Γκουλτούρα Απόψε: Ελένη
Είχαμε κάνει μεγαλόπνοες δηλώσεις τις ώρες και μέρες πριν το πρώτο ταξίδι μας Επίδαυρο για τη φετινή χρονιά, ίσως και αντιδρώντας στο υπερβολικά αρνητικό κλίμα που υπήρχε για το άνοιγμα των 60ών Επιδαυρίων από τον «26χρονο Δημἠτρη Καραντζά». Ως δηλωμένα Καραντζοfanboys (με τον Κυκλισμό του Τετραγώνου στο #1 των αγαπημένων μας φετινών παραστάσεων και το Έτσι Είναι να ακολουθεί πολύ κοντά στην 5άδα) έπρεπε κάπως να κρατήσουμε τις αντιστάσεις.Από τον Μανώλη ΒαμβούνηΠηγή: GKoultoura.gr
Προφητεύσαμε λοιπόν πως: «η Ελένη του Καραντζά θα είναι το θεατρικό γεγονός του καλοκαιριού – ή το καίμε το μπλογκ!»
Και λοιπόν; Ε, οκ, δεν άλλαξε για πάντα το πρόσωπο της Επιδαύρου, αλλά μην βιάζεστε να φέρετε και τα μπιτόνια. Ειδικά με τη διάθεση για γιουχάρισμα που είχαν οι (σίγουρα φορτωμένοι με οπωροκηπευτικά προϊόντα στις κερκίδες) «προστάτες του άβατου» της Επιδαύρου απέναντι στην ιεροσυλία του τόσο νέου σκηνοθέτη, μόνο και μόνο το ότι κατάφερε να μην ακουστεί ούτε ένα γιουχάισμα, παρά μόνο δυνατό χειροκρότημα, είναι ο Απόλυτος Θρίαμβος. Και μάλιστα, χωρίς στιγμή να το παίξει safe ή να σκεφτεί να προσαρμοστεί στα δικά τους μέτρα. Ναι, δεν μπόρεσε να φτάσει τον απάλευτα ψηλό πήχη που είχαν θέσει οι δυο προηγούμενες δουλειές του Καραντζά. Για πρώτη φορά, σε ένα τόσο σημαντικό χώρο που φημισμένα μεγεθύνει και δεν συγχωρεί παραπατήματα, φάνηκε η ηλικία του Καραντζά, και τα όσα καλά ή κακά συνεπάγεται αυτή. Το παιδί-θαύμα του ελληνικού θεάτρου έχει ακόμα θέματα να διευθετήσει και να «σιδερώσει», αλλά αυτό μόνο κακό δεν είναι.
Οι εννιά ηθοποιοί του θιάσου του Καραντζά δεν φοβήθηκαν τον χώρο της Επιδαύρου, τον μέτρησαν βήμα-βήμα, τον έτρεξαν περιμετρικά, σταματώντας και σηκώνοντας έντρομοι σύννεφα (νεφέλες;) σκόνης στα όρια του, ξάπλωσαν και κυλίστηκαν στο χώμα της ορχήστρας, ως που και σκούπισαν για να φιλήσουν τη θυμέλη. Τον έκαναν δικό τους – ακόμα και έτσι, γυμνό από σκηνικό (και επομένως ακόμα πιο επιβλητικό) πέρα από τα φορητά ηχεία-βαλίτσες που φέρνουν και αφήνουν στη σκηνή με την είσοδο τους. Αυτά αφήνουν σε σημαντικά σημεία ασύνδετους ήχους, σαν αντίλαλους που σπάνε το αιθέριο φράγμα μέσα στο γυμνό (και από μουσική) τοπίο, δίνοντας μια ιδέα από παλιές μουσικές, από άλλες χιλιετίες.
