Δε θα τον ξεχάσουμε…
Γιατί δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε! O Αντώνης Βαρδής μάς κληροδότησε πραγματικά αριστουργήματα, όπως το «Δε θα με ξεχάσεις» (1990), το «Θα ‘θελα να ήσουνα εδώ» (1995) και το «Θέλω να σε δω» (1997). Ήταν ο συνθέτης που ταυτίστηκε με τις τρυφερές μπαλάντες της ελληνικής δισκογραφίας, τα τραγούδια με την έντονη συναισθηματική χροιά, που μιλούσαν για την ερωτική απογοήτευση και τη μοναξιά.Του Στέλιου Κοντέα[email protected]
Μπορεί να μη διεκδίκησε ποτέ δάφνες μεγάλου ερμηνευτή, αλλά ερμήνευε τους στίχους που μελοποιούσε σαν να ήταν κι αυτοί δικοί του. Με απόλυτη συναισθηματική ειλικρίνεια και τον πόνο που αυτοί περιέγραφαν ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του μπροστά στο μικρόφωνο. Έτσι η φωνή του αγαπήθηκε… «στο Μέγιστο Βαθμό» (1994)! Ήταν πάντα «Με μια Αγκαλιά Τραγούδια