Να Κάθεσαι Και Να Κοιτάς
Η Αντιγόνη αναγκάζεται να αφήσει την Αθήνα για μια επαρχιακή κωμόπολη. Προσπαθεί να προσαρμοστεί, αλλά «τρώει φρίκη» με αυτά που βλέπει στην κλειστή κοινωνία. Καταλαβαίνει ότι το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» χωρίς να αντιδράς δεν της πάει και ορθώνει το ανάστημά της στην αδικία.
Η ταινία του Γιώργου Σερβετά προσπαθεί να δημιουργήσει μία αντίθεση καλός- κακός, μέσα σε ένα «σάπιο» κλειστό, απομονωτικό, με ρατσιστικές, ξενοφοβικές και φαλλοκρατικές τάσεις σύστημα. Η εκμετάλλευση υπάρχει σε όλα τα επίπεδα, το κουκούλωμα είναι το αγαπημένο σπορ των κατοίκων και οι γυναίκες τρώνε ξύλο και δεν μιλάνε. Οι καλοί άνθρωποι της περιοχής αηδιασμένοι από το αισχρό αυτό καθεστώς παίρνουν τα όρη και τα βουνά.
Ένας παντρεμένος τα έχει με την κολλητή της Αντιγόνης, η οποία έχει παράξενες τάσεις κλεπτομανίας. (Και λέω παράξενες, γιατί πάντα κλέβει από το ίδιο σούπερ μάρκετ, αυτό του γκόμενου της, όπου πάντα την πιάνουν οι φύλακες, γιατί την έχουν σταμπάρει.) Ο παντρεμένος είναι ο κακός της ιστορίας, μισεί τις γυναίκες, δεν έχει ίχνος ανθρωπιάς, είναι ρατσιστής, εκμεταλλευτής, ψεύτης, βίαιος κτλ. Μαζί του έχει ένα σύστημα, που αρέσκεται να κουκουλώνει τις παλιανθρωπιές των δήθεν ευυπόληπτων πολιτών.
Εκτός από εραστής της φίλης της Αντιγόνης, είναι και φίλος με τον εραστή της ίδιας, έναν νεαρό άντρα, που τον έχει υπάλληλό του. Εκεί υπάρχει ένα παράξενο (κρυφο-ομοφυλοφιλικό;) δέσιμο ανάμεσα στους δύο άντρες, που μπερδεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Η βία εναντίον των γυναικών μοιάζει να είναι ιδεολογία στην περιοχή, αλλά η Αντιγόνη, βλέποντας τη φίλη της να υποφέρει ορθώνει το ανάστημά της. Και το κοινωνικό δράμα μετατρέπεται σε γουέστερν.
Το έργο περιγράφει με έναν αρκετά επιφανειακό τρόπο τη σύγκρουση καλού- κακού και διάφορα κοινωνικά προβλήματα, που προκύπτουν σε κλειστές κοινωνίες. Δεν είναι ιδιαίτερα πειστική στην προσέγγισή της, ενώ δεν αποφεύγει την πεπατημένη της βίας, που υπάρχει σε πάρα πολλές ελληνικές ταινίες τον τελευταίο καιρό. Οι κακοί είναι μονόπλευρα κακοί, ενώ το συναίσθημα που βγαίνει από τη ζωή σε αυτή την περιοχή είναι μάλλον πνιγηρό.
Ως προς τις ερμηνείες, ο Νίκος Γεωργάκης ερμηνεύει πολύ αποτελεσματικά τον πλήρως απωθητικό ρόλο του κακού παντρεμένου μισογύνη εγκληματία και άλλα άντρα στην ταινία. Κρίμα που ο ρόλος του δεν είναι πιο καλογραμμένος, ώστε να βλέπαμε περισσότερα από το ταλέντο αυτού του αξιόλογου ηθοποιού. Καλές στις ερμηνείες τους είναι τόσο η τσαμπουκαλεμένη Αντιγόνη (Μαρίνα Συμεού), όσο και η εύθραυστη φίλη της (Μαριάνθη Παντελοπούλου), οι οποίες δίνουν και μια νότα σεξ απίλ στο έργο.
Ο νεαρός Γιώργος Καφετζόπουλος ερμηνεύει, τον σύντροφο της Αντιγόνης και φίλο του μεγάλου εχθρού της. Στην πορεία θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην φιλία και τον έρωτα, αν και φαίνεται ότι δεν έχει αρκετό μυαλό για δύσκολες επιλογές. Ο Καφετζόπουλος σε αυτόν τον ρόλο δεν έδειξε και σπουδαία πράγματα. Στις περισσότερες σκηνές απλά απαγγέλλει μάλλον άχρωμα τις ατάκες του, παρά παίζει.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» προσπαθεί να αναδείξει έναν κοινωνικό προβληματισμό, αλλά δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη του εύκολου καταγγελτισμού και της βίας. Ένα κάπως άχρωμο έργο, με κάποιες αναλαμπές και μια δυναμική τελικά αντίδραση στην αδικία, αλλά όχι τόσο διεισδυτικό, όσο χρειάζεται.
Γιώργος Σμυρνής