MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ROLLING STONES: Mισός αιώνας στο δρόμο (1964-2014)

Είναι πραγματικά συναρπαστικό να έχεις ξεπεράσει τα 70 και να γράφεις τραγούδια για αλητάμπουρες! Αυτό συνεχίζουν να κάνουν οι Rolling Stones που φαίνεται να κέρδισαν το στοίχημα με το διάβολο και επιβίωσαν χωρίς να πουλήσουν την ψυχή τους σ’ αυτόν, αν και έπαιξαν αμέτρητες φορές το κεφάλι τους βάζοντας ακόμα και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε σε σκέψεις που έγραψε κάποτε το βιβλίο «Μη στοιχηματίζεις ποτέ το κεφάλι σου με το Διάβολο». Του Γιάννη ΑλεξίουΠηγή: jalexiou67.blogspot.gr

Γιάννης Αλεξίου

Νίκησαν το χρόνο και τον εαυτό τους όσες φορές αναμετρήθηκαν μαζί του. Η πιο…βρώμικη παρέα στην ιστορία του ροκ’ν’ρολ που συγκλόνισε την συντηρητική Βρετανία και με την παρουσία και την συμπεριφορά τους έκαναν τον Τύπο να θέσει το ερώτημα: «Θα αφήνατε την κόρη σας να παντρευτεί έναν Ρόλλινγκ Στόουν;», δείχνει αχόρταγη και αστείρευτη 50 ολόκληρα χρόνια από τότε που ο Κηθ, ένας φυγόδικος σπουδαστής της σχολής Καλών Τεχνών, παιδί εργατικής τάξης συνάντησε στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης το γείτονά του Μικ, ένα πλουσιόπαιδο, σε μια γειτονιά του Ντάρντφορντ, υπότροφο του London School of Economics. 
Μια συνάντηση κορυφής, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια.

Ο Μικ είχε παραμάσχαλα το «Rockin’ at the Hops» του Τσακ Μπέρρυ και το «Best of» του Μάντυ Γουώτερς. Ο Κηθ γνώριζε μόνο τον δεύτερο. Ο Μικ είχε ήδη πλούσια blues δισκοθήκη και το «σκουλήκι» είχε μπει μέσα του. Έτσι μια βραδιά «δανείστηκε» το αμάξι του πατέρα του και πήγε παρέα με τον Κηθ σ’ένα καταγώγιο στο Ealing όπου έπαιζε το συγκρότημά του Αλέξις Κόρνερ. Εκεί «ψάρεψαν» τον Τσάρλυ και τον Μπράιαν. Εκεί εμφανιζόντουσαν ακόμη οι Τζακ Μπρους, ο Ίαν Στιούαρτ, μετέπειτα «έκτοςStone», ο Λονγκ Τζων Μπάρι και άλλοι νεοσσοί τότε ήρωες της rhythm’ n’ bluesβρετανικής σκηνής.

Την πρώτη τους εμφάνιση ως Rolling Stones έκαναν στο θρυλικό σήμερα κλαμπ “Marquee” στις 21 Ιουλίου 1962 για λογαριασμό της Blues Incorporated του Αλέξις Κόρνερ, αντικαθιστώντας τον γιατί την ίδια μέρα θα εμφανιζόταν στο πρόγραμμα του BBC JazzClub. O Τζάγγερ τότε δηλώνει στο Jazz News: «Ελπίζω ότι δεν μας θεωρούν ένα συγκρότημα του ροκ’ ν’ ρολ!». Έμελλε να γίνουν η μεγαλύτερη ροκ’ν’ρολ μπάντα στον πλανήτη, τίτλος που διατηρούν μέχρι σήμερα με τις εκρηκτικές live εμφανίσεις τους.

