Είδαμε τις «Βάκχες» στην Επίδαυρο: Μπιτάτη τραγωδία
Μια τραγωδία με αρκετά ηλεκτρονικά μπιτ κι έναν αδυσώπητο Διόνυσο με γυναικεία μορφή ήταν οι Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Άντζελας Μπρούσκου, που ανέβηκε στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου στις 8 και 9 Αυγούστου
Οι Βάκχες γράφτηκαν το 407 π.Χ., όταν ο Ευριπίδης βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, και σκηνοθετήθηκαν από το γιο του το 405 π.Χ. στην Αθήνα. Αν και ο Βάκχος θεωρείται ο ιδρυτής του αρχαίου δράματος, αυτή είναι η μόνη σωζόμενη τραγωδία, που μιλάει για το Θεό Διόνυσο.
Στο έργο ο Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, έρχεται στη Θήβα μεταμορφωμένος σε άντρα, που μοιάζει πολύ με γυναίκα. Οι κόρες του Κάδμου κι αδερφές της νεκρής του μητέρας, είχαν αμφισβητήσει τη θεϊκή καταγωγή του. Ο Διόνυσος τους παίρνει τα λογικά και αυτές ως Μαινάδες παραμένουν στον Κιθαιρώνα. Ο βασιλιάς της Θήβας Πενθέας αρνείται πεισματικά να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού. Συλλαμβάνει τον Διόνυσο, ο οποίος, όμως, ελευθερώνεται και καταστρέφει το παλάτι. Εκδικείται τον Πενθέα για την ασέβειά του. Τον πείθει να μεταμφιεσθεί σε γυναίκα, για να κατασκοπεύσει τα βακχικά όργια στον Κιθαιρώνα. Όταν φτάνει στο βουνό, οι Μαινάδες και πρώτη η μητέρα του η Αγαύη τον διαμελίζουν. Χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι έκανε, η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη με το κεφάλι του Πενθέα σαν κεφάλι λιονταριού. Ο πατέρας της Κάδμος την κάνει να συνειδητοποιήσει τι έχει διαπράξει. Ο Διόνυσος εμφανίζεται ως Θεός πλέον και ανακοινώνει τη δυσοίωνη τύχη των ηρώων.
Στην παράσταση της Μπρούσκου, η αρκετά αφαιρετική σκηνογραφία του Σταύρου Λίτινα δημιουργεί ωραίες εικόνες. Επίσης, η σκηνοθεσία εκμεταλλεύθηκε όχι μόνο τη μεγάλη σκηνή, αλλά και τον χώρο πίσω από αυτή, με διάφορες δράσεις που πραγματοποιούνταν εκεί. Ο χορός είναι αρκετά βακχικός με παραδοσιακούς και σύγχρονους όρους και το ίδιο ισχύει και για τη μουσική, που έχει και πιο παραδοσιακά και πιο σύγχρονα στοιχεία, από την ηλεκτρονική μουσική. Υπήρχε μπιτ και ένταση, πράγματα που ταιριάζουν στη φύση των διονυσιακών οργίων. Από κάποια στιγμή και μετά, όμως, η υπερβολική παρουσία του χορού γίνεται κουραστική.
Η σκηνοθέτης επιλέγει να υπογραμμίσει το ανδρόγυνο στοιχείο. Στο κείμενο αναφέρεται καθαρά ότι ο Διόνυσος μοιάζει με γυναίκα. Η Μπρούσκου, για να το τονίσει αυτό, επέλεξε την Αγλαΐα Παππά για το ρόλο του Διόνυσου. Αυτή έδωσε μία εξαιρετική ερμηνεία. Είχε μεγάλη εκφραστικότητα, με μια φωνή βαριά και δυνατή, ιδανική για Επίδαυρο και για τον ρόλο της. Τόνισε την ποίηση του κειμένου και κινήθηκε με ευχέρεια στη μοντέρνα και σκοτεινή αισθητική της παράστασης. Συνάμα, η Μαρία Κίτσου έπαιξε τον μάντη Τειρεσία, ο οποίος, σύμφωνα με τη μυθολογία, για ένα διάστημα είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα. Η Κίτσου ίσως να είναι ο πιο σέξι Τειρεσίας στην ιστορία των θεατρικών παραστάσεων, όμως η επιλογή αυτή ήταν κάπως παράξενη. Ένα νέο κορίτσι να παίζει τον γέρο- και άντρα πια- Τειρεσία; Μπορεί η σκηνοθεσία να ήθελε να πει ότι η επίδραση της βακχείας δεν ξεμωραίνει μόνο, αλλά ανανεώνει τον άνθρωπο. Όμως, γιατί τότε δεν ίσχυσε το ίδιο και με τον Κάδμο, τον άλλο βακχευμένο γέρο της παράστασης, τον οποίο ερμήνευσε ο βετεράνος ηθοποιός Γιώργος Μπινιάρης;
Τον έτερο μεγάλο πρωταγωνιστή, τον Πενθέα, τον ερμήνευσε ο Άρης Σερβετάλης. Η εξουσία παρουσιάζεται απόλυτη και αυταρχική, ενώ ο εκφραστής της, ο βασιλιάς, φαίνεται να βασανίζεται από αρκετά ψυχολογικά θέματα. Ο Σερβετάλης μπαίνει με βάθος στην ιδιόμορφη και διαταραγμένη ψυχολογία του ρόλου. Αν και η φωνή του δεν είναι τόσο εκφοβιστική και άγρια, όταν παίζει τον αυταρχικό ηγέτη, το στήσιμο του στην σκηνή είναι ιδανικό. Το μάτι του γυαλίζει, ιδίως από το σημείο που ο Διόνυσος του έχει πάρει τα λογικά. Κι επίσης, έχει κι αυτή την υψηλού επιπέδου χορευτική κίνηση, που είναι το μεγάλο του ατού. Η Άντζελα Μπρούσκου, ως Αγαύη, δεν εντυπωσίασε με την ερμηνεία της.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Η παράσταση έχει και πολύ αξιόλογα, αλλά και όχι τόσο ενδιαφέροντα στοιχεία. Ξεκινάει δυνατά, αλλά κάνει κοιλιά προς το φινάλε. Έχει δύο πολύ καλούς πρωταγωνιστές, την Αγλαΐα Παππά ως Διόνυσο και τον Άρη Σερβετάλη ως Πενθέα. Εύλογο αυτοί οι δυο να ξεχωρίσουν σε ένα έργο που η λογική «Βασιλιάς είμαι, ό,τι θέλω κάνω» συγκρούεται με εκείνη του «Θεός είμαι, ό,τι θέλω κάνω». Και τελικά υπερίσχυσαν τα «θέλω» του Θεού, με άγριο τρόπο.
Γιώργος Σμυρνής