Senso
Το καλοκαίρι πλησιάζει κι οι προβολές κλασικών ταινιών, όπως το Senso του Λουκίνο Βισκόντι, αρχίζουν. Οπερατικός χαρακτήρας, έντονα πάθη κι ανελέητη εκδίκηση σε έναν μεγάλο έρωτα, που δημιουργείται ανάμεσα σε μια Ιταλίδα και έναν Αυστριακό αξιωματικό κατακτητή. Ένα από τα πιο σημαντικά έργα για το ερωτικό πάθος του ευρωπαϊκού σινεμά και του ιταλικού νεορεαλισμού.
Η ταινία του Βισκόντι έγινε γνωστή και στους θεατρόφιλους της Ελλάδας τα δύο τελευταία χρόνια, με την παράσταση Insenso του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, που ανέβηκε για δύο σεζόν στο Φεστιβάλ Αθηνών με μεγάλη επιτυχία. Το Insenso ήταν κάτι σαν θεατρικό sequel του Senso. Ξεκινούσε από εκεί που τελείωνε η ιταλική ταινία του Βισκόντι εστιάζοντας στον τεράστιο πόνο και την ψυχολογική καταστροφή που βίωσε η κόμισσα Σαρπιέρι.
Όσοι γοητεύτηκαν, λοιπόν, από αυτή την παράσταση, έχουν κι έναν ακόμα λόγο να δουν την ταινία, για να παρακολουθήσουν τι προηγήθηκε. Αλλά κι όσοι δεν την έχουν δει, μπορούν να επισκεφτούν μια από τις αίθουσες που παίζει το Senso, για να δουν μία πολύ σημαντική ταινία για το σινεμά, ένα περίτεχνο και αριστοκρατικό δείγμα ιταλικού νεορεαλισμού, όπου το πάθος ξεχειλίζει ανεξέλεγκτο και καταστροφικό, όπως στις όπερες. Ο πουριτανισμός μιας συντηρητικής κοινωνίας συναντά τον αγώνα για ελευθερία, είτε πρόκειται για τον πόλεμο, είτε για τον έρωτα ενάντια σε όλες τις συμβάσεις. Τα κοστούμια κι οι χώροι έχουν μια έντονη λαμπρότητα, ενώ ο ρεαλισμός επιτάσσει τους Αυστριακούς να μιλάνε στη γλώσσα τους και την αρκετά ακριβή ιστορικά αποτύπωση της περιόδου, που είναι ο καμβάς αυτής της ερωτικής τραγωδίας. Η ταινία του 1954 έχει βασιστεί στο πιο διάσημο μυθιστόρημα του Camillo Boito (1882) με τον ίδιο τίτλο. Στο σενάριο έγινε πολλή δουλειά, με τη συμμετοχή του ίδιου του σκηνοθέτη και άλλων 6 σεναριογράφων, ανάμεσα στους οποίους φιγουράρει το όνομα του Tennessee Williams, ο οποίος βοήθησε στους διαλόγους.
(Στην παράγραφο αυτή υπάρχουν spoiler) Εκπληκτική στην ερμηνεία της η πρωταγωνίστρια Alida Valli. Πέρα από τη γοητεία της και τον έντονο τρόπο που αποδίδει τις μεταβολές, στις οποίες την ωθεί- αυτή, μια παντρεμένη γυναίκα καθωσπρέπει και αγωνίστρια για την ιταλική ελευθερία- ο έρωτας της για έναν από τους κατακτητές. Προκειμένου να γλιτώσει τον Φραντς Μάλερ (Farley Granger) από τον πόλεμο, του δίνει λεφτά που ανήκαν στην επανάσταση. Αυτός λαδώνει έναν γιατρό και του δίνει χαρτί ότι δεν μπορεί να πολεμήσει. Όμως στη συνέχεια, εν μέρει λόγω του πληγωμένου του εγωισμού, εν μέρει γιατί είναι παλιοχαρακτήρας, προδίδει και εξευτελίζει την ερωμένη του. Κι αυτή που παράτησε τα πάντα, για χάρη του, τον καταδίδει στις αυστριακές αρχές. Η αντίθεση που δημιουργείται από τα ακραία πάθη, που έχουν προηγηθεί και τον ψυχρό τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνει ο στρατός, για να κλείσει την υπόθεση, είναι ιταλικός νεορεαλισμός στα καλύτερά του. Ο τρόπος που κινηματογραφείται η εκτέλεση του Φραντς Μάλερ, μπορεί να σταθεί δίπλα στις εικόνες εκτελεστικών αποσπασμάτων των πινέλων του Γκόγια και του Μανέ. Ο τρόπος που δείχνεται η σύλληψη και η εκτέλεση, με τον καταδικασμένο σε θάνατο από μακριά, χωρίς κανένα κοντινό πλάνο, σαν να είναι ένα τίποτα, αποδίδει με τέλειο τρόπο την απόλυτη ψυχρότητα με την οποία λειτουργούν το Κράτος και η Βία. Κι ενώ παράλληλα, σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος, η κόμισσα Σαρπιέρι σπαράζει από τις τύψεις της, για το κακό που του έκανε, σε μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της Valli στην ταινία.
Συνολικά, πρόκειται για μια γοητευτική και παθιασμένη ταινία, ό,τι πρέπει για σινεφίλ, στους οποίους αρέσουν τα έντονα ερωτικά δράματα. Ιδίως αν ενδιαφέρονται για ένα καλλιτεχνικό ρεύμα, όπως ο ιταλικός νεορεαλισμός, που αναζωογόνησε πολύ το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σινεμά μεταπολεμικά.
Γιώργος Σμυρνής