Στο περιοδικό αναφέρετε και η πρώτη σύνθεση τους: Μικ Τζάγγερ (φωνητικά), Κηθ Ρίτσαρντς και Έλμο Λιούις (κιθάρες), Ίαν Στιούαρτ (πιάνο), Ντικ Τέιλορ (μπάσο), Μικ Άιβορι (ντραμς). Ο τελευταίος ήταν ο μετέπειτα ντράμερ των Kinks, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι έπαιξε κείνο το βράδυ, αν και έκανε πρόβες με τους Stones, όπως και ο κάποιος Τόνυ Τσάπμαν πριν έρθει στην μπάντα ο Τσάρλυ Γουώτς, αργότερα συνδετικός κρίκος του γκρουπ. Ίσως η μακροημέρευσή τους να χρωστά τα περισσότερα σε αυτόν. Πάντα υπήρξε ο πυροσβέστης στους καυγάδες του Μικ με τον Κηθ και κράτησε δεμένη την μπάντα σε πολλές δύσκολες στιγμές. Όσο για τον Έλμο Λιούις που αναφέρθηκε δεν ήταν άλλος από τον πολύ Μπράιαν Τζόουνς. Όσο για τον μπασίστα της πρώτης ζωντανής τους εμφάνισης, ο Ντικ Τέιλορ – έγινε κιθαρίστας των Pretty Things και παίζει ακόμη μαζί τους – συνέχισε τις σπουδές του σε σχολή θεάτρου και αντικαταστάθηκε από τον Μπιλ Γουάιμαν, ενώ ο Ίαν Στιούαρτ δεν ήταν και πολύ συμπαθής στον μάνατζερ του γκρουπ Άντριου Όλντχαμ και μέσα σ’ ένα χρόνο απομακρύνθηκε. Ο Στιούαρτ βοηθούσε πάντως γενικότερα το γκρουπ και κάποιες φορές για τις ανάγκες των ζωντανών εμφανίσεων επιστρατευόταν και έπαιζε μαζί τους πιάνο.

Μετά την πρώτη και ιστορική σήμερα εμφάνισή τους στο «ναό» της βρετανικής σκηνής, το “Marquee”, συνέχισαν να παίζουν εκεί για ένα διάστημα έως ότου ο Κρις Μπάμπερ, ιδιοκτήτης του κλαμπ τους έπαυσε γιατί όπως ισχυρίστηκε «δεν ήταν αρκετά αυθεντικοί» ! Πολλά θαυμαστικά. Στο σημείο αυτό θα επικαλεστώ την μαρτυρία ηχητικού που γνώρισα όταν επισκέφτηκα το υπέροχο Ρίτσμοντ και μου έδειξε ένα μέρος δίπλα στον Τάμεση, όπου υπήρχε το κλαμπ του “Grawdaddy”. Ο ιδιοκτήτης του, Τζότζιο Γκομέλσκι, τους πρότεινε να εμφανιστούν εκεί. Μικρό το μέρος και η φήμη για ένα τρομερό γκρουπ, κάτι εντελώς φρέσκο στο ροκ’ν’ρολ, εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα από στόμα σε στόμα και ατελείωτες ουρές σχηματίζονταν έξω από το κλαμπ. Ο Γκομέλσκι άρχισε να ψάχνει για μεγαλύτερο χώρο. Πολλές φορές χρειαζόταν να δίνουν διπλές εμφανίσεις και πηγαινοέρχονταν Ρίτσμοντ-Λονδίνο (Στο Ρίτσμοντ πολλά χρόνια μετά επέλεξε ο Μικ να κάνει δώρο μια τεράστια έπαυλη στην πρώην σύζυγό του Τζέρρυ Χωλ σε ανάμνηση των πρώτων ημερών των Stones. Μπορεί κανείς να το θαυμάσει διασχίζοντας τον Τάμεση με καραβάκι).

