Grand Central
Ο Γκάρυ (Ταχάρ Ραχίμ), 28 χρόνων, είναι από τους ανθρώπους που δεν περιμένουν τίποτα από κανέναν και ζουν την ζωή τους στα άκρα χωρίς φόβο. Πιάνει δουλειά σε ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας, πεπεισμένος ότι εκεί θα βρει αυτό που ψάχνει: νόημα στη ζωή του, χρήματα, αλλά και μια ομάδα στην οποία μπορεί να ανήκει.
Ενθουσιασμένος με τις νέες του αρμοδιότητες για πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει ότι είναι μέρος μιας σημαντικής αποστολής, για την οποία δεν διστάζει να παίζει τον ρόλο του ήρωα και να εκτίθεται σε υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας. Μέλος της ομάδας του είναι και η Κάρολ (Λεά Σεντού), με την οποία ερωτεύονται αμέσως. Μαζί ζουν μια παράνομη ερωτική περιπέτεια, καθώς εκείνη είναι έτοιμη να παντρευτεί έναν άλλον από τους συνεργάτες τους. Όταν ο Γκάρυ αγγίζει τα επιτρεπτά όρια ραδιενέργειας, αποφασίζει να το κρύψει, από φόβο μήπως τον αποδεσμεύσουν από τα καθήκοντά του, χάνοντας όχι απλώς την δουλειά του, αλλά και την γυναίκα που αγαπά.
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Το έργο αρχικά σέρνεται. Το σενάριο δείχνει ελλιπές, η κινηματογράφηση όχι πολύ ενδιαφέρουσα και οι χαρακτήρες κάπως αδύναμοι. Ο έρωτας ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και τη σέξι Λεά Σεϋντού (την συμπρωταγωνίστρια της Αντέλ Εξαρχόπουλος στη «Ζωή της Αντέλ») έχει στοιχεία που δεν πείθουν. Η επαφή των δύο ηρώων βγάζει αισθησιασμό, αλλά οι διάλογοί τους είναι λίγο αδύναμοι. Επίσης, το ντοκιμαντερίστικο στοιχείο μιας καταγραφής της ζωής των προλετάριων ενός πυρηνικού εργοστασίου γίνεται με ελλειπτικό και κάπως κλισέ τρόπο.
Ο δεσμός της Σεϋντού και του Ραχίμ είναι «παράνομος». Η κοπέλα είναι να παντρευτεί έναν άλλο άντρα, ο οποίος είναι ανώτερος στην ιεραρχία στον σκληρό κόσμο του πυρηνικού εργοστασίου. Οι κίνδυνοι της ραδιενέργειας θυμίζουν πολεμικό πεδίο και οι άνθρωποι, για να επιβιώσουν, πρέπει να βασίζονται ο ένας στον άλλο. Τώρα, αν ο ένας πηγαίνει με την κοπέλα του άλλου, δημιουργείται πρόβλημα, καθώς προκαλούνται ρωγμές σε αυτό το δέσιμο επιβίωσης.
Εκεί μπαίνει και το κάπως θριλερικό στοιχείο, που βελτιώνει αισθητά την ταινία στο δεύτερο μέρος. Το «παράνομο» πάθος μπαίνει βαθιά στο μυαλό του πρωταγωνιστή, ο οποίος δεν είναι τόσο συγκεντρωμένος στα δύσκολα καθήκοντα του και στην ίδια του την επιβίωση. Αυτό, σε συνδυασμό με τους συνεχείς κινδύνους μέσα στο εργοστάσιο, προκαλούν ένα σασπένς στο έργο. Η κινηματογράφηση της Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι αποκτά άλλο δυναμισμό, όταν έχει να απεικονίσει εντάσεις, αγωνία, αλλά και έντονα πάθη- πολύ πειστική αποτύπωση του πάθους, όταν η σχέση ανάμεσα στους δύο εραστές πάει να χαλάσει. Όσο για τις σκηνές αγωνίας και κινδύνου, έχουν πολύ καλό ρυθμό, σε παρασύρουν μέσα τους, ενώ βοηθάει πολύ η καλά συνταιριασμένη μουσική.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι καλές και βγαίνουν με φυσικότητα. Ο πρωταγωνιστής Ταχάρ Ραχίμ παίζει ιδιαίτερα πειστικά στις πιο σκληρές στιγμές του έργου, ενώ αρχικά είναι μάλλον αδιάφορος. Στην ποιότητα του έργου βοηθούν και οι έμπειροι ηθοποιοί Ολιβιέ Γκουρμέ και Ντενίς Μενοσέ (ο οποίος ερμηνεύει τον πιο περίπλοκο χαρακτήρα, αυτόν του σύντροφος της Σεϋντού). Η Σεϋντού είναι σέξι και αινιγματική κι έχει μια τσαντισμένη θλίψη στο βλέμμα.
Γενικά, είναι ένα ενδιαφέρον και άνισο έργο. Το πρώτο μέρος είναι αδύναμο, αλλά βελτιώνεται πολύ στο δεύτερο μέρος, που μπαίνει και στο «ζουμί» της ιστορίας. Επίσης, παρουσιάζει με δραματικό τρόπο τον δύσκολο κόσμο των σύγχρονων προλετάριων, των εργατών ενός πυρηνικού εργοστασίου, που δέχονται μεγάλες ποσότητες ραδιενέργειας και ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους, για να έχει πιο φτηνή ενέργεια η Γαλλία.
Γιώργος Σμυρνής