Είδαμε τον «Ντον Τζοβάννι» στο Ηρώδειο- Γυναικάς στην Κόλαση
Ένας ακόλαστος αριστοκράτης εκμεταλλεύεται τις γυναίκες και βρίσκει την τιμωρία που του αξίζει μετά μουσικής. Μία όπερα που θεωρείται από τις καλύτερες όλων των εποχών, ο “Ντον Τζοβάννι” του Μότσαρτ ανέβηκε στο Ηρώδειο από την Εθνική Λυρική Σκηνή σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά.
Ο «Ντον Τζοβάννι» γράφτηκε το 1787 από το Μότσαρτ πάνω σε ιταλικό λιμπρέτο του Ντα Πόντε. Περιγράφει τις περιπέτειες ενός ακόλαστου αριστοκράτη, που αποπλανεί αμέτρητες γυναίκες, χρησιμοποιεί το ψεύδος κι όταν αυτό δεν δουλεύει, καταφεύγει και στη βία. Σε αντίθεση με τον προγενέστερο Δον Ζουάν του Μολιέρου, ο οποίος περιστρέφεται γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα, στον Ντον Τζοβάννι βλέπουμε πάρα πολύ τους ήρωες (και κυρίως τις ηρωίδες) που προσπαθούν να τον τιμωρήσουν και να τον εκδικηθούν. Στο τέλος τα καταφέρνουν, με μια θεαματική υπερφυσική παρέμβαση, που στέλνει τον Ντον Τζοβάννι στην Κόλαση.
Η όπερα κινείται ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό. Η τιμωρία του Ντον Τζοβάννι ήταν η τυπική μοίρα που περίμενε τους ακόλαστους στα έργα εκείνης της περιόδου. Κι η μουσική του Μότσαρτ, με τις ανάλαφρες μελωδίες της, υπογραμμίζει ότι το έργο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα δραματικό. Όμως, η ποιότητα της είναι απαράμιλλη. Άλλωστε, ο «Ντον Τζοβάννι» έχει υμνηθεί από δημιουργούς, όπως ο Τσαϊκόφσκι, ο Ουίτμαν ή ο Φλομπέρ, ως ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά δημιουργήματα όλων των εποχών.
Η προσέγγιση του σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά υιοθετεί την φεμινιστική ανάγνωση. Στο επίκεντρο τίθενται οι ενδυναμωμένες γυναικείες φιγούρες, που καταδιώκουν τον γυναικά και βίαιο ιππότη. Αυτή η βιαιότητα τοποθετείται σε ένα περιβάλλον που παραπέμπει στην ιταλική μαφία, παρά στην αριστοκρατία του 19ου αιώνα, ενώ τα πρόσωπα που εμφανίζονται στην σκηνή βγάζουν με μεγάλη ευκολία το όπλο.
Παράλληλα, επί σκηνής εμφανίζονται και άστεγοι άνθρωποι, οι οποίοι ελάχιστα συμμετέχουν στη δράση- είτε γιατί ο Χουβαρδάς ήθελε να δώσει και μία τραγική εικόνα του σήμερα. Ή γιατί ήθελε έτσι να αναδείξει με σημερινές εικόνες την κοινωνική ανισότητα, που τονίζεται και στην όπερα του Μότσαρτ, καθώς ένας έκφυλος αριστοκράτης βρίσκεται στο στόχαστρο από τα μέλη άλλων κοινωνικών ομάδων.
