβαινε τηρουμένων των αναλογιών και με το Αρχαίο Δράμα. Αυτές οι ανάγκες δεν της επέτρεψαν να αυτονομηθεί, με εξαίρεση κάποιες (λίγες) ριζοσπαστικές προσπάθειες σύγχρονων μουσικών ομάδων. Η μουσική στην οποία εγώ ανήκω, έρχεται από άλλη, πιο αυτόνομη παράδοση. Έρχεται από τους τροβαδούρους που περιόδευαν χωρίς σπόνσορα και υποτέλεια, μεταφέροντας αισθήματα, νέα, θρύλους, αντιλήψεις, όνειρα και πραγματικότητες. Κι αυτήν όμως τη βλέπουμε να έχει παραδοθεί σχεδόν αμαχητί στους κανόνες των εταιρειών, του κέρδους και της show-business εδώ και δεκαετίες. Παρ’ όλα αυτά, στη συνείδηση του ακροατή θεωρείται πιο “ελεύθερη” και πιο “δική μας”.
– Δεν υπήρξε επιτυχής στρατηγική από πλευράς Μεγάρου (ας μην αναφερθώ στα υπουργεία) για τη γνωριμία του μεγάλου ελληνικού κοινού με την κλασική μουσική: Σε μια χώρα χωρίς τέτοιου είδους έντονες αναφορές, δεν έγινε μια σταδιακή μύηση του κοινού σε έναν κόσμο σπουδαίο, ούτε προέκυψε μια αβίαστη, φυσική όσμωση των ειδών. Ξεκίνησε τη λειτουργία του σε μια Ελλάδα-φούσκα, χωρίς όραμα, χωρίς αισθητική, μπερδεμένη και δυσοίωνη. Σε μια χώρα χωρίς μουσική ακαδημία, παρά τις εξαγγελίες. Όπου η παράδοση αντιμετωπιζόταν σαν μουσειακή συντήρηση και η κλασική μουσική σαν συντήρηση σκέτη. Όπου ο κάθε ανήσυχος καλλιτεχνικά άνθρωπος έμπαινε κάτω από την ταμπέλα του κουλτουριάρη. Όπου ο κάθε “λόγιος” μέτριος μουσικός σνόμπαρε ό,τι αληθινό είχε να δείξει ο τόπος (οι σπουδαίοι δεν σνόμπαραν ποτέ). Όπου το χαλαρωμένο βιμπράτο των παρηκμασμένων εγχώριων “μεγάλων φωνών”, έπινε ένα ποτήρι σαμπάνια με την αρπαχτή πρώην μεγάλων ονομάτων του εξωτερικού. Και μέσα σ’ αυτό, πραγματικά μέγιστες φωνές και μέγιστοι μαέστροι και μέγιστοι μουσικοί και μέγιστοι συνθέτες και υπεράνθρωπες προσπάθειες του προσωπικού του Μεγάρου, να χάνονται. Στιγμές ανεκτίμητης αλήθειας, πέντε νότες σαν καρφιά στο είναι σου, στιγμές έξω από τη σύμβαση, έξω από το χώρο και το χρόνο, δεν αναδείχτηκαν με τρόπο ώστε να χαραχτούν στη συλλογική μας συνείδηση. Εκεί χάθηκε ένα μεγάλο στοίχημα.
Μέχρι σήμερα, η μοναχική προσπάθεια και η ευφάνταστη νέα δημιουργία και έκφραση σε μικρά στέκια, ομάδες και συλλογικότητες, δεν στηρίζεται από την πολιτεία. Τόσα χρόνια, αν δεν πολεμάται, αφήνεται στην τύχη της. Ιδιαίτεροι άνθρωποι απελπίζονται, κουράζονται και παραιτούνται, ανεπιθύμητοι και ηττημένοι. Κι αυτό δε βοηθά ούτε τη χώρα, ούτε το Μέγαρο. Γιατί, σε ένα χωριό ακατοίκητο και γκρεμισμένο, ένα ολοκαίνουργιο, ολόφωτο και αστραφτερό παλάτι προκαλεί γέλιο ή μίσος. Ή και τα δύο.