Σε μια ανατροπή του μύθου, ο Ευριπίδης αποκαλύπτει πως η Ωραία Ελένη στην Τροία δεν ήταν παρά ένα ψευδές φάσμα (ένα «πουκάμισο αδειανό», βρε παιδί), επινόηση των θεών, ενώ η πραγματική ζει φυγαδευμένη στην Αίγυπτο, όπου και την συναντά μετά τον πόλεμο ο Μενέλαος. Οι δυο τους θα αμφισβητήσουν, θα αλληλοαναγνωριστούν (και με βολική άφιξη αγγελιοφόρου θα επιβεβαιωθούν), θα κάνουν σχέδια στα όρια του κωμικού caper, θα δελεάσουν, θα ξεγελάσουν και στο τέλος θα ξεφύγουν, Ευτυχισμένοι. Αυτοί. Για τους άλλους, ποιος ενδιαφέρθηκε ποτέ;
Συνεχίζεται εδώ (χωρίς να εξελίσσεται όμως) η γνώριμη συνθήκη της επινόησης ή αποστασιοποίησης – οι εννέα ηθοποιοί λειτουργούν ως αφηγητές και σαν ένα σύνολο του Χορού, αλλά ταυτόχρονα βγαίνουν και μπαίνουν στα ξεχωριστά Πρόσωπα της τραγωδίας. Ενώ η συνθήκη προέκυψε οργανικά από τη διαδικασία του Έτσι Είναι Αν Έτσι Νομίζετε, εδώ λειτουργεί περισσότερο ενάντια στο έργο. Ακόμα χειρότερα, σχεδόν σαμποτάρει και το (δηλωμένα) κύριο ενδιαφέρον του σκηνοθέτη μέσα σε αυτό: την τραγικότητα του φινάλε για τον Χορό. Αν και έχουν υποφέρει τα ίδια ως δούλες μαζί με την Ελένη, στο τέλος εκείνη τις εγκαταλείπει χωρίς δεύτερη σκέψη, παρά μόνο με ψεύτικες υποσχέσεις για επιστροφή και σωτηρία τους «αργότερα», αποκαλύπτοντας τις ως τα πραγματικά τραγικά πρόσωπα. Ποιες είναι όμως οι γυναίκες του Χορού; Ενώ όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες έχουν τα σημεία του έργου στα οποία κρυσταλλώνονται μέσα από τον «αιθέρα» του πολυσώματου συνόλου, ο Χορός μένει πάντα… αόριστος, μακρινός. Δεν ξέρουμε τι περνάει, δεν ξέρουμε τι σκέφτετα, δεν μπορούμε να τον ταυτοποιήσουμε, είναι μόνιμα το υπόλοιπο που μένει από τους άλλους χαρακτήρες οι οποίοι συνεχώς προκύπτουν με αφαίρεση (ή κλοπή) από το σύνολο του.
Κανείς από τους χαρακτήρες δεν είναι όπως περιγράφεται, όπως υπονοεί ο μύθος του ονόματος τους. Η Ωραία Ελένη μεμψιμοιρεί για την τόση ομορφιά και της και γιατί, αχ, γιατί να μην είχε γεννηθεί άσχημη να μην υποφέρει τόσο. Αποδεικνύεται γρήγορα η αληθινή villain της Αιγύπτου, πονηρή και εκμεταλλεύτρια πολύ πριν την κορύφωση του έργου. Ο Μενέλαος αντίστοιχα -μια κωμική παρωδία δειλού ευγενούς και φλούφλη στρατηγού- συνοψίζεται από μια και μόνο χαρακτηριστική του κίνηση, όταν βγάζει προσεκτικά το λευκό σακάκι του για να το απλώσει στο χώμα του κοίλου πριν κάτσει δίπλα στην Ελένη, ώστε να μη λερώσει το ασορτί του παντελόνι.
Εκεί όμως όπου αυτή η προσέγγιση αντίθετα εκτοξεύεται είναι στις ερμηνείες της Θεονόης και του βασιλιά Θεοκλύμενου. Είναι οι μόνοι δυο βασικοί ρόλοι που δεν δόθηκαν σε «επιτροπή» (ή εκ περιτροπής) και βγαίνουν οι πιο ξεκάθαροι σαν γραμμή. Ακόμα περισσότερο από τον στα όρια του Φλωρινιωτισμού σαχλαμπούχλα Θεοκλύμενου, υπόδουλο όσο κανείς της δούλας του, Ελένης (εξ ου και το ιδιοφυές «Βασιλιάς, των δούλων»), η αδερφή του μάντισσα, Θεονόη, κλέβει ουσιαστικά την παράσταση. Φωτισμένη από τη Θεία νόηση, με τα χέρια στον αέρα περιπαικτικά σαν μαριονέτα (αλλά όχι, αλήθεια) των Θεών, έχει τον έλεγχο του παλατιου, της χώρας, και της ορχήστρας, με κάθε παραμικρό βλέμμα της και κάθε της δυνατή προσταγή.
