Η Σοφία Βάρη, Ελληνίδα στην καταγωγή με πολυπολιτισμική όμως εικαστική παιδεία και διεθνή καλλιτεχνική παρουσία από παραστατική ζωγράφος στα πρώτα της βήματα, στράφηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στην γλυπτική όπου και διακρίθηκε. Χωρίς να ενταχθεί σε σχολές σκέψεις και κινήματα καλλιτεχνικά, απεξαρτημένη από παγιωμένες αντιλήψεις, αναζήτησε με τόλμη και πάθος τα δικά της πρότυπα αναφορών που συνέβαλαν στην διάπλαση του δικού της μορφικού και εικονογραφικού κόσμου. Σκοπός του αφιερώματος είναι να αναδειχθούν οι πολλαπλές εικονοποιητικές μεταλλάξεις τις οποίες επινοεί ευρηματικά με την δύναμη της φαντασίας της και αποδίδει με ταλέντο και με μια πρωτότυπη και ιδιόμορφη διαλεκτική με τη φόρμα.
Στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου της έκθεσης, o επιμελητής της έκθεσης και διευθυντής του Μουσείου, κύριος Κυριάκος Κουτσομάλλης αναφέρει μεταξύ άλλων:
“Η τέχνη φαίνεται να υπήρξε για τη Σοφία Βάρη μια προδιαγεγραμμένη πορεία. […] Από πολύ νωρίς ένιωσε να ριζώνει μέσα της διακαώς ο πόθος της γι αυτήν. Ήταν μια πρόκληση, την πραγμάτωση της οποίας επεδίωξε με εμμονή και πάθος. Το πέτυχε επινοώντας μια δική της πλαστική γλώσσα, δικούς της συντακτικούς κώδικες γραφής, οι οποίοι, με γνώμονα τις απαιτήσεις του δικού της δημιουργικού χρόνου, διασφάλισαν στο έργο της πρωτοτυπία, ανθεκτικότητα και αυθεντικότητα. […] Με διάθεση απεξάρτησης από παγιωμένες θέσεις και αντιλήψεις, με τη φρεσκάδα του ασυμβίβαστου νεανικού πάθους αναζήτησε τις δικές της θέσεις, οι οποίες παρότι πρόσκεινται σε ιδιώματα νεωτερικών τάσεων, εγνωσμένα απέφυγε την ένταξή της σε ομάδες καλλιτεχνικές, σε σχολές ή ρεύματα. […] Αν το έργο της σε όλες του τις μορφές και κατηγορίες έτυχε της γενικότερης αποδοχής, της ευρύτερης υποδοχής και εμβέλειας είναι γιατί, σθεναρά, με δυνάμεις που δεν καταστέλλονται από συγκυριακές αντιξόοτητες και εφήμερες πρακτικές, διεκδίκησε από τον εαυτό της το δικαίωμα να εκφράσει τα προσωπικά της οράματα, με κριτήρια υποκειμενικά και καθοδηγητική αρχή την δική της εγγενή συγκινησιακή δύναμη και ιδιοσυγκρασιακή της ευαισθησία και ελευθερία. […] Μέσα από μια υπαινικτική, ημιαφαιρετική διαδικασία στα πρώτα της χρόνια, που χαρακτηρίζεται από δισδιάστατες, δύσπλαστες, διογκωμένες, ανθρωποκεντρικές ή ζωομορφικές φιγούρες, θα οδηγηθεί στη συνέχεια σε εντελώς αντιρεαλιστικές δημιουργίες με προεκτάσεις σουρεαλιστικές. […] Η Σοφία Βάρη, Ελληνίδα μεν την καταγωγή, έχοντας όμως ελάχιστα ζήσει στην Ελλάδα, βιώνει την ελληνικότητά της χωρίς επιμερισμούς, και με τρόπο που να λειτουργούν όλες οι ανάγκες της ψυχής ως ενιαία, αδιαίρετη και αδήριτη ανάγκη. Η ελληνικότητά της ένθετα ενυπάρχει στην σκέψη και στη συνείδησή της και αναδύεται ως μνήμη, ως συνειρμός, ως γνώση διαχρονική. […] Με μια ακόρεστη περιέργεια αναζητά τον εαυτό της σε ανοιχτούς ορίζοντες. Σε τόπους που γέννησαν πολιτισμό και άνοιξαν δρόμους και τούτο γιατί γνωρίζει ότι το αμιγές, το μονοσήματο και το μονοδιάστατο είναι έννοιες ασυμβίβαστες με την