MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
20
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

#LeaveKitsopoulouAlone!!!

Κάθε σπίτι και καημός, κάθε καημός και αίμα. Η Μάνα ζει με μόνο αποκούμπι τον τελευταίο της Γιο, ο οποίος της ανακοινώνει ότι θέλει να παντρευτεί. Η Νύφη όμως ήταν αρραβωνιασμένη και πιο παλιά, με τον Λεονάρδο, από το σόι των φονιάδων της οικογένειας τους. Τον Λεονάρδο που θα είναι κι αυτός στο γλέντι, αφού έχει πλέον παντρευτεί την ξαδέρφη της Νύφης. Το ό,τι στο γαμήλιο αυτό τραπέζι παρακάθεται ο Χάρος, μη σας ξαφνιάζει. Προοικονομία #Β_Γυμνασίου.Από τον Μανώλη ΒαμβούνηΠηγή: GKoultoura.gr

Monopoli Team

Φαίνεται ότι πολύς κόσμος έσπευσε να αποθεώσει την Κιτσοπούλου φέτος στην sold out Κοκκινοσκουφίτσα (subtitle: το Πρώτο Αίμα) της Στέγης, επειδή «τα χώνει» ή επειδή είναι η δημοφιλής «ανατρεπτική» που πρέπει να πεις πως είδες για να φαίνεσαι ψαγμένος. Πόσο ξένη ( = ψεύτικη) φαινόταν αυτή η προ δύο μηνών καθολική αποδοχή της Κιτσοπούλου από το ευρύ κοινό. Πόσοι έτρεξαν τώρα να προλάβουν εισιτήρια (στο γρηγορότερο sold out από τις παραγωγές του φεστιβάλ), για το exclusivity της εμπειρίας; Τώρα όμως που ο ίδιος κόσμος ήρθε αντιμέτωπος, όχι με μια «παλλαϊκή θεατρική γιορτή που περιμέναμε για να κάνουμε καλό καλοκαίρι» αλλά με την Κιτσοπούλου στο απόγειο της, κιότεψε, κουράστηκε ή απλά παραένιωσε πλέον άβολα. Ε, καλά σας κράζει.


Δεν θεωρώ ότι «κούρασε» η Κιτσοπούλου, ούτε ότι επαναλαμβάνεται.
Και σίγουρα ούτε ότι αναπαράγει Δελφινάριο (εμετούλης) ως ο Σεφερλής της γκουλτουριάρας. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν να είχε μια παράσταση μόνο βρισιές και σκυλάδικα. Όχι ότι έλειπαν κι αυτά. Και το αμετροεπές γνήσιο φαγοπότι (αλλά πάντα με τα αλουμινόχαρτα για μετά) με την άφθονη σαμπάνια «κερασμένη από τον κύριο Λούκο», και τα μάγκικα ζεϊμπέκικα, και το σπάσιμο του πιατικού, και τα μικρόφωνα για τις ευχές και ΦΥΣΙΚΑ για κουμπάρος ο καλτ ποδοσφαιριστής Σάββας Κωφίδης (έπρεπε να τον γκουγκλάρω, μη νομίζετε), έτσι, απλά για το πρεστίζ. Και φυσικά ΚΑΙ τα δημοτικά, και το σλόου με Johnny Logan και Το Προσκλητήριο, Μου Έπεσε απ’ τα Χέρια. Ναι, γίνεται. Είναι δυνατό. Είναι ΌΛΑ απαραίτητα για να φέρουν στη ζωή αυτό το μικροσύμπαν – αυτή την επαρχία-πρωταγωνιστή, η οποία παγιδεύει τους πάντες μέσα της με τις ψευτοσυνθήκες της τιμής και της αρετής.