Ο Καραντζάς εντοπίζει μέσα στην ήδη ιλαρή τραγωδία τα στοιχεία αυτά που χιλιετίες μετά θα αναγνωριστούν ως «φάρσα» και τα μεγεθύνει σε ανεκδιήγητο βαθμό, για να δείξει ακριβώς το κενό επικοινωνίας και συνειδητοποίησης ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του και τον κόσμο γύρω τους. Βοηθός του (αν όχι στήριγμα) αποτελεί η εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, η οποία εντόπισε στο αρχαίο κείμενο και απέδωσε με ευλαβική -κατά το δυνατόν- προσήλωση στο μέτρο, τον ρυθμό και τον ακριβή αριθμό των λέξεων σε κάθε πρόταση, τα υπονοούμενα και τα κωμικά στοιχεία του αρχαίου κειμένου. Πολύ σοφά πατάει σε κάθε μια λέξη από αυτές χωριστά, για να καθοδηγηθεί σε αυτό το ευφυώς φαρσικό σχήμα των ευγενών πρωταγωνιστών του. Αυτό είναι το μεγάλο του στοίχημα, και από τη στιγμή που δίνεται ολόψυχα σε αυτό (με την εμφάνιση του Μενελάου) η παράσταση μας είχε κερδίσει. Σε κάποια όρια που αυτό όμως αγγίζει τη διακωμώδηση, ξεγυμνώνει κάπως άβολα την πρώτη ζωή αυτής της σκηνοθετικής προσέγγισης, στην πρώτη εργασία του σκηνοθέτη πάνω στην Ελένη για την εφηβική σκηνή του Εθνικού.
Κι αν ξεφεύγει όμως, βοηθάει ακόμα περισσότερο στη μαχαιριά της τραγικότητας στην καρδιά του έργου. Αναδεικνύεται έτσι αδυσώπητα, ειδικά στο φόντο της καρτουνίστικης κωμωδίας και του χαζοχαρούμενου περιπετειώδους χάπι-εντ των δυο ξανασμιγμένων συζύγων, η απόλυτη τραγική συνειδητοποίηση. Όλος αυτός ο πόλεμος, ο χαμός, τον οποίο κοροΐδευαν πως έγινε για τα φουστάνια της Ελένης, δεν έγινε ούτε καν για αυτό, αλλά για το απόλυτο τίποτα. Για ένα όνομα. Και ποια διαφορά έχει στην ουσία αν η Ελένη ήταν ή δεν ήταν Η Ελένη; Και γιατί αυτή έμεινε εκεί, κρυμμένη, απορροφημένη στα drama queen θέματα της, χωρίς για 12 χρόνια να πει σε κανένα τίποτα για αυτά που συνέβαιναν στο όνομα της;
Στον απόηχο αυτής της καρικατουρίστικης εκτός ορίων φάρσας που ξετυλίγεται μπροστά μας, τα τελευταία λόγια των Θεών-αδερφών της Ελένης αντηχούν αντηχούν στην άδεια ορχήστρα σαν κραυγές από εικοσιπέντε Καραμπέτηδες:
Γιατί οι Θεοί δεν έχουν μίσος
για τους Ευγενείς
Οι δυσκολίες της ζωής είναι όλες
για τους Αφανείς.
3,5*
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Επιμέλεια κίνησης: Σταυρούλα Σιάμου
Μουσική: Ανρί Κεργκομάρ
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Καπράλου
Ερμηνεύουν: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Χαρά Ιωάννου, Γιάννης Κλίνης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Θύμιος Κούκιος, Άρης Μπαλής, Αντώνης Πριμηκύρης, Ελίνα Ρίζου, Δημήτρης Σαμόλης