Τότε λοιπόν τελειώνει και το προφορικό συμβόλαιο με τον Γκομέλσκι και ο Άντριου Όλντχαμ χρησιμοποιώντας την τεράστια αυτοπεποίθησή του και την οικονομική υποστήριξη του Έρικ Ήστον υπογράφει με το γκρουπ και αναλαμβάνει επίσημα μάνατζερ τους στις 28 Απριλίου του ’63. Στο ρεπερτόριό τους την εποχή εκείνη υπήρχαν κομμάτια των Τσακ Μπέρρυ, Μπο Ντίντλεϋ, Τζίμυ Ρήντ και γενικότερα επιρροές από το blues και το rock’ n’ roll.

Ο Ήστον αγοράζει τότε όλα τα ντέμο που είχαν ηχογραφήσει ως τότε στα στούντιο IBC και ηχογραφούν το πρώτο 45άρι τους στα “Olympic Studios” στις 10 Μαϊου του ’63 : “Come On”, ένα τραγούδι του Τσακ Μπέρυ, που δεν υπήρχε στο ρεπερτόριό τους στις ως τότε ζωντανές εμφανίσεις τους με φλιπσάιντ το “I Wanna be Loved” που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του ’63 στην “Decca”. Την ίδια χρονιά στις 29 Σεπτεμβρίου ξεκινά η πρώτη τουρνέ τους στην Αγγλία μαζί με τους Everly Brothers, Bo Diddley, Little Richard, Gene Vincent. Τον Απρίλιο του ’64 κυκλοφορεί το “παρθενικό” του ομώνυμο άλμπουμ και αμέσως μετά στις 3 Ιουνίου πατούν το πόδι τους στην Αμερική και ξεκινά η πρώτη τουρνέ τους εκεί. Όλα ξεκίνησαν έτσι…

ΟΙ STONES ΣΕ… 4 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ο Κηθ Ρίτσαρντς αν και σήμερα είναι μια προσωποποίηση της κατάχρησης, αν τον δεις από κοντά δείχνει τόσο εύθραυστος και τόσο ανθρώπινος. Ασφαλώς το Jack Daniels του χρωστά πολλά μετά από τις τεράστιες ποσότητες που έχει καταναλώσει όλα αυτά τα χρόνια. Μήπως κυλά μέσα του το διάσημο ποτό του Τενεσί, αντί για αίμα; Έδειξε πρόθυμος να υπογράψει το αυτόγραφο σε μια πρόσφατη φωτογραφία που του έδωσα μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο, όταν οι Rolling Stones έφτασαν στο αερόδρομιο του Ελληνικού για την συναυλία τους στην Αθήνα. Φυσικά δεν ήταν μαζί τους ο Τζάγγερ που έφτασε αργότερα με ιδιωτικό αεροπλάνο. Μαζί μου είχα, όχι τυχαία, μια φωτό του Μικ από τα 60’ς και όχι πρόσφατη, για να δω τις αντιδράσεις του. Πραγματικά μόλις την είδε κούνησε το ένα χέρι του σα να έλεγ : «ζω το σήμερα και δεν μου λέει τίποτα μια παλιά φωτογραφία». Έτσι κατάλαβα. Η κίνηση μου βέβαια ήταν εκ του ασφαλούς γιατί είχα πάρει το αυτόγραφο από τον Κηθ που προτιμώ. Ο Μικ υπήρξε πάντα ευρηματικός, έδινε λύσεις, όπως και όταν το βράδυ που έφτασαν στην Αθήνα πήγε για λίγο στο κλαμπ που δινόταν πάρτι προς τιμή των Stones και «γείωσε» όλη την κοσμική Αθήνα που πήγε για να φωτογραφηθεί μαζί του με μια κίνηση ματ: κάθισε πίσω από το μπαρ και έκανε τον μπάρμαν! Ατελείωτος.

