Είδαμε «Τα συμβόλαια του εμπόρου» στην Στέγη- Αέρας ελευθερίας
Μια πρωτοποριακή παράσταση από τη Γερμανία, βασισμένη σε ένα έργο της βραβευμένης με Νόμπελ Ελφρίντε Γέλινεκ, ανέβηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ο λόγος για το έργο «Τα Συμβόλαια του Εμπόρου-Μια οικονομική κωμωδία», σε σκηνοθεσία Νίκολας Στέμαν.
Η Γέλινεκ έγραψε το έργο το 2008, με αφορμή κάποια τραπεζικά σκάνδαλα που είχαν συμβεί στη χώρα της, την Αυστρία. Το έργο είχε προλάβει την οικονομική κρίση. Άρα, όπως είπε ο σκηνοθέτης (χαριτολογώντας) «δεν είναι το έργο της Γέλινεκ ένα σχόλιο στην οικονομική κρίση. Η οικονομική κρίση είναι ένα σχόλιο πάνω στο έργο της Γέλινεκ.»
Η παράσταση, που ανεβαίνει εδώ και χρόνια στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, αντιμετωπίζεται ως σχόλιο για την οικονομική κρίση. Η ίδια η συγγραφέας έχει αλλάξει αρκετά το έργο της, σχολιάζοντας με δηκτικό τρόπο την οικονομική κρίση. Στο έργο πρόσθεσε πρόσφατα άλλες 20 σελίδες, αναφερόμενη στον τρόπο που οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την Ελλάδα- ένα απόσπασμα, που παίχτηκε για πρώτη φορά στην χώρα μας τώρα στη Στέγη.
Ο Στέμαν αντιμετώπισε το κείμενο της Γέλινεκ με μεγάλη δημιουργική ελευθερία, ενώ η παράσταση του ποτέ δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς η ίδια. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα κείμενο πιο κοντά στην πεζογραφία, παρά στην δραματουργία με έντονα οικονομικό χαρακτήρα. Ωστόσο, σου βγάζει μια γνώση της παράδοσης του θεάτρου (αρχαία τραγωδία, Σαίξπηρ μέχρι και Μπρεχτ) και έντονες φιλοσοφικές και υπαρξιακές αγωνίες. Αλλά δεν έχει χαρακτήρες, υπόθεση, διαλόγους.
Είναι αξιοσημείωτο, λοιπόν το ότι σε ένα τέτοιο δύσκολο έργο, ο σκηνοθέτης κατάφερε να στήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση. Κράτησε κάπου 4 ώρες, χωρίς διάλειμμα. Όμως, ο cool σκηνοθέτης τόνισε στους θεατές, ότι είναι ελεύθεροι να βγαίνουν από την αίθουσα όποτε θέλουν.
Μέσα σε αυτές τις κάτι λιγότερο από 4 ώρες, η παράσταση είχε πάρα πολλά. Κατ’ αρχάς, ένα μεγάλο κείμενο, 100 σελίδων. Σε μία οθόνη, ο αριθμός των σελίδων γραφόταν (100, 99, 98… μέχρι 0, που σήμανε τέλος). Οι ηθοποιοί όλη την ώρα κρατούσαν χαρτιά και διάβαζαν το κείμενο. Χρησιμοποιήθηκαν πολλά μέσα, βίντεο, προβολές, κάμερα σε live εγγραφή, ζωντανή μουσική με ηλεκτρονικά όργανα και τον ίδιο τον σκηνοθέτη (που είναι και μουσικός) να παίρνει μέρος στην παράστασή του με διάφορους τρόπους. Η διάρκεια της παράστασης ήταν σίγουρα μεγάλη. Όμως, όπως είπε ο Στέμαν σε συνομιλία που είχε με το κοινό, μετά το τέλος της παράστασης της Παρασκευής «καμιά φορά χρειάζεται μια παράσταση να γίνεται βαρετή, για να βγουν συγκεκριμένες ενέργειες». Και, όντως, βγήκαν.
Υπήρχε μπόλικος μεταμοντέρνος χαβαλές, δηκτικός και αστείος, όπου οι χαρακτήρες τρώνε λεφτά, ή παίζουν με το κοινό ή φοράνε μάσκες γουρουνιών και κάποιοι τους κυνηγούν με τσεκούρια. Υπήρχαν και σκηνές συγκλονιστικές, όπου το θέατρο γινόταν μουσική. Είτε οι ηθοποιοί- εξαίρετοι τραγουδιστές οι περισσότεροι- τραγουδούσαν. Είτε η ομαδική απαγγελία γινόταν με τόσο τέλεια την αίσθηση του ρυθμού και τόσο έντονους συναισθηματικούς χρωματισμούς, που θύμιζε μουσική.
Βλέπεις ακόμα στοιχεία, που έχει κληρονομήσει στο θέατρο η μπρεχτική παράδοση και ο μεταμοντερνισμός, και που συχνά τα κουβαλάνε σαν «βάρος» κάποιες ελληνικές παραστάσεις, που κάνουν αποστασιοποίηση ή άλλες τέτοιες τεχνικές, μόνο και μόνο, για να μας δείξουν ότι τα ξέρουν. Πόσο, όμως, πιο cool, ελεύθερα και με φαντασία αναπτύσσονταν αυτές οι τεχνικές στην παράσταση του Στέμαν, ή λίγο καιρό πριν στον Εχθρό του λαού σε σκηνοθεσία του Τόμας Οστερμάγερ!
Έγιναν προσπάθειες να έρθει η παράσταση κοντά στο ελληνικό κοινό. Στην παράσταση, που εγώ παρακολούθησα, ανέβηκε στην σκηνή ο Έκτορας Λυγίζος, ο οποίος ενώθηκε με το γερμανικό θίασο και απήγγειλε κομμάτια της Γέλινεκ στα ελληνικά, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί τον συνόδευαν με αυτοσχεδιασμούς. Προς το φινάλε της παράστασης, ο θίασος ανέβηκε στο μέσο του χώρου των θεατών και τραγούδησε όρθιος, πατώντας σε άδειες καρέκλες, σε μια στιγμή μουσικής και θεατρικής μυσταγωγίας.
Συνολικά, θεωρώ ότι είναι μία παράσταση πολύ σημαντική, ενός θεάτρου- του γερμανικού- που μάλλον διαμορφώνει τις διεθνείς τάσεις, αλλά δείχνει ότι μπορεί και να τις εκτελεί με εντυπωσιακό τρόπο. Ο σκηνοθέτης αντιμετώπισε το δύσκολο κείμενο της Γέλινεκ με μεγάλη δημιουργική ελευθερία, δημιουργώντας κατά διαστήματα ένα σπουδαίο αποτέλεσμα. Δεν αρκεί όμως μόνο να δίνεις στον εαυτό σου τόση ελευθερία, πρέπει να ξέρεις και τι να την κάνεις. Και στην περίπτωση του Στέμαν, των ηθοποιών και τω άλλων συντελεστών, φάνηκε ότι ήξεραν πολύ καλά πώς να αξιοποιήσουν την ελευθερία αυτή, αλλά και να σηκώσουν το βάρος που αυτή συνεπάγεται.
Γιώργος Σμυρνής