MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
17
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Είδαμε την “οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά” για το Φεστιβάλ Αθηνών- Το μεγάλο αδιέξοδο…

Το δικαίωμα στην τεμπελιά, αλλά και στην απελπισία, στους δύσκολους σημερινούς καιρούς παρουσιάζονται σε μια παράσταση που μιλάει για το πιο σοβαρό κοινωνικό αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας- την ανεργία. “Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά” ανέβηκε στην Πειραιώς 260, 8 και 9 Ιουνίου για το Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο περιλαμβάνει δύο άλλα έργα, που έρχονται σε διάλογο ή σε αντιπαράθεση. Η «οδύνη των ανέργων» από τη μία και «το δικαίωμα στην τεμπελιά» από την άλλη.

Η «Οδύνη των ανέργων» είναι μια σειρά συνεντεύξεων που συνέλεξε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Σε αυτές άνθρωποι αυτοί μιλάνε για τις αγωνίες τους και την αίσθηση ότι είναι εγκλωβισμένοι και ανήμποροι. «Το Δικαίωμα στην τεμπελιά» είναι το διάσημο δοκίμιο του Πωλ Λαφάργκ, γαμπρού του Μαρξ, στο οποίο «αποκαθηλώνει» το δικαίωμα στην εργασία και εξηγεί με λίγα λόγια ότι η ποσότητα της εργασίας που χρειάζεται η κοινωνία είναι περιορισμένη, τόσο από τις ανάγκες που υπάρχουν, όσο και από την αφθονία της πρώτης ύλης. Άρα, αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να μοιράσουμε τη δουλειά «όπως μοιράζουμε το νερό σε ένα πλοίο, που βρίσκεται σε κίνδυνο».

Από τη μία έχουμε την υποχρέωση των ανθρώπων να βρουν δουλειά, ώστε να επιβιώσουν. Κι από την άλλη την άποψη ενός ιδιόρρυθμου λόγιου, που υπερασπίζεται το δικαίωμα του ανθρώπου να μην εργάζεται.  Ως προς το συναίσθημα που δημιουργούν, τα δύο μέρη έρχονται σε αντίθεση- όσο αντίθετο είναι το δικαίωμα από την υποχρέωση. Το «δικαίωμα στην τεμπελιά» με τον ιδιόρρυθμο λόγο του, που μοιάζει να σου λέει να μην σκας αν δεν εργάζεσαι, ακούγεται σχεδόν σαρκαστικό, όταν προηγούνται οι συνεντεύξεις των απελπισμένων ανέργων, που νιώθουν αποξενωμένοι κοινωνικά και ανήμποροι να καταναλώσουν (δεν είναι μικρό πράγμα να είσαι αποκομμένος από τα καταναλωτικά αγαθά), αλλά και να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.

Όμως, σε ιδεολογικό επίπεδο τα δύο κείμενα δεν νομίζω ότι συγκρούονται. Οι άνεργοι, που δηλώνουν πόσο υποφέρουν, είναι θύματα ενός οικονομικού συστήματος, που τους άφησε στο περιθώριο. Αυτό το οικονομικό σύστημα αμφισβητούν οι απόψεις του Λαφάργκ για το «δικαίωμα στην τεμπελιά». Τώρα, αν οι απόψεις του Λαφάργκ μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη ή είναι απλά σοφιστίες, είναι μια άλλη (και δύσκολη) συζήτηση.

Το έργο του Θοδωρή Γκόνη μιλάει, λοιπόν, για το πιο κρίσιμο κοινωνικό πρόβλημα αυτήν την περίοδο, την ανεργία, κάτι που το καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο. Και γίνεται ακόμα πιο σημερινό, καθώς το υλικό του είναι συνεντεύξεις σημερινών ανθρώπων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν έντονο ρεαλισμό, καθώς πραγματικοί άνθρωποι μιλούν για πραγματικά τους προβλήματα. Όπως έχει παραδεχθεί ο σκηνοθέτης, υπάρχει κι ένας έντονος ζόφος σε αυτές τις συνεντεύξεις και το αντιστάθμισμα σε αυτό υπήρξε το κείμενο του Λαφάργκ για το δικαίωμα στην τεμπελιά.

Οι συνεντεύξεις, ίσως, χρειάζονταν λίγο περισσότερο «χτένισμα», ώστε να μην έχουν τόσες επαναλήψεις και διάφορα κλισέ, που συνηθίζονται στον προφορικό λόγο. Το σχετικά δύσκολο ήταν να παρουσιαστούν αυτές οι συνεντεύξεις με θεατρικό τρόπο. Δεν έχουμε να κάνουμε με ντοκιμαντέρ, αλλά με θεατρικό έργο. Οι ηθοποιοί, χωρίς να εντυπωσιάζουν με τις ερμηνείες τους, καταφέρνουν να δώσουν με δραματική ένταση (σύγχρονη αισθητικά) την απελπισία των ανέργων. Κυρίως ήταν ο Παύλος Σταυρόπουλος σε έναν μονόλογό του προς το τέλος, αυτός που έδωσε το κάτι παραπάνω στην απαγγελία του κειμένου μίας συνέντευξης. Επίσης, η παράσταση δεν είχε πολλά σκηνοθετικά ευρήματα, για να συνοδεύουν το κείμενο.

Ενδιαφέρον σημείο της παράστασης ήταν κι εκείνο που μιλάει για τους ίδιους τους ηθοποιούς και τα τεράστια προβλήματα της ανεργίας που αντιμετωπίζουν. Από τη μία μιλούσαν με στοιχεία και συγκεκριμένους αριθμούς, ενώ κάνουν λόγο για την εκμετάλλευση του ηθοποιού, τη διαφορετική αντιμετώπιση που έχουν τα «πρώτα ονόματα» στο θέμα των πληρωμών και τον ακραίο ανταγωνισμό που δημιουργεί η αδυσώπητη ανεργία στον κλάδο. Αυτά συνοδεύονται με τη μελωδία του Χατζιδάκι από το «ηθοποιός σημαίνει φως». Σαν να σου λέει με πικρή ειρωνεία το έργο, με αυτή την επιλογή, ότι «ηθοποιός σημαίνει άνεργος» και όχι «φως».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Η παράσταση μιλάει με αρκετά σύγχρονο θεατρικά τρόπο για το πρόβλημα της ανεργίας. Δημιουργικά ο βαθμός δυσκολίας της παράστασης δεν είναι μεγάλος, ώστε να σε εντυπωσιάσει και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αντίστοιχα. Αλλά, πρέπει να πιστωθεί θετικά στο έργο, ότι αντιμετωπίζει με τολμηρό, ειλικρινή και έντιμο τρόπο ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις