Βαλς Για Τη Μόνικα
Μπορεί το όνομα Monica Zetterlund να μην λέει πολλά για το ευρύ κοινό, όμως σχεδόν όλοι έχετε ακούσει τη φωνή της. Η ζωή της Σουηδής τραγουδίστριας που άλλαξε τον ρου της σουηδικής τζαζ στη βιογραφική ταινία “Βαλς για τη Μόνικα” του Δανού σκηνοθέτη Per Fly.
Φιλόδοξη και όμορφη, μητέρα ενός κοριτσιού που το αφήνει συνέχεια στους γονείς της- κι ας γκρινιάζουν- προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρό της σε μια εποχή που η τυπική θέση της γυναίκας είναι να κάνει οικογένεια και να φροντίζει στο σπίτι. Βρίσκεται στην Αμερική και πέφτει θύμα ρατσισμού. Την κατεβάζουν από την σκηνή όχι επειδή είναι μαύρη, αλλά επειδή δεν νοείται μια λευκή και ξανθιά κουκλάρα να τραγουδάει μαζί με μαύρους. Αυτά στην Αμερική του 50. Στη συνέχεια συναντάει κι άλλες αναποδιές, αλλά βρίσκει τον δρόμο της όταν αποφασίζει να τραγουδήσει τζαζ στα σουηδικά. Η καριέρα της εκτινάσσεται, γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο ενός σκηνοθέτη κι όλα της πάνε πρίμα. Όμως, ένα έργο πρέπει να έχει και το δράμα του, οπότε η κοπέλα αντιμετωπίζει προβλήματα αλκοολισμού και με τη σχέση της, γίνεται αλκοολική, συναντάει και άλλες επαγγελματικές αναποδιές. Όμως, διατηρεί το κουράγιο της και συνεχίζει. Η Monica Z (ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας) αποδεικνύεται σκληρό καρύδι.
Καλογυρισμένο έργο, με ωραία φωτογραφία, πειστικές ερμηνείες, μια αιθέρια πρωταγωνίστρια και υπέροχες τζαζ μελωδίες, ενώ δίνει κάπως και το κλίμα της εποχής- απαραίτητο χαρακτηριστικό για μία ταινία εποχής. Επίσης, δεν είναι σε καμία περίπτωση αγιογραφία της ηρωίδας, αλλά παρουσιάζει τις αρνητικές της πλευρές, τη ματαιοδοξία της, τον κυκλοθυμικό της χαρακτήρα και τις αυτοκαταστροφικές της τάσεις. Ωστόσο, γίνεται υπερβολικά φανερό πως ακολουθεί κλασικές σεναριακές φόρμες, με μια τυπική και πολυφορεμένη διαδοχή του δραματικού με το χαρούμενο και πάρει λέγοντας. Επίσης, ρέπει αρκετά προς τον μελοδραματισμό, αν και καταφέρνει να σε συγκινήσει, κυρίως χάρη στην πειστικότητα των ερμηνειών. Ιδίως η προβληματική σχέση της χαρισματικής αλλά κι εύθραυστης Monica (Edda Magnason) με τον πατέρα της, τον οποίο ερμηνεύει πολύ καλά ο Kjell Bergqvist, βγάζει ενδιαφέρουσες εντάσεις. Λίγο κλισέ είναι και το φινάλε, το οποίο θυμίζει ελληνική ταινία του λεγόμενου “παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου”.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Είναι μια συμπαθητική και αρκετά ψυχαγωγική ταινία. Καλογυρισμένη, με όμορφη μουσική και μια λαμπερή πρωταγωνίστρια. Θα μπορούσε όμως να είναι πιο πρωτότυπη και να μη χρησιμοποιεί σε τέτοια έκταση τυποποιημένες συνταγές και φόρμες. Για τους λάτρεις της μουσικής και ιδίως της τζαζ, είναι ό,τι πρέπει.
Γιώργος Σμυρνής