εξέλιξη στην τέχνη. Ό,τι το νέο προκύπτει από τη μίξη πολιτισμών. Με συγκλίσεις και αποκλίσεις κι όταν οι δρόμοι διασταυρώνονται με νέες ιδέες. Με ιδέες που υπεκφεύγουν από το στερεότυπο και το κατεστημένο. […] Όσο καταλυτικές κι αν υπήρξαν οι επιδράσεις από τον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο, εγκατέλειψε τα προσχήματα, τα οποία νομοτελειακά απορρέουν από τις αντιλήψεις, τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις που τις εξέθρεψαν και ενήργησε με οξυδέρκεια και διορατικότητα και με τρόπο ώστε οι επιρροές αυτές να μην έχουν παρά μερικό μόνο βάρος. […] Κατά την πρώτη δεκαπενταετή περιπλάνησή της στον χώρο της δυσδιάστατης απεικόνισης «συγκεχυμένη» και αγωνιώδης φαίνεται να υπήρξε η πορεία της. Από το 1975 κι έπειτα, χωρίς να απεμπολεί τίποτα από την διαχρονική μνήμη, θεωρώντας απλώς τη ζωγραφική ως «ψευδαίσθηση», άρχισε να αναθεωρεί τους προσανατολισμούς της και να διαμορφώνει μια δική της αντίληψη της υφής και του χώρου, να γοητεύεται από την αίσθηση του απτού και τη στιβαρότητα της ύλης και να προσανατολίζει τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις προς την τρισδιάστατη φόρμα. […] Έκτοτε, η γλυπτική θα αποτελέσει το κυρίαρχο μέλημά της και μ’αυτήν θα επιβληθεί έχοντας αποβάλλει τις αβεβαιότητες των πρότερων διλημμάτων. Μ’αυτή θα αναζητήσει μια θέση σ’ένα χώρο δύσκολο και σε μια εποχή κατά την οποία οι κρατούσες ευρωπαϊκές τάσεις, μην έχοντας διαμορφώσει ένα κυρίαρχο ρεύμα, άφηναν στη γλυπτική την ελευθερία αναζήτησης πηγών τόσο στον πριμιτιβισμό όσο και στις εξωευρωπαϊκές αρχαϊκές τέχνες. […] Τα γλυπτά της με τη στιβαρότητα της δομής και τη μνημειακότητα του όγκου είναι σαν να έρχονται από τα βάθη του χρόνου για να προσλάβουν στο σήμερα με την αισθαντικότητα της πρωτογένειας και τις αναφορές στις αρχαϊκές μνήμες την ενσάρκωσή τους. […] Η Σοφία Βάρη συνέβαλε στο ανανεωτικό αίτημα του νεωτερισμού με μια νέα δική της διαλεκτική με τη φόρμα. Τα γλυπτά της, αν και ευχάριστα στην όραση όπως και στην αφή, θα ήταν άδικο να προσληφθούν ως εικόνες θεάματος μόνο κι όχι ως αποκρυσταλλωμένη ενέργεια που προκύπτει από την αγωνία της μετάλλαξης της πρωτογένειας σε σχήματα αποδεκτά και συμβατά με τις απαιτήσεις του δικού της χρόνου. Γι’ αυτό και τίποτα δεν ήταν εύκολο για εκείνη. Ως άλλη Camille Claudel, υπό διαφορετικές, εξυπακούεται, συνθήκες, κλήθηκε να εξοφλήσει στον εαυτό της το τίμημα των επιλογών της. Το δικαίωμα, δηλαδή, να καταπιαστεί με τα δύσκολα ως γυναίκα. Να δώσει σχήμα και μορφή στην άμορφη μάζα της ύλης. Το πράττει αδιάλειπτα με υπερβάσεις των δυσκολιών και με προτάσεις αισθητικής αρτιότητας και πρωτοτυπίας και την ελευθερία που της προσφέρει η αδέσμευτη λαξευτική και η εν γένει αναπλαστική χειρονομία.”
Την έκδοση του συνοδευτικού καταλόγου ανέλαβε ο εκδοτικός οίκος SKIRA.
Ιnfo
Διάρκεια έκθεσης: 29 Ιουνίου – 28 Σεπτεμβρίου 2014
Ώρες Λειτουργίας: Καθημερινά 11.00-15.00 και 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00,
Δευτέρα απόγευμα και Τρίτη κλειστά