Αυτή είναι η μανία του φαίνεσθαι στην επαρχία. Των ερωτευμένων, μόνο μπροστά στον κόσμο. Της χαρούμενης οικογένειας, μόνο έξω από το σπίτι. Του «περνάμε καλά εδώ πέρα», στο ΜΑΡΤΥΡΙΟ που είναι το γαμήλιο γλέντι με τα σόγια. Πρόκειται για μια τέτοια εμπειρία αργού ζωντανού θανάτου, για τόση άβολη και (ναι!) βασανιστική ΣΤΕΦΑΝΙΛΑ όσο έπρεπε, ώστε να σε βάλει νοητά στο μαρτύριο αυτών των νέων ανθρώπων, να σε κάνει να φτάσεις μαζί τους στο ΑΜΗΝ που τους επιτρέπει να πουν «άει γαμηθείτε» σε όλους και σε όλα, και (επιτέλους) να το σκάσουν. Χάνει σίγουρα τον έλεγχο του κάποια στιγμή, με τον τρόπο που κάθε τέτοιο γαμήλιο γλέντι ξεφεύγει από τα πλαναρισμά και καταλήγει να έχει τον ατελείωτο. Αν σας στράβωσε αυτό, χάσατε το νόημα. ΚΑΝΕΙΣ δεν περνάει καλά σε γάμους σογιών.

Όσο in-yer-face (ελληνιστί στα-μούτρα-σου-μαρή) είναι το γαμήλιο γλέντι, τόσο ιδιωτικά, κρυφά είναι τα υπόλοιπα κομμάτια του. Το πρώτο μέρος του έργου εκτυλίσσεται «κρυμμένο» μέσα στα μικρά, κλειστά στο κοινό, σπιτάκια. Το κοινό μπορεί μόνο να κλέβει ματιές και να «κρυφακούει» τις συνομιλίες του σαν κουτσομπόλα γειτόνισσα από το ανοιχτό παράθυρο (ή στο πιο σύγχρονο του, για τις πρωτευουσιάνες, από το φωταγωγό της πολυκατοικίας). Οι ήρωες δεν εμφανίζονται παρά μόνο σαν σκοτεινές φιγούρες με επιμελώς κρυμμένα πρόσωπα. Κανείς δεν γνωρίζει τον γείτονά του, κανείς δεν τον βλέπει πραγματικά πέρα από τη δημόσια εικόνα που θέλει αυτός να δείχνει (γι’ αυτό και η πρώτη φορά που τους βλέπουμε κι εμείς είναι πλέον στην εκκλησία και το γλέντι, στο δημόσιο show) καθώς και ό,τι αναπόφευκτα ξεφεύγει από τις χαραμάδες της εικόνας όταν αυτή καταρρέει. Αλλά αυτό έρχεται μετά. Μετά, όταν το σκάει η Νύφη με το Λεονάρδο· όταν όλες οι ψευδαισθήσεις διαλύονται και το φεγγάρι γίνεται κυριολεκτικά ο επί σκηνής προβολέας που ψάχνει να τους προδώσει, αλλά και το δημόσιο μάτι που προσπαθεί να παρεισφρήσει στις ιδιωτικές στιγμές της πόλης.

Πέρα από τους Κιτσοπουλισμούς στο γλέντι, η σκηνοθέτις δεν χρειάστηκε να προσθέσει κάτι στους χαρακτήρες πέρα από κάποια κοψίματα/ραψίματα σε σημεία της (μεγαλειώδους) μετάφρασης του Νίκου Γκάτσου για να τη φέρει στα μέτρα της χαρακτηριστικής ροής της. Είναι τόσο κοντά ο κόσμος που περιέγραφε ο Λόρκα με τη δική μας μικροαστική επαρχία. Η βλαχιά ήταν ήδη όλη εκεί, οι γονείς που παζαρεύουν τα παιδιά τους για αγροκτήματα, τα κουτσομπολιά, ο επαρχιακός μικροαστισμός. Απλά περίμεναν έναν τρόπο να εκδηλωθούν με τα χαρακτηριστικά της προσέγισης της Κιτσοπούλου: τη σαγήνη της απενοχοποιημένης λαϊκουριάς μέσα από μοντέρνο φακό και το subtext που μεγεθύνεται σε γκροτέσκα υπερβολή για να αποκαλύψει την αλήθεια αυτών των χαρακτήρων με τον πιο διαισθητικό τρόπο, εκεί, στις χειρότερες τους στιγμές, όπως κείτονται ξεγυμνωμένοι και ξεφτιλισμένοι.