Τελικά με τον Κηθ μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν. Δύο διαφορετικοί κόσμοι και ταυτόχρονα τόσο ίδιοι. Ο Κηθ όμως επειδή έγραψε στον ύπνο του τον ύμνο της δεκαετίας του ’60 και σήμα κατατεθέν τους δικαιούται να έχει λόγο στο αφιέρωμα αυτό για 4 σημαντικά στην πορεία τους τραγούδια όπως τα ανέλυσε στην ειδική έκδοση του περιοδικού «Uncut» που κυκλοφορεί με αφορμή τα 40 χρόνια Rolling Stones:

«PAINΤ IT BLACK»: «Ένα τσιγγάνικο τραγούδι που είχα στο μυαλό μου, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς να το μεταχειριστεί έως ότου ο Μπιλ Γουάιμαν πήρε το κήμπορντ και βρήκε το ρουμάνικο, βουλγάρικο, ουγγαρέζικο μοτίβο… και εγώ είπα αυτό είναι gypsy. Όταν το ακούσαμε κάμποσες φορές και το δουλέψαμε στο στούντιο. Στην αρχή ήταν μπαλάντα. Ο Μπράιαν έπαιξε σιτάρ και εγώ κιθάρα και βγήκε ένας ήχος της ανατολής. Αυτός έπαιρνε οτιδήποτε όργανο και για δέκα-δεκαπέντε λεπτά το δούλευε και το έκανε σπουδαίο κομμάτι τέτοιο ταλέντο είχε. Αυτό έκανε και με τη μαρίμπα στο Under My Thumb. Ο Μπράιαν ήταν ένας άνθρωπος που και κουδούνια να έβλεπε μπροστά του θα έπαιζε κάτι καλό. Έτσι έκανε και με το σιτάρ και βγήκε το Paint it Black”.

«SATISFACTION»: «Δεν θυμάμαι πώς έγραψα το τραγούδι αυτό γιατί αυτό ήταν μια αλαμπουρνέζικη ιστορία. Ξύπνησα μέσα νύχτα και μέσα σε ένα τρελό όνειρο πήρα ένα μικρό κασετόφωνο, δίπλα στο κρεβάτι μου και έπιασα την κιθάρα με την οποία κοιμόμουν όταν ήμουν μόνος και ηχογράφησα για είκοσι δευτερόλεπτα το Satisfaction. Μετά κοιμήθηκα και όταν ξύπνησα η κασέτα είχε τελειώσει. Γύρισα την κασέτα στην αρχή και άκουσα… I can’ t get no satisfaction. Μετά ακουγόταν για σαράντα λεπτά ένα ροχαλητό. Μετά κατάλαβα τι συνέβη. Στον ύπνο σου είναι ο πιο εύκολος τρόπος να γράψεις ένα τραγούδι. Μετά από μία ή δύο μέρες πήγαμε στο Λος Άντζελες για ηχογράφηση. Μήπως κάναμε το Aftermath; Μας ζήτησαν ένα τραγούδι ακόμη για να συμπληρωθεί ο δίσκος. Είπα λοιπόν ότι έχω αυτό το πραγματάκι. Σκέφτηκα ότι μάλλον δεν κάνει για το άλμπουμ. Μια εβδομάδα μετά το Satisfaction έπαιζε στο ραδιόφωνο και εγώ βρίσκομαι στην Ομάχα. Τους έβριζα. Πώς βάλατε μπάσταρδοι το τραγούδι αυτό. Δεν είναι έτοιμο, είναι μόνο dub. Στο μεταξύ το τραγούδι έγινε νούμερο ένα και μου έλεγαν… σκάσε».

