Wild Duck
Σκάνδαλα υποκλοπών, ραδιενέργεια και εταιρικές συνωμοσίες εις βάρος της υγείας των απλών ανθρώπων σε μία ταινία που εξετάζει τον αδιαφανή κόσμο των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Σε έναν κόσμο, όπου κυριαρχεί η διαφθορά, υπάρχει περιθώριο για μία ηθική στάση; Και πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι αυτή;
Η ταινία παρουσιάζει τα ηθικά διλήμματα του κεντρικού χαρακτήρα, ενός ανθρώπου, του Δημήτρη, που είναι ατσίδα στα συστήματα κινητής τηλεφωνίας. Όμως, προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί, γιατί αυτά που έχει δει τον έχουν πειράξει. Όμως αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, έχει πάρε- δώσε με τοκογλύφους και χρειάζεται μια τελευταία δουλειά. Εντοπίζει ένα δίκτυο υποκλοπών εις βάρος της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που τον προσέλαβε μέσα σε μια πολυκατοικία. Ανακαλύπτει παράλληλα ότι στην πολυκατοικία μία ένοικος (την οποία ερμηνεύει η Θέμις Μπαζάκα) παθαίνει καρκίνο.
Ο Δημήτρης είναι πεπεισμένος ότι οφείλεται στη ραδιενέργεια της κεραίας. Και τότε ξεκινούν τα ηθικά διλήμματα. Από την εταιρεία που τον προσέλαβε του ζητούν να μην πει τίποτα, γιατί παίζονται ύποπτα παιχνίδια. Από την άλλη, νιώθει υπεύθυνος απέναντι στην άρρωστη γυναίκα.
Αν αυτή η ταινία είχε γυριστεί στην Αμερική, το πιθανότερο είναι να εστίαζε στο σασπένς και στην περιπέτεια. Θα βλέπαμε τότε σκοτεινές συνωμοσίες, συνεχείς ανατροπές και μπόλικη δράση. Αυτά τα στοιχεία στην ελληνική ταινία δεν υπάρχουν. Εστιάζει στα ηθικά διλήμματα του πρωταγωνιστή και στη συναισθηματική σχέση, ευθύνης, αλλά και προσωπική, που αναπτύσσει στην πορεία με την καρκινοπαθή γυναίκα.
Όμως, το έργο δίνει και μια διέξοδο, ως στάση ζωής. Εκφράζει ένα μήνυμα ασυνήθιστα αισιόδοξο, για ελληνική ταινία κοινωνικού προβληματισμού, υπογραμμίζοντας ότι μια συλλογική δράση και η αποκάλυψη της αλήθειας μπορεί να κάνει τη ζωή των ανθρώπων καλύτερη και να σταματήσει ύποπτα σχέδια και τυχοδιωκτικές πρακτικές, ακόμα κι αν αυτές προέρχονται από σκοτεινά κυκλώματα κι έχουν δυνατές πλάτες. Αυτή είναι, θεωρώ, και η ποιότητα της ταινίας.
Ως προς τις ερμηνείες, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης σηκώνει στις πλάτες του το βάρος της ερμηνείας του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας με πολύ αξιόλογο τρόπο. Η πειστικότητα της ερμηνείας του φαίνεται όχι μόνο από το υποκριτικό του ταλέντο, αλλά κι από την προσοχή σε λεπτομέρειες: πχ σε μια σκηνή βγάζει έναν κοριό από ένα τηλέφωνο με ταχύτητα σχεδόν ταχυδακτυλουργική, όπως θα το έκανε ένας επαγγελματίας στον χώρο της τηλεφωνίας. Η Θέμις Μπαζάκα με το συναισθηματισμό της και την φυσικότητά της καταφέρνει να δώσει μια όμορφη ερμηνεία. Εξίσου καλός είναι στον μικρό του ρόλο ο επίσης βετεράνος Ηλίας Λογοθέτης (ερμηνεύει ένα ανώτερο στέλεχος της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας). Ο δεξιοτέχνης ηθοποιός μπορεί να χρωματίσει συναισθηματικά με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο μία ατάκα, αλλά και μέσα από αυτήν να αποτυπώσει και μια ολόκληρη κοινωνική νοοτροπία. Αξιόλογη είναι κι η ερμηνεία του συνεργάτη του Λογοθέτη στην ταινία, του Γιώργου Πυρπασόπουλου, ενώ κι ο Γιάννης Στάνκογλου δεν είναι κακός στον ρόλο του τοκογλύφου, έναν ρόλο που ξεκινά αντιπαθητικός, αλλά στην πορεία γίνεται συμπαθής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα και αξιόλογη ταινία, που προβάλλει σκοτεινές συνωμοσίες, όχι όμως με εξωπραγματικούς τρόπους. Άλλωστε, όπως διευκρινίζεται, το σενάριο βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα, που τους αφηγήθηκε «μια φίλη». Όμως, δεν εμμένει στη σαπίλα της κοινωνίας και των σαθρών κυκλωμάτων, όπως άλλες ελληνικές ταινίες, αλλά προβάλλει μία ηθική και αισιόδοξη στάση, που προτείνει μια διέξοδο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Γιώργος Σμυρνής