Εκεί, όταν πηγαίνουν τη Νύφη κυριολεκτικά σηκωτή στην εκκλησία σαν σε νεκρώσιμη ακολουθία. Εκεί όταν η γυναίκα του Λεονάρδο (παρεξηγημένη τελικά Βίκυ Βολιώτη #natalemeayta), ντυμένη μουνάρα με κόκκινο κολλητό ξώπλατο στο γάμο της ξαδέρφης της (και πρώην γκόμενας του άντρα της, άρα διπλή κομπλεξική ανάγκη να δειχθεί), πετάει μανιασμένη γροθιές ρύζια με ορμή οπλοπολυβόλου στο ξωκλήσι, σούρνεται από το πόδι του άντρα της, καβαλάει το τραπέζι για αποφάγια αγάπης και στο τέλος τριγυρίζει σαν φάντασμα, ηττημένη, αγκαλιά με τον κουβά της σαμπάνιας για να εκσφενδονίζει τον εμετό της. Εκεί και όταν η Μάνα γδύνει τον γιο και του δείχνει καβάλα πως πρέπει να φέρεται στη γυναίκα του στο κρεβάτι (με το ανατριχιαστικό «να την αγκαλιάζεις τόσο ώστε να πονέσει») πριν βγάλει βυζί για να τον θηλάσει, στην κεφαλή του γαμήλιου τραπεζιού.

Μετά τον Καραθάνο δεν μπορώ να φανταστώ άλλη προσέγγιση στον ρόλο της Μάνας. Συγνώμη: #kamiaAnnaSynodinou. Ιεροσυλία; Έστω.

Όταν η Mάνα-Καραθάνος, με αυτό το ξασμένο από την κομμώτρια της γειτονιάς μαλλί και τους τόνους λακ, με το ταγεράκι της χήρας™, με το τακουνάκι και τη βεντάλια, περιγράφει πως έχωσε το δάχτυλο παπάρα μέσα στο αίμα του παιδιού της, νιώθεις την μεταλλική γεύση στη γλώσσα της, πικραίνεσαι και κόβεσαι μαζί της. Είναι αυτή η Μάνα και κάθε Μάνα που υπήρξε ποτέ: συγκινητική, εξαρτημένη, ασφυκτική, υστερική, αληθινή. Θέλεις να τη χαστουκίσεις, να τη σπάσεις στο ξύλο και μετά να την πάρεις αγκαλιά. Επειδή την έκανες (κι εσύ κι η ζωή) να κλάψει. Κι επειδή είναι ΜΑΝΑ. Μια αμετανόητα λαϊκή γυναίκα, προϊόν της επαρχίας και της εποχής της. Δεν μπορεί μια τέτοια λαϊκή γυναίκα να βιώσει μια τραγωδία, να μας μεταφέρει συναίσθημα;

Στο φινάλε, αυτή η Μάνα, με τα χέρια της στο λαιμό της Νύφης που της στέρησε το γιο, με αποπνικτικούς ρόγχους ασφυξίας και την ίδια την Κιτσοπούλου να ερμηνεύει στο αρμόνιο ανατριχιαστικά τον μονόλογο της νεαρής κοπέλας.

«Κι εσύ το ίδιο θα έκανες».

Το πιστεύω.

Εδώ είδαμε την πιο (θεωρώ) αγνή Κιτσοπουλική ματιά, πρωτότυπη, ευαίσθητη και αθυρόστομη, ένα αληθινά πρωτοποριακό θέατρο.

Κι αν όντως σας ενόχλησε, κάτι εξακολουθεί να κάνει πάρα πολύ καλά.

4.5/5* 

Info:
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος
Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου
Ερμηνεύουν: Νίκος Καραθάνος, Έμιλυ Κολιανδρή, Ιωάννα Μαυρέα, Μαρία Καλλιμάνη, Βίκυ Βολιώτη, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Σαπουτζής.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260 Από 23/07/2014 έως 24/07/2014

Περισσότερα από Editors