«SYMPATHY FOR THE DEVIL»: “Κάναμε αυτό το τραγούδι παίζοντας όλους τους ρυθμούς που μπορείς να φανταστείς. Στην αρχή ήταν ένα φολκ τραγούδι και βγήκε σαν σάμπα. Αυτό ήταν μια ενδιαφέρουσα άσκηση, η οποία δείχνει πόσο ελαστικό μπορεί να είναι ένα τραγούδι. Αυτό το τραγούδι δεν ήταν το μοναδικό που έπρεπε αρχικά να ήταν μπαλάντα και στο τέλος βγήκε σαν το καλύτερο ροκ τραγούδι. Στην αρχή έμοιαζε με τραγούδι του Ντύλαν. Ένα τραγούδι θεωρείται καλό όταν μπορείς να το παίξεις σε δεκαπέντε διαφορετικά στυλ. Αν είναι μαλακό συνήθως αυτό σημαίνει ότι έχει τον απαραίτητο χυμό να είναι ενδιαφέρον. Σαρανταπέντε εκδοχές του Start me Up ήταν ρέγγε και μετά βαρεθήκαμε και το κάναμε ροκ’ν’ρολ και πάλι γυρίσαμε σε άλλες τριάντα ρέγγε εκδοχές και ξεχάσαμε την ροκ’ν’ρολ εκδοχή μέχρι την στιγμή που την βρήκαμε γύρω στο 1980. Τότε είπα : αυτό είναι».

«STREET FIGHITING MAN»: «Και αυτό πρωτογράφτηκε σε μικρό κασετόφωνο. Ένα ακουστικό κομμάτι. Το μοναδικό ηλεκτρικό όργανο σε αυτό ήταν το μπάσο. Κατάλαβα ότι υπάρχουν πράγματα που μπορείς να κάνεις με την ακουστική κιθάρα και δεν μπορείς να τα κάνεις με την ηλεκτρική. Χρησιμοποιούσα την κασέτα σαν πικ-απ. Το κέφι που είχα όταν έγραφα αυτό το τραγούδι…Έμενα τότε στο Λονδίνο γύρω στο ’68 -’69. Επικρατούσε ένα περίεργο κέφι στην πόλη. Εκεί έγραψα και το Gimme Shelter. Είχε σχεδόν το ίδιο σκελετό. Καθρέφτιζε το Λονδίνο της εποχής εκείνης. Έμεινα στο κέντρο της πόλης, στην οδό Mount Street. Υπήρχε κάτι αστείο στην ατμόσφαιρα και εμείς ήμασταν στον κόσμο μας. Νομίζω ότι οι στίχοι ήταν κατά τρία-τέταρτα του Μικ και το ένα-τέταρτο δικοί μου. Συνήθως με αυτά τα τραγούδια τον έπαιρνα τηλέφωνο και του τα τραγουδούσα και του έδινα το πλαίσιο να δουλέψει πάνω σε αυτό. Ταυτόχρονα δούλευα σε άλλα τραγούδια, ενώ αυτός γέμιζε τα κενά. Αυτό ήταν το σενάριό μας. Ο Μικ ερχόταν την επόμενη μέρα και ρωτούσε. αν ταιριάζει αυτό και εγώ του έλεγα είναι σπουδαίο».



ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ


Μετά από 26 ολόκληρες ώρες ταξιδιού με το τρένο κοντέψαμε να ξεχάσουμε τον προορισμό μας. Αθήνα-Ζάγκρεμπ κατακαλόκαιρο.
Πόθος για τους Rolling Stones. Η συναυλία τους στην Αθήνα δεν είχε οριστικοποιηθεί και αυτή στο Ζάγκρεμπ αρχικά ακυρώθηκε λόγω ατυχήματος του Κηθ Ρίτσαρντς και μετατέθηκε για την Πέμπτη 20 Αυγούστου’98. Ποτέ κανείς δεν είναι σίγουρος μαζί τους. Ο φόβος μην δεν τους δούμε ποτέ με έφερε εκεί κάτω από άθλιες συνθήκες ταξιδιού Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι και Βελιγράδι-Ζάγκρεμπ μαζί με τον αεικίνητο πάντα φωτογράφο Γιάννη Κανελλόπουλο. Όταν πρόκειται μόνο για την μπάντα αυτή δεν νοιάζει κανένα το οικονομικό όφελος του ταξιδιού γι’ αυτό άλλωστε διαβάζετε τώρα τι έγινε εκεί.

Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ζάγκρεμπ και ενώ η βροχή όλο δυναμώνει κάποιοι Κροάτες στους διαδρόμους του τρένου τραγουδούν «Miss You». Η ώρα ήταν 6 και 20 το απόγευμα. Βομβαρδισμένα και γαζωμένα από σφαίρες κτίρια, απομεινάρια του πολέμου. Μύριζε μπαρούτι και όσο φτάναμε όλο και περισσότεροι ανέβαιναν στο τρένο. Όλα τα βαγόνια ήταν γεμάτα παιδιά που έρχονταν από τα γειτονικά χωριά για να δουν τους Stones για πρώτη φορά, όπως εμείς. Η Λιλιάνα, ο Φράνκο, ο Σλάτζα παρ’ότι ζούσαν 200 χιλιόμετρα έξω από την πόλη πήγαιναν εκεί για πρώτη φορά. Το ίδιο και οι τρεις πανέμορφες κοπελιές που βρήκαμε στο βαγόνι μας λίγο πριν πατήσουμε το πόδι μας στο Ζάγκρεμπ. Και εγώ για πρώτη φορά βρέθηκα να παίζω μαζί τους κουμ-καν για την παρέα. Ένας κεραυνός «έσκισε» τον ουρανό στο βάθος μιας ακόμα απέραντης φυτείας καλαμποκιού.

Γραμμή για το “Intercontinental” της πόλης λίγες ώρες πριν την συναυλία. Μας περίμεναν τα εισιτήρια μας κατόπιν της διευκόλυνσης του Χρήστου Καρυώτη από την από την Virgin. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ένα πούλμαν στην είσοδο, υποψία για εμφάνιση των Stones, λίγοι φωτορεπόρτερς, ακόμη λιγότεροι φανς στην είσοδο. «Ορίστε τα εισιτήρια σας» ακούστηκε ο ρεσεψιονίστ. Γράφουν 28 Μαΐου, την αρχική ημερομηνία. Επιτέλους κρατώ τα «μαγικά χαρτάκια» στα χέρια και ξάφνου δύο αεράτοι Stones περνούν από δίπλα. Ο Κηθ Ρίτσαρντς, ντυμένος στα μαύρα με μαύρο γυαλί και από πίσω ο Ρον Γουντ με την σύζυγό του Τζο και την κόρη του. «Γιάννη, τσίμπα με». Ο Κηθ υπογράφει ένα αυτόγραφο και μπαίνουν βιαστικά στο πουλμανάκι.

Προλαβαίνω να τους πω “Stones I love you”. Όλα τέλεια. Η αποζημίωση για τις άθλιες συνθήκες ταξιδιού…

Η συνέχεια στο Ιπποδρόμιο του Ζάγκρεμπ με το τραμ. Ένα τεράστιο καταπράσινο πάρκο, έτοιμο να υποδεχθεί 80.000 κόσμο που πλήρωσε 200 κούνες, περίπου 10.000 δρχ. για να τους δει για πρώτη φορά στο μεγαλύτερο μουσικό γεγονός που συνέβη ποτέ εκεί. Η αμοιβή τους 600.000 μάρκα (περίπου 1 δις) και το 75% άνω των 50.000 εισιτηρίων, σύμφωνα με τις εφημερίδες, όπου ο Τζάγγερ εμφανιζόταν αγριεμένος στην άφιξη με τους φωτογράφους. Η βροχή σταμάτησε, αλλά τα σύννεφα πάντα απειλητικά. Ποιός νοιαζόταν όμως. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί από νωρίς. Τρεις κοπελιές χίπισσες παίζουν κιθάρα καθισμένες στο στο πάρκο. Ο Γιάννης στοιχημάτιζε ότι ήταν οι ίδιες που είδε λίγες μέρες μετά στα Εξάρχεια. Βγήκαν οι Big Country στις 8.15 σαν support και ενθουσίασαν τον κόσμο για μισή ώρα.

