Είδαμε την «Κολεξιόν» στο θέατρο Εμπορικόν- Φιλμ νουάρ κι ερωτικά αινίγματα
Μια αινιγματική ιστορία ενώνει, αλλά και χωρίζει, τους ήρωες της «Κολεξιόν» του Χάρολντ Πίντερ. Και την απάντηση στο γρίφο του τι έγινε, δύσκολα θα τη μάθουμε, ακόμα και στο φινάλε. Το έργο αυτό ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη στο Θέατρο Εμπορικόν.
«Η Κολεξιόν» γράφτηκε το 1960 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση του BBC. Δεν είναι ένα έργο που μιλάει για τον κόσμο της μόδας, όπως ίσως προϊδεάζει ο τίτλος. Απλά οι τέσσερις ήρωες, τρεις άνδρες και μία γυναίκα, ανήκουν στον χώρο της μόδας. Το σκηνικό επίσης παραπέμπει στον κόσμο της μόδας, με τη σοφιστικέ του λάμψη και τους παραμορφωτικούς καθρέφτες που κατακλύζουν τη σκηνή.
Πρόκειται για δύο ζευγάρια: ένα gay ζευγάρι κι ένα ζεύγος ετεροφυλόφιλων. Η ισορροπία της ζωής των τεσσάρων διαταράσσεται ξαφνικά από τις υποψίες μιας ερωτικής απιστίας. Θα αναγκαστούν να αναζητήσουν το τι πραγματικά συνέβη, αν και η ‘αλήθεια’ είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί. Σε αυτό το έργο, η ‘αλήθεια’ διατηρεί τον υποκειμενικό της χαρακτήρα και χρησιμοποιείται από τα πρόσωπα του έργου ανάλογα με το πώς πιστεύουν ότι εξυπηρετούνται κάθε στιγμή οι ανάγκες τους.
«Η Κολεξιόν» δεν θα έλεγα ότι είναι από τα καλύτερα έργα του Πίντερ. Η ιστορία της απιστίας δεν είναι αρκετά περίπλοκη και ιδιαίτερη, για να τραβάει το ενδιαφέρον και να δικαιολογεί τις τόσες αλληλοσυγκρουόμενες υποκειμενικές εκδοχές, που δημιουργούν οι χαρακτήρες. Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη προσπάθησε να συνδέσει αυτόν τον αινιγματικό χαρακτήρα της ιστορίας, με ταινία μυστηρίου. Νουάρ ατμόσφαιρα, υπαινικτικά προσωπεία και συμπεριφορές, σε συνδυασμό με την τζαζ μουσική του Σταύρου Γασπαράτου (που θυμίζει soundtrack φιλμ νουάρ). Υπάρχει μια προσπάθεια να βγει χιούμορ από τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις. Αυτό που δεν βγαίνει είναι η αίσθηση του κινδύνου, της απειλής και της «κωμωδίας της απειλής». Οι χαρακτήρες, στην παράσταση της Σκότη, είναι αρκετά αποστασιοποιημένοι από τα συναισθήματά τους, για να νιώσουν ότι απειλούνται, ακόμα και σε αρκετά επικίνδυνες καταστάσεις στο έργο.
Θεωρώ ότι το έργο το σώζει η ερμηνεία του Δημήτρη Καταλειφού. Κι επειδή είναι σπουδαίος ηθοποιός, σε κάποια σημεία το απογειώνει κιόλας. Ο Καταλειφός ερμηνεύει το μεγαλύτερο σε ηλικία χαρακτήρα στο έργο. Υποψιάζεται ότι ο σύντροφός του (Δημήτρης Μοθωναίος) τον απατάει με μία γυναίκα (Λουκία Μιχαλοπούλου), όπως τον ενημερώνει ο απατημένος(;) σύζυγος της (Αλ. Μαυρόπουλος).
Ο Καταλειφός, με το ιδιαίτερα ακριβές και περίτεχνο παίξιμό του, καταφέρνει να ταιριάξει με τη λογική της φλεγματικής σκηνοθεσίας και του αινιγματικού κειμένου. Επίσης, δίνει με τους αυτοσχεδιασμούς του δυνατές κωμικές ανάσες στην παράσταση. Είναι ξεκαρδιστικές οι σκηνές που μιλάει τραγουδώντας. Και δημιουργεί έναν σύνθετο χαρακτήρα, με εναλλαγές συναισθημάτων- άλλοτε είναι τσαχπίνης, άλλοτε ξινός, άλλοτε σνομπ, άλλοτε νευρικός. Έχει καλή χημεία με το έτερον ήμισυ του, τον Δημήτρη Μοθωναίο, το λαϊκό παιδί που αναρριχήθηκε στο περιβάλλον της υψηλής κοινωνίας.
Ο Μοθωναίος παριστάνει τον πολύ cool και παίζει αρκετά αποστασιοποιημένα, ακόμα και στον κίνδυνο. Σε κάποιες εκφράσεις του μου θυμίζει τον Άρη Σερβετάλη. Ικανοποιητική είναι η ερμηνεία του ζηλιάρη συζύγου Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, ενώ η Λουκία Μιχαλοπούλου δεν έχει μεγάλο ρόλο κι υπάρχουν λίγα σημεία, για να διοχετεύσει πλήρως τον άφθονο συναισθηματισμό, τον οποίο βγάζει στην παράσταση.
Γενικά, «Η Κολεξιόν» έχει μια ενδιαφέρουσα αισθητική πρόταση, που προσπαθεί να ενώσει το αινιγματικό στοιχείο του Πίντερ με τις ταινίες μυστηρίου και τα νουάρ. Πάντως, το βασικό ατού της παράστασης είναι η εξαιρετική ερμηνεία του Δημήτρη Καταλειφού.
Γιώργος Σμυρνής