Οι συναυλίες, κυρίως στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, θύμιζαν υπουργικά συμβούλια. Αλλά και σήμερα, η δημοσιότητα που δίνεται από τα ΜΜΕ για μια ομιλία ενός υπουργού ή βιομήχανου σε αίθουσα του Μεγάρου, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από μια σπουδαία συναυλία. Έτσι η εικόνα που χαράζεται στη συνείδηση του κόσμου για το Μέγαρο, καμιά σχέση δεν έχει τελικά με την τέχνη. Το βλέπει κάποιος στις ειδήσεις και σκέφτεται “Τι γυρεύω εγώ εκεί μέσα…” Κι άντε να τον πείσεις πως δεν είναι μόνο αυτό, πως κάποιοι ξημεροβραδιάζονται για να ακουστεί μια νότα καλύτερα, για να εκφραστεί μια πτυχή της ψυχής μας βαθύτερα, για μια λεπτομέρεια αδιόρατη, για μια απαραίτητη τεχνική πατέντα. Οι εργαζόμενοι εργάζονται πράγματι, σκληρά και με πάθος για τη μουσική, πολύ πέραν του ωραρίου και των τυπικών υποχρεώσεών τους. Μέσα σε όλη αυτή την καταιγίδα, μέχρι στιγμής δεν απολύθηκε κανείς. Οι μειώσεις των μισθών υπήρξαν μικρές για τους χαμηλά και μεσαία αμειβόμενους, ενώ για τους “υψηλόβαθμους” και τους διευθυντές πολύ μεγάλες, αφού πολύ μεγάλες ήταν και οι απολαβές τους στα “καλά” χρόνια. Οι θέσεις πάντως του Δ.Σ. είναι πραγματικά άμισθες: ούτε έξοδα μετακίνησης, ούτε αμοιβή για τις συνεδριάσεις, ούτε οποιαδήποτε άλλη απολαβή, πέρα από το δικαίωμα της δωρεάν στάθμευσης. Και το δικαίωμα να θεωρείσαι τσιράκι της εξουσίας και να καθυβρίζεσαι χωρίς έλεος από όσους δεν έχουν ιδέα για το τι συμβαίνει και γιατί παλεύεις. Ακούω ήδη το κράξιμο να έρχεται εκκωφαντικό και τις επιθέσεις εξευτελιστικές και στενάχωρες. Συνεχίζω:
Το Μέγαρο ήδη αλλάζει με πολύ γρήγορα βήματα. Και αυτή η αλλαγή συντελείται με πολύ κόπο, κάτω από συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες. Η κρατική ενίσχυσή του τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί στο 1/4 και δεν εκταμιεύεται λόγω φοροτεχνικών προβλημάτων, ενώ είναι κατά 5/6 μικρότερη από αυτή αντίστοιχων οργανισμών που χρηματοδοτούνται από το ελληνικό κράτος. Και ενώ, χωρίς τους πόρους του παρελθόντος, το πρόγραμμά του παραμένει πλούσιο, ενώ τα έσοδα από τα εισιτήρια αυξάνονται, το οικονομικό βάρος των δανείων της κατασκευής του νέου κτηρίου (δάνεια που υπέγραφαν ως εγγυητές οι εκάστοτε κυβερνώντες όσο ζούσε ο Λαμπράκης) το οδηγεί στο τέλος.
Από όσα μπόρεσα να καταλάβω, και όσο μπορώ να έχω καθαρή εικόνα σαν Μέλος του Δ.Σ. τα τελευταία τρία δύσκολα χρόνια, οι επιλογές είναι οι εξής:
1. Πώληση του Μεγάρου σε ιδιώτη: Με λίγα λόγια, κάποιος να πάρει κοψοχρονιά ό,τι χτίστηκε με τα χρήματα του κόσμου. Αυτό απαλλάσσει την κυβέρνηση από το χρέος, απαλλάσσει και εμάς, την κοινωνία, από την υποχρέωση να στηρίξουμε και να βελτιώσουμε την ύπαρξη και τη λειτουργία του. Χάνει η πολιτεία ένα κτήριο ανυπολόγιστης οικονομικής αξίας και όλοι μας έναν χώρο και έναν οργανισμό μουσικής, που με όλα τα στραβά του είναι ανεκτίμητος. Δεν συμπαθώ περισσότερο το κράτος από τους ιδιώτες. Παρ’ όλα αυτά, η λύση της πώλησης μού φαίνεται άδικη, ανεπανόρθωτη, κοντόφθαλμη και καταστροφική.
2. Κλείσιμο μέχρι νεωτέρας: Προσωρινή μη-λύση, αφού έτσι όχι μόνο δεν ξεχρεώνεται το κτήριο, αλλά στερείται και των εσόδων από εισιτήρια και ενοικιάσεις αιθουσών. Οι εργαζόμενοι στο δρόμο και αυτό να ρημάζει, μέχρι να εμφανιστεί και πάλι ο τυχερός από μηχανής θεός που θα το πάρει ακόμα φτηνότερα και χωρίς υπαλλήλους. Όσοι φωνάζουν “να κλείσει!”, ή δεν το έχουν σκεφτεί καλά, ή άλλα συμφέροντα υπηρετούν. Παρ’ όλα αυτά, αν κανείς υπουργός δεν αναλάβει την ευθύνη να φέρει άμεσα το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή, φοβούμενος τις συνέπειες εν όψει εκλογών, το Μέγαρο κινδυνεύει να κλείσει αναγκαστικά. Αυτή η ευθύνη θα έπρεπε να βαραίνει περισσότερο από τις χαμένες ψήφους.