Ένα χαρούμενο «τρένο» μάλλον Κροατών χοροπηδάει πιασμένοι ο ένας από την μέση του άλλου και όταν περνούν τραγουδώντας από μπροστά μου διαπιστώνω ότι στο πέρασμα τους λείπουν οι βαλίτσες μας και το οι τσάντες με τα φωτογραφικά εργαλεία του Γιάννη που είχε πάει για φωτογράφηση. Αμάν. Τους κυνηγώ, τους ταρακουνώ και τις παρατάνε κάτω. Ουφ ! Όλα είναι εντάξει. Εγώ, οι βαλίτσες, η αγωνία μου και ένας χώρος ασφυκτικά γεμάτος και δύο τεράστιοι διάδρομοι επί της γιγαντιαίας σκηνής που είδαμε και στην Αθήνα, προάγγελος των χιλιομέτρων που θα διάνυε ο Τζάγγερ. Τι ωραία ! Δέκα παρά τέταρτο εμφανίστηκαν, μόλις 15 λεπτά καθυστερημένοι. Τζέντλεμεν. Ξεκίνησαν με το πιο πιθανό encore τους, το «Satisfaction». Πάντα απρόβλεπτοι. Η συναυλία τους δεν διέφερε πολύ από αυτή που σας είχα περιγράψει στην Αθήνα μέσα από τις στήλες της «Β». Ο Τζάγγερ φορούσε μαύρο αλήτικο-κακόγουστο δερμάτινο και μια μακριά κίτρινη μαντήλα, αντί ροζ πουκάμισο στην Αθήνα. Οι οπαδοί τους εκεί ψήφισαν στο ίντερνετ, αγαπημένο κομμάτι, το “Time is on my Side”, αντί το “She’ s a Rainbow” των Ελλήνων. Το έπαιξαν με ευχαρίστηση ευχαριστώντας το κοινό. Στις 10.30 άρχισε η βροχή. Έκανε ζέστη και δροσιζόμασταν. Η οργάνωση προέβλεψε τη βροχή και δεν υπήρχε πρόβλημα. Άλλωστε οι Stones από μόνοι τους είναι αδιάβροχοι. Στην σκηνή που τους έβγαλε μέσα στον κόσμο, όπως και στην Αθήνα, έπαιξαν ένα καλύτερο απ’ ότι εδώ σετ με δυνατή βροχή και τα «Little Quennie» (Τσακ Μπέρρυ), “Under My Thumb” (δυστυχώς δεν το ακούσαμε στην Αθήνα) και «Anybody Seen My Baby”. Επιστροφή στη σκηνή και η εισαγωγή κρουστών προαναγγέλλει το «Sympathy for the Devil”. Η βροχή σταματά.Τα πνευστά «ουρλιάζουν», η «μαύρη θεά» Λίζα Φίσερ και πρώην σόου-γούμαν του Πρινς, κινείται με πονηρές διαθέσεις στη μεριά του Μικ που γρατζουνά ανυποψίαστος την ακουστική κιθάρα του και φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία να της χαϊδέψει τις υπέροχες γάμπες, να της βγάλει με αργές κινήσεις το δεξί παπούτσι και να της γλύφει με μανία το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού της. Τα πλούσια μαύρα μαλλιά της ανέμιζαν, το σώμα της λικνιζόταν και η μπάντα έπαιζε το «Miss You”. Φινάλε φωτιά : «Srart Me Up», «Tumbling Dice», «Honky Tonk Women», «Jumpin’ Jack Flash». Καληνύχτα με το «Brown Sugar». Άλλη μια νύχτα οι Rolling Stones έμειναν αδιάβροχοι στο μύθο τους.