Ο Ντον Τζοβάννι δεν είναι ένας ηρωικός ηδονοθήρας που αψηφά το φόβο του θανάτου, για να μην αρνηθεί τον εαυτό του. Είναι ένας βίαιος άντρας, «ανασφαλής γόης και άεργος αλητόβιος», όπως τον περιγράφει ο Χουβαρδάς. Ο σκηνοθέτης κάνει λόγο και για «μια μανική συσσώρευση μιας σειράς σκληρών, βίαιων πράξεων εκ μέρους του Ντον Τζοβάννι εις βάρος όποιας γυναικείας μορφής- αλλά και ανδρικής, αν χρειαστεί- βρεθεί στο δρόμο του, αλλά, εν τέλει και κυρίως, εις βάρος του ίδιου του του εαυτού, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή». Στο σκηνοθετικό του σημείωμα τονίζει ακόμα: «Ο Ντον Τζοβάννι κακοποιεί τους πάντες και τα πάντα, αλλά πρωτίστως τον εαυτό του, ψάχνοντας τη βαθιά επαφή με κάτι, που προφανώς είχε στερηθεί από την παιδική του ηλικία». Φαίνεται, έτσι, και μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του κεντρικού χαρακτήρα, που ίσως είναι κι ο τρόπος για τον Χουβαρδά να ερμηνεύσει την άρνηση του Ντον Τζοβάννι να μετανοήσει ακόμα και μπροστά στην απειλή του θανάτου. Αλλά και στην εποχή που γράφτηκε ο Ντον Τζοβάννι (τέλη 19ου αιώνα), το τέλος του στην Κόλαση θα εκλαμβανόταν από το κοινό ως θεία δίκη για τις αμαρτίες ενός ακόλαστου και όχι σαν μια τραγική κορύφωση μιας ηρωικής μορφής.
Το καλοδουλεμένο στήσιμο της παράστασης δίνει φρέσκια αισθητική στο έργο. Η σκηνοθετική ματιά ξένισε σε κάποιους, ενώ ενθουσίασε κάποιους άλλους. Είναι πάντως περίεργο το ότι για μια τόσο ωραία όπερα έγινε τόσος λόγος για τον σκηνοθέτη. Και μάλιστα σε ένα είδος, στο οποίο αυτός έχει μικρότερες δυνατότητες να παρέμβει, σε σχέση με μία θεατρική παράσταση. Δεν μπορεί να πειράξει το λιμπρέτο, ούτε τη μουσική, ενώ οι ερμηνείες καθορίζονται κυρίως από μουσικά κριτήρια. Επίσης, μεγάλες δυσκολίες υπάρχουν στο να δώσεις μεγαλύτερη κίνηση στο συγκεκριμένο είδος.
Σε μουσικό επίπεδο, η παράσταση κινήθηκε στα αξιόλογα στάνταρντ της ορχήστρας υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού και των τραγουδιστών Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ως προς τις φωνές, θεωρώ ότι ξεχώρισαν κυρίως αυτές των γυναικών. Εντυπωσιακή ήταν φωνητικά η Μυρτώ Παπαθανασίου στον ρόλο της Ντόνα Αννα (13/6), την οποία ο Ντον Τζοβάννι αποπειράθηκε να βιάσει και μετά σκότωσε και τον πατέρα της σε μονομαχία.
Η σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη δίνουν έναν σύγχρονο χαρακτήρα στην παράσταση. Κεντρικό ρόλο παίζει κι ένα μπαρ – καντίνα στη μέσα της σκηνής, το οποίο λειτουργεί με διάφορους τρόπους. Εκεί μέσα εκτυλίσσονται οι δύο κορυφαίες στιγμές του έργου, η απόπειρα βιασμού της Ντόνα Άννα και η κάθοδος του Ντον Τζοβάννι στην Κόλαση, με τις εντυπωσιακές ηλεκτρικές λάμψεις.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Η παράσταση είδε με μια σύγχρονη σκηνοθετική ματιά τον «Ντον Τζοβάννι», χωρίς να προσπαθεί να τον εξιδανικεύσει. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αξιόλογο αισθητικά και εικαστικά θέαμα. Αλλά τον κυρίαρχο ρόλο σε ένα τόσο σημαντικό έργο εκ των πραγμάτων τον είχε η σπουδαία μουσική του Μότσαρτ.
Γιώργος Σμυρνής