Είδαμε το “Αρμαντέιλ” στο Σύγχρονο Θέατρο- Λογοτεχνικό σίριαλ
«Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον» μας λέει με το δικό του τρόπο το “Αρμαντέιλ” του Wilkie Collins. Αυτό είναι το συμπέρασμα που βγαίνει μέσα από τις επικίνδυνες σχέσεις, τους μοιραίους έρωτες, τις σκοτεινές δολοπλοκίες, τα εγκλήματα και τα πάμπολλα γεγονότα ενός τεράστιου μυθιστορήματος. Το έργο «Αρμαντέιλ» σκηνοθετεί σε θεατρική διασκευή ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης στο Σύγχρονο Θέατρο.
Μία παράξενη διαθήκη γραμμένη από το νεκροκρέβατο ενός ευγενούς το 1832, οδηγεί σε μια περίεργη ιστορία μυστηρίου, και εμπλέκει 20 χρόνια αργότερα δύο νέους, κάτω από την κατάρα του κοινού ονόματός τους. Αρμαντέιλ. Μια σειρά από μοιραίους έρωτες, δολοπλοκίες και δολοφονίες αναπτύσσονται. Και μια μυστηριώδης και όμορφη γυναίκα, η Λύντια Γκουίλτ,αναδεικνύεται ως μια χαρακτηριστική femme fatale.
Το Αρμαντέιλ αρχικά εκδιδόταν τμηματικά στο Cornhill Magazine (σε 20 τεύχη το μήνα). Το πρώτο μέρος του έργου εμφανίσθηκε το Νοέμβριο του 1864 και το τελευταίο τον Ιούνιο του 1866. Το Μάιο 1866 κυκλοφόρησε και ως ενιαία δίτομη έκδοση. Αυτή η λογική του λογοτεχνικού σίριαλ, η οποία αναπτύχθηκε εξαιτίας του ότι το έργο εκδιδόταν τμηματικά σε λογοτεχνικό περιοδικό, φαίνεται ότι έχει επηρεάσει και τη μορφή του. Το μυθιστόρημα του Collins διαρκώς επινοεί τρόπους, για να τραβάει περαιτέρω την πλοκή του έργου, αλλά και να μαγνητίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ώστε να διαβάσει τη συνέχεια στο επόμενο τεύχος. Έτσι καθυστερεί διαρκώς την τελική λύση, που έρχεται μετά από πάρα πολλά τεύχη, για να αποδείξει ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την τραγική του μοίρα. Ούτε καν η Λύντια Γκουίλτ, η οποία πληρώνει τελικά το γεγονός ότι δεν μπορούν να συνδυαστούν η ανθρωπιά και η απανθρωπιά.
Το έργο θυμίζει κάπως τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Λα Κλος, ιδίως στο κομμάτι της ερωτικής ίντριγκας, αλλά και της χρήσης του ευρήματος των επιστολών για την ανάπτυξη της αφήγησης. Βέβαια, δεν είναι τόσο πρωτότυπο, όσο το έργο του Λα Κλος, ούτε έχει τον αισθησιασμό του γαλλικού κλασικού μυθιστορήματος. Από την άλλη, προσθέτει στοιχεία, όπως μια ατμόσφαιρα θρίλερ και αστυνομικού σασπένς, αλλά και υπερφυσικά χαρακτηριστικά, που έχουν να κάνουν κυρίως με μια ακατανίκητη δύναμη του πεπρωμένου.
Το σύνθετο ρόλο της Γκουίλτ, μιας γυναίκας που ερωτεύεται το καλό σε έναν άνθρωπο, αλλά παράλληλα προσπαθεί να πράξει ένα απάνθρωπο έγκλημα, σηκώνει πολύ αποτελεσματικά στις πλάτες της η Μαρία Κίτσου. Η ηθοποιός αυτή είναι ένα μεγάλο ατού της παράστασης, με την εξαιρετική ερμηνεία της. Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ασπιώτης έχει καλή παρουσία και υποκριτικά, ενώ, στα σημεία του έρωτά του με την Λύντια Γκουίλτ έχει πολύ καλή χημεία με την πρωταγωνίστρια. Οι ερμηνείες δεν κινούνται όλες στο ίδιο αξιόλογο επίπεδο, αλλά σε γενικές γραμμές είναι από τα καλά σημεία της παράστασης. Σκηνοθετικά, η δουλειά του, χωρίς να εντυπωσιάζει, δείχνει ωριμότητα και καταφέρνει να συνδυάσει ευρήματα του μοντέρνου θεάτρου με την μυθιστορηματική πλοκή και τη διαλογική μορφή.
Η σκηνογραφία της παράστασης είναι λιτή. Αντίθετα, τα κοστούμια έχουν ενδιαφέρον, κυρίως γιατί έχουν την γοητεία και την ατμόσφαιρα του έργου εποχής. Το εύρημα με το μικρόφωνο, για την απαγγελία των πάμπολλων επιστολών είναι λειτουργικό, αλλά η συνεχής επανάληψή του κάπου κουράζει.
Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι προς τι η τεράστια διάρκεια της παράστασης. Η παράσταση που είδα ξεπερνούσε τις 4 ώρες (με δύο διαλείμματα). Ούτε το βάθος των νοημάτων του έργου, ούτε η έκταση των σκηνοθετικών ευρημάτων δικαιολογούν την τόσο μεγάλη του διάρκεια. Νομίζω, ότι ο σκηνοθέτης, γοητευμένος από το έργο του Collins, κράτησε πολύ μεγαλύτερο μέρος του έργου από όσο χρειαζόταν, καθώς υπάρχουν αρκετές επαναλήψεις και ανακυκλώσεις. Πρέπει να ομολογήσω, βέβαια, ότι η πλοκή σε ιντριγκάρει αρκετά να κάτσεις μέχρι το τέλος του έργου, για να δεις πώς τελειώνει. Πάντως, εκτιμώ ότι έπρεπε να επιταχυνθεί αρκετά η αφήγηση, προς όφελος της παράστασης, η οποία θα ήταν λιγότερο δύσκολη στην παρακολούθηση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Το Αρμαντέιλ έχει πλοκή που σε τραβάει και κάποιες καλές ερμηνείες, με κυριότερη αυτή της πολύ καλής πρωταγωνίστριας Μαρίας Κίτσου. Όμως, η διάρκεια του είναι πολύ μεγάλη και κάνει πιο κουραστική την παράσταση από όσο χρειάζεται.
Γιώργος Σμυρνής