Όσο για μας η νύχτα ήταν «μούσκεμα» και ευτυχώς μια ευγενική παρέα δύο κοριτσιών και ενός αγοριού, αν και είχαν να διανύσουν πολλά χιλιόμετρα γιατί ζούσαν εκτός Ζάγκρεμπ, μας βρήκαν ξενοδοχείο με ελεύθερο δωμάτιο να μείνουμε-ήταν δυσεύρετα λόγω ημέρας- μάλιστα προσφέρθηκαν οι ίδιοι, δείγμα άψογης φιλοξενίας και ευγένειας από πλευράς Κροατών που με έκανε να ξεχάσω το περιστατικό με την παραλίγο κλοπή των βαλιτσών. Αυτό που δεν θα ξεχάσω όμως είναι ότι οι «φίλοι» μας οι Σέρβοι μας και μάλιστα οι άνθρωποι των συνόρων τους μας κατέκλεψαν ζητώντας 72 δολάρια για να περάσουμε τα σύνορα γιατί όπως ισχυρίστηκαν χρειαζόμασταν νέα βίζα, ενώ η βίζα από την Αθήνα μας έδινε αβάντα 3 μήνες ακόμη ! Δεν ξέρουν και αγγλικά, πέταξαν ένα «nouveau visa” και άντε να συνεννοηθείς, φόβος μη φύγει και το τρένο, αλλά και ελληνικό δαιμόνιο να δώσουμε ένα-δυο χιλιάρικα στις εξωγήινες πραγματικά γυναίκες που μας παρέπεμψαν να πληρώσουμε το πρόστιμο που μας κοιτούσαν χαζά χωρίς να μας λένε πρέπει να κάνουμε. Στη λίστα τους με αναλυτική καταγραφή των αντιστοιχιών των ξένων νομισμάτων δεν υπήρχε το χιλιάρικο, τους δώσαμε και κάτι σελήνια, κάτι έτσι και κάτι αλλιώς και την βολέψαμε. Αυτές μας έδωσαν μια απόδειξη που αντί για ποσό 72 δολαρίων, έγραφε το ευτελές 300 δηνάρια. Κλέβουν τους τουρίστες και με το νόμο. Μια αληθινή rock’ n’ roll ιστορία….



ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ένα μικρό απόσπασμα από την συνέντευξη που έδωσαν για τον δίσκο τους «Bridges of Babylon» στον Πολ Σέξτον. Ένα δίσκο που δούλεψαν σε τέσσερα διαφορετικά δωμάτια.

-Πόσο σημαντικός είναι ο Τσάρλυ Γουώτς στην επιτυχία των ηχογραφήσεων των Rolling Stones ;

Κηθ: «Σου φτιάχνει το κέφι όταν παίζεις μαζί του. Γίνεται όλο και καλύτερος με λιγότερες προσπάθειες. Τόσο εύκολα σαν να πίνει τσάι. Θαυμάζω τέτοιους μουσικούς που παίζουν έτσι».
-Ρόνι μπορείς να περιγράψεις τη σχέση σου με τον Κηθ στο στούντιο και στην σκηνή;
«Ο ένας ξέρει πότε να παίξει και ο άλλος πότε να σταματήσει και το αντίθετο».
-Γιατί συνεχίζεται να είστε Rolling Stones ;
Μικ: «Συνήθως ο κόσμος λέει αν είχαμε πολλά λεφτά δεν θα δουλεύαμε… Προσπαθώ και εγώ να εξηγήσω το γιατί. Είναι μια δύσκολη δουλειά αλλά σε επιβραβεύει. Αυτή η δουλειά δεν είναι κάτι που γίνεται καθημερινά, αλλά επαναλαμβάνεται και είναι αναζωογονητική».
-Κηθ : «Περιέχει πολύ νοσταλγία μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Αν δεν το κάνεις θα τρελαθείς. Η μεγαλύτερή μας χαρά είναι να κάνουμε καινούργια τραγούδια. Κανείς δεν θέλει να κατέβει από το λεωφορείο όταν αυτό συνεχίζει να πηγαίνει…».

 
 
 

Περισσότερα από Editors