3. Ανάληψη του χρέους από το κράτος, δηλαδή από τον εγγυητή των δανείων: Παίρνει τη νέα πτέρυγα (όχι την παλιά, όπως γράφτηκε) και αποκτά πλειοψηφία στο νέο Δ.Σ. των δύο κτηρίων (σήμερα πέντε μέλη εκπροσωπούν την πολιτεία και άλλα πέντε τον Σύλλογο Φίλων της Μουσικής, σε ένα ιδιότυπο ημι-κρατικό καθεστώς). Το κράτος, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εγγυηθεί τη λειτουργία του χώρου σαν πολιτιστικού οργανισμού και τη μη πώλησή του για μεγάλο διάστημα. Μακάρι, αν αυτή η λύση επικρατήσει, να το διαχειριστεί σωστά. Στο νέο Δ.Σ. που θα προκύψει, απελευθερωμένο σε μεγάλο βαθμό από τα τεράστια οικονομικά και κτηριακά βάρη, θα πέσει και η ευθύνη της αληθινής ενσωμάτωσης του Μεγάρου στη ζωή όλης της χώρας. Ώστε, όποτε μια καλύτερη και πιο συμμετοχική κοινωνία προκύψει, το Μέγαρο να είναι στη διάθεση των πολιτών και να μην έχει γίνει ιδιωτικό εμπορικό κέντρο ή πολυ-κινηματογράφος με χολλυγουντιανό ρεπερτόριο. Να έχει σωθεί κάτι.
Αργά ή γρήγορα το θέμα θα πάει στη Βουλή. Προσφέρεται για λαϊκισμό όσο κανένα άλλο. Θα ακουστούν πολλά, σωστά και λανθασμένα, ειλικρινή και συμφεροντολογικά. Ίσως να αποκαλυφθούν πράγματα που δεν γνωρίζαμε, ίσως και να υπάρξουν εξελίξεις που θα ακυρώνουν το όποιο νόημα αυτού του μακροσκελούς κειμένου. Φοβάμαι πάντως πως στη στάση των κομμάτων δεν θα μετρήσει η μουσική ή το επίπεδο που πέφτει ασταμάτητα εδώ και χρόνια σε έναν τόπο που όλο σκοτεινιάζει. Το αν θα ταχθεί κάποιος υπέρ ή κατά της συνέχισης της λειτουργίας του, πιθανότατα δεν θα έχει να κάνει με την ουσία της υπόθεσης, όσο συχνά κι αν ακουστεί η λέξη “πολιτισμός”. Κι όμως, μακάρι για μια φορά οι πολιτικοί να σκεφτούν και να ψηφίσουν χωρίς κομματικά ή επιχειρηματικά κριτήρια, για το καλό αυτού του τόπου, αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους απέναντι στους πολίτες, σημερινούς και μελλοντικούς.
Σε μια χώρα όπου όλα κατρακυλούν, όπου κλείνουν σχολεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, σπίτια και ζωές, το κλείσιμο του Μεγάρου Μουσικής μοιάζει σαν φυσικό επακόλουθο της χιονοστιβάδας που μας ισοπεδώνει. Καμιά λύση που φορτώνει έναν παραφορτωμένο λαό με επιπλέον χρέος δεν είναι καλή. Αλλά, μέσα στη δυσκολία μας, ίσως η συνέχιση και κυρίως η βελτίωση της λειτουργίας του Μεγάρου να κρατήσει λίγο φως. Δεν έχω ταλέντο στα οικονομικά. Μπορεί να κάνω λάθος, όμως πιστεύω πως αν αυτά τα κρατικά χρήματα δεν πάνε στο Μέγαρο, με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει πως θα πάνε στην παιδεία, στην υγεία, στην πρόνοια ή όπου αλλού. Θα μπούν πιθανότατα στη μαύρη τρύπα των «στόχων» που επιβάλλονται έξωθεν και θα χαθούν στη θολή λογιστική που μας τρώει. Μαζί, θα έχει φαγωθεί και το Μέγαρο. Η ζωή δεν θα γίνει καλύτερη, ούτε θα βγούμε από την κρίση μια ώρα αρχύτερα. Αντίθετα, όσο φτωχαίνει ο τόπος, τόσο πιο δύσκολα θα ανακάμψουμε.
Εύχομαι λοιπόν το Μέγαρο να συνεχίσει να λειτουργεί. Για αυτό που είναι, αλλά κυρίως για αυτό που μπορεί και πρέπει να γίνει: μια προέκταση των σπιτιών μας, ένα αναπόσπαστο κομμάτι του σώματος και της ψυχής μας. Δικό μας, καθαρό, δημιουργικό, φιλόξενο, δοτικό, ζωντανό και ανοιχτό, σε μια κοινωνία όπου τα μέλη της θα αναλαμβάνουν την ευθύνη της συμμετοχής τους στον πολιτισμό, καθορίζοντάς τον. Αλλιώς, κλείσει – δεν κλείσει, μικρή σημασία θα έχει.”