Είδαμε το «Στη Σωφρονιστική Αποικία» για το Φεστιβάλ Αθηνών- Μηχανική βία
Μία τρομερή συσκευή βασανισμού, ένα δημιούργημα της τεχνολογίας στην υπηρεσία των μηχανισμών καταπίεσης είναι η πρωταγωνίστρια στο εφιαλτικό διήγημα “Στη σωφρονιστική Αποικία” του Φραντς Κάφκα. Το έργο μεταφέρεται στο θέατρο για το Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260, Αποθήκη σε σκηνοθεσία του Σάββα Στρούμπου.
Ο Φραντς Κάφκα έγραψε το μικρό διήγημα Στη Σωφρονιστική Αποικία το 1914 (εκδόθηκε το 1919), μέσα στις φλόγες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και κατέγραψε σε αυτό έναν εφιάλτη του. Μας μεταφέρει σε μια απροσδιόριστη χωροχρονικά αποικία σωφρονισμού, όπου η «δικαιοσύνη» αποδίδεται ως εξής: Ο Κατάδικος, χωρίς να γνωρίζει ούτε ποιο αδίκημα διέπραξε, ούτε ποια είναι η ποινή του, τοποθετείται σ’ ένα μηχάνημα βασανισμού, το οποίο εγγράφει μέχρι θανάτου στο σώμα του τον νόμο που παραβιάστηκε. Το καθεστώς που επιβάλλει αυτή την τιμωρία αργοπεθαίνει, για ν’ αντικατασταθεί από ένα εξίσου βάρβαρο, αν και με πιο ανθρώπινο πρόσωπο καθεστώς.
Το έργο με τις εφιαλτικές ατμόσφαιρες και την κριτική πάνω στους μηχανισμούς εξουσίας και τον επιστημονικό τρόπο με τον οποίο μπορούν να βασανίσουν και να εξοντώσουν, έχει και ψυχολογικές προεκτάσεις. Περιγράφει την οδυνηρή κατάσταση της εσωτερικευμένης ενοχής, την οποία έχει υποστεί το άτομο από τις κοινωνικές επιδράσεις.
Η παράσταση πραγματοποιείται σε έναν χώρο, ειδικά διαμορφωμένο ώστε να μοιάζει με γιαπί. Σίδερα που ξεχωρίζουν από το τσιμέντο, χρησιμοποιούνται για να δημιουργούν ηχητικά εφέ και μεταλλικούς ήχους. Ο θόρυβος συνοδεύει τον τρόμο και τον εφιάλτη από τον νοσηρό ορθολογισμό των εξουσιαστικών μηχανισμών, που περιγράφει ο Κάφκα. Οι ηθοποιοί, εμφανίζονται επί σκηνής είτε απαγγέλλοντας, είτε παρουσιάζοντας διάφορες δράσεις, με έντονο το στοιχείο του σωματικού θεάτρου και του βασανισμού του σώματος. Τα ρούχα που φοράνε, κυρίως κουρέλια, θυμίζουν μια κοινωνική παρακμή, φθορά, κόσμο του περιθωρίου. Παραπέμπουν και στο θέατρο του παραλόγου με τους κουρελήδες που τόσο αγαπούσε ο Σάμιουελ Μπέκετ, ιδίως στο «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Αυτή η απεικόνιση του σώματος που υποφέρει ή που πνίγεται εμμέσως και μεταφορικά συνδέεται με το κείμενο, που αποτυπώνει με διαφορετικούς τρόπους το σωματικό μαρτύριο, από αυτούς που βλέπουμε επί σκηνής. Είναι σαν να παρακολουθείς δύο διαφορετικά μαρτύρια: αυτό που περιγράφει ο Κάφκα και αυτό που παρουσιάζουν οι ηθοποιοί επί σκηνής. Τα σκηνοθετικά ευρήματα προσπαθούν να δώσουν μεγαλύτερη διάρκεια σε μια παράσταση που βασίζεται σε ένα μικρό κείμενο. Όμως, συχνά μοιάζουν να ακολουθούν δικούς τους δρόμους και όχι να υπογραμμίζουν τα στοιχεία και τα γεγονότα που καταθέτει η ιστορία του Κάφκα. Έτσι, δεν καταφέρνουν να κάνουν πιο ενδιαφέρουσα την παρακολούθηση αυτής της ιστορίας, αν και αυτό που παρακολουθούμε να κάνουν επί σκηνής οι ηθοποιοί είναι αρκετά καλό και έχει τη γοητεία του.
Οι τέσσερις ηθοποιοί της παράστασης ( Ηλίας Μελέτης, Ελεάνα Γεωργούλη, Δαυίδ Μαλτέζε, Δέσποινα Χατζηπαυλίδου) με μεγάλο δόσιμο εκτελούν τους ρόλους τους στην παράσταση, όπως την έχει συλλάβει ο Σάββας Στρούμπος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Η παράσταση παρουσιάζει τον εφιαλτικό κόσμο του Κάφκα, που εξακολουθεί να είναι επίκαιρος, καθώς μπαίνει με βάθος στην ανθρώπινη φύση. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες, όμως, η σκηνοθετική προσέγγιση δεν δίνει εικόνες ανάλογης φαντασίας και δύναμης, με αυτές που δίνει το έργο του Κάφκα.
Γιώργος Σμυρνής