MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Μαρία Σκουλά: Εμείς οι ηθοποιοί μπαίνουμε στα πράγματα πιστεύοντας

Η Μαρία Σκουλά πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε ένα προάστιο στο Ηράκλειο Κρήτης. Έφυγε από την Κρήτη για την Αθήνα, όταν ήθελε να σπουδάσει θέατρο. Της λείπει η γειτονιά της, που έχει αλλάξει πια και το ιδιαίτερο φως της Κρήτης. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1993. Ακολούθησαν δύο δεκαετίες πολύ σημαντικής καριέρας στο θέατρο, στις οποίες συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Γιάννη Χουβαρδά σε πολλές αξιόλογες παραστάσεις. Κι ακόμα, με μεγάλη αγάπη συμμετέχει σε πολλές ελληνικές ταινίες, όπως το βραβευμένο Miss Violence και το “September”.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή

author-image Γιώργος Σμυρνής

Αυτή την περίοδο η ηθοποιός πρωταγωνιστεί στην παράσταση “Ατλαζένιο Γοβάκι“, του Πωλ Κλωντέλ σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου, για το Φεστιβάλ Αθηνών, στις 30 και 31 Ιουλίου στις 20:00. Είναι ένα κολοσιαίο εγχείρημα, ένα έργο, του οποίου η σκηνή είναι ολόκληρος ο κόσμος και που διαρκεί 4,5 ώρες. Κι αυτό με πολύ μεγάλες περικοπές, καθώς η κανονική του διάρκεια, αν ανέβαινε ολόκληρο, θα έφτανε τις 11 ώρες. 

Η Μαρία Σκουλά μας μιλάει για την παράσταση, για τον φανατικό καθολικό Πωλ Κλωντέλ και για το πόσο μεγάλος συγγραφέας ήταν. Επίσης, μας εξομολογείται τι αποκόμμισε από τη συνεργασία της με το Λευτέρη Βογιατζή και τον Γιάννη Χουβαρδά, ποιοι έιναι οι αγαπημένοι της συγγραφείς και τι νοσταλγεί από τα παιδικά της χρόνια.

-Η παράσταση «Ατλαζένιο γοβάκι» κρατάει 4,5 ώρες. Γιατί έχει τόσο μεγάλη διάρκεια;
Είναι 4,5 ώρες επειδή έχουν γίνει πολύ μεγάλες περικοπές. Η κανονική του διάρκεια, αν το ανεβάσεις ολόκληρο, είναι 11 ώρες. Έχει μεγάλη διάρκεια, μεγάλη ανάλυση χαρακτήρων και καταστάσεων. Εμείς προσπαθούμε μέσα από τη μικρή αυτή διάρκεια να κρατήσουμε την ουσία του έργου. Νομίζω ότι υπάρχει τρόπος.

-Η υπόθεση σε τι αναφέρεται;
Η ιστορία είναι πολύ απλή. Είναι μια ιστορία κατάκτησης του κόσμου, μιας γυναίκας, στην πλήρωση. Το έργο γράφτηκε το 1924, αλλά λαμβάνει χώρα στα τέλη 16ου, αρχές 17ου με τον αποικισμό από τους Ισπανούς της Αμερικής, αλλά και τον πόλεμο με το Ισλάμ στην Αφρική. Υπάρχει ένας βασικός χαρακτήρας, ο Ροντρίγκο, ένας αμείλικτος νέος κατακτητής. Επειδή, λοιπόν, αυτός ξεφεύγει από το δρόμο του Θεού, ο Θεός χρησιμοποιεί τον έρωτα, για να του δείξει ότι υπάρχει. Ο Ροντρίγκο ερωτεύεται μία γυναίκα, την οποία δεν μπορεί να έχει, γιατί είναι παντρεμένη με κάποιον άλλο. Κι εκείνη επίσης είναι ερωτευμένη μαζί του. Βρίσκεται ανάμεσα σε 3 άντρες, τον σύζυγο, τον εραστή και τον Ροντρίγκο, με τον οποίο είναι ερωτευμένη και που αυτός βρίσκεται στην άκρη του κόσμου, στον Παναμά. Δύο άνθρωποι, λοιπόν, από μακριά, δεν συναντιούνται ποτέ και ζουν κάτι που ξεπερνάει τον έρωτα. Μέσα από τη θυσία της γυναίκας αυτής, ο Ροντρίγκο έρχεται πιο κοντά στο Θεό.

-Ο Κλωντέλ ήταν φανατικός καθολικός. Η πίστη του φαίνεται στο έργο;
Ναι. Ο Κλωντέλ στο έργο δείχνει ότι είναι full καθολικός. Οδηγεί, όμως, τους χαρακτήρες του προς το Θεό μέσα από έναν δρόμο τον οποίο κατανοώ και τον οποίο περνάμε όλοι. Τους οδηγεί μέσα από τον πόνο, το πάθος, τη θυσία. Είναι τόσο απόλυτο αυτό που περιγράφει. Υπάρχουν στο έργο ανώτερα νοήματα και μοιάζει με ποίηση. Οι λέξεις χαρά, λύπη στο έργο του Κλωντέλ είναι διαφορετικές από τον τρόπο που εμείς χρησιμοποιούμε.

-Πόσο σας έχει επηρεάσει το έργο και τα θρησκευτικά του νοήματα;
Εμείς οι ηθοποιοί μπαίνουμε στα πράγματα πιστεύοντας. Με έναν τρόπο, όταν το διαβάζω αυτό το έργο και με συγκινεί, μπορώ να πω ότι ταυτίζομαι με το έργο. Μέσα στο έργο του έχει και τις δύο πλευρές. Και ανθρώπους που βιώνουν την απόλυτη πίστη, η οποία δεν κρίνει. Έχει όμως και ανθρώπους, που θέλουν το Θεό καθαρό και όχι όπως τον έχουν φτιάξει οι άνθρωποι. Κι ένας χαρακτήρας έρχεται κοντά στο Θεό με το να αλλαξοπιστήσει. Μέσα από τους χαρακτήρες και τη διαφορετική τους σχέση με το Θεό, αναδεικνύονται τελικά διαφορετικές πλευρές του συγγραφέα.

-Ο Κλωντέλ θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους μεγαλύτερους δραματουργούς του 20ου αιώνα. Ποιες είναι οι αρετές του που φαίνονται στο «Ατλαζένιο γοβάκι»;
Είναι τόσο ολοκληρωμένο αυτό που έχει γράψει. Είναι σαν να περιέχει τον κόσμο ολόκληρο, με την αδυναμία και το μεγαλείο του. Αναμετριόμαστε εμείς οι ηθοποιοί με κάτι σπουδαίο, που υπερβαίνει το θέατρο. Το «Ατλαζένιο γοβάκι» χρησιμοποιεί τους κώδικες και τη λειτουργία του θεάτρου, για να φέρει τη ψυχή ενός ανθρώπου ολόγυμνη πάνω στην σκηνή. Οι άνθρωποι του έργου περνάνε από 40 κύματα. Και δεν υπάρχουν στο έργο μόνο κανονικοί άνθρωποι. Κατεβαίνουν Άγιοι και μιλούν. Η σελήνη μιλάει. Το έργο είναι μαζί και παραμύθι. Χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές του θεάτρου, αλλά υπάρχουν συνάμα και λυρικά στοιχεία, δραματικά στοιχεία, γκροτέσκο. Είναι σαν να διαβάζεις ένα σπουδαίο ποίημα ή μυθιστόρημα. Επίσης, είναι πάρα πολύ κατανοητό που γράφει και σε χτυπάει ακριβώς στο κέντρο της καρδιάς.
1atlazenio gobaki

-Έχετε συνεργαστεί με τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Γιάννη Χουβαρδά. Τι σας άφησε η συνεργασία με τους δύο πολύ σημαντικούς αυτούς σκηνοθέτες;

Ο Λευτέρης Βογιατζής μου έδωσε κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Μια αίσθηση αφοσίωσης, την οποία θα κρατάω για πάντα. Ήταν συγκλονιστικός ο τρόπος που δινόταν στο θέατρο και τον ένιωσα πέρσι, όταν κάναμε πρόβες για να ανεβάσουμε το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ. Ήταν πολύ απαιτητικός, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη κι όλα όσα έκανε οδηγούσαν κάπου. Ακόμα κι όταν τελείωνε η παράσταση, μπορούσε να σου κάνει παρατηρήσεις. Ήταν ζηλευτή αυτή η αφοσίωσή του. Ο Γιάννης Χουβαρδάς λέει λίγα λόγια, αλλά φτιάχνει μια ατμόσφαιρα μαγική, η οποία με συγκινεί. Σου ζητάει με μεγάλη ηρεμία κάτι πολύ συγκεκριμένο και καταφέρνει και το παίρνει. Και σχεδόν νιώθεις σαν να μην κάνεις κόπο, όταν παίζεις σε μια παράστασή του. Είναι απελευθερωτικός.

-Συμμετέχετε και σε πολλές ταινίες. Πώς βλέπετε το ελληνικό σινεμά αυτής της περιόδου;
Μου αρέσει αυτό που βλέπω από το ελληνικό σινεμά. Και όταν μου λένε να παίζω, το κάνω πολύ με μεγάλη χαρά. Παρ’ όλο που δεν υπάρχουν χρήματα, γίνονται πολλές ταινίες. Κι αυτό με συγκινεί. Υπάρχει μία μεγάλη κινητικότητα, που ίσως κάποια στιγμή είχε σταματήσει. Νομίζω υπάρχουν πολύ νέοι ικανοί σκηνοθέτες, που έχουν έναν τρόπο να μπαίνουν μέσα σε μια αφήγηση πιο προσωπική και πιο υποκειμενική και μέσα από τους χαρακτήρες, που μου αρέσει.

-Τι σας αρέσει στη δουλειά του ηθοποιού;
Είμαι ευγνώμων που είμαι ηθοποιός. Τις ώρες που είμαι στις πρόβες, τις απολαμβάνω. Μου αρέσει όταν μετά από πολλές πρόβες ή ώρες ενασχόλησης με ένα κείμενο ξεχνιέμαι κι αρχίζω να απολαμβάνω τη στιγμή. Ότι μπορώ να ανακαλύπτω διαρκώς νέα πράγματα, ή τα ίδια πράγματα να τα ανακαλύπτω ξανά και ξανά.

-Τι νοσταλγείτε από τα χρόνια που ζούσατε στην Κρήτη;
Όταν ήμουν στην Κρήτη, ήμουν παιδάκι. Έφυγα από την Κρήτη και πήγα στην Αθήνα, για το θέατρο. Ζούσα στη γειτονιά μου, ένα προάστιο Μικρασιατών στο Ηράκλειο, η μέρα ήταν μεγάλη (με την καλή έννοια) κι υπήρχε ένα ιδιαίτερο φως, που ακόμα το ψάχνω. Νομίζω ότι το έχω βρει σε κάποιες περιοχές της Αθήνας. Υπήρχε μια αίσθηση καλοκαιριού, συνδεδεμένη με ανθρώπους όμως που πια δεν υπάρχουν στη ζωή. Νοσταλγώ ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή και τη γειτονιά μου, που με τα χρόνια έχει αλλάξει και δεν είναι όπως ήταν όταν ήμουν παιδί.

-Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς είναι Γερμανοί (Γκαίτε, Κλάιστ). Τι σας γοητεύει σε αυτούς;
Μου αρέσουν κυρίως συγγραφείς από τη Γερμανία και μάλιστα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, αυτής των αρχών του 19ου αιώνα, μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Με γοητεύει η ορμή τους κι η εικόνα που δημιουργούν για έναν άνθρωπο που αγωνίζεται να ανακαλύψει τον κόσμο. Υπάρχει πολύ έντονη η σχέση του ανθρώπου απέναντι στα μεγάλα, απέναντι στο Θεό, απέναντι σε μια τεράστια φύση. Ο αγαπημένος μου, ο Κλάιστ, μπαίνει πολύ βαθιά στην ψυχή του ανθρώπου.

INFO: Το “Ατλαζένιο γοβάκι” ανεβαίνει στις στις 30 και 31 Ιουλίου στις 20:00 στην Πειραιώς 260

Περισσότερα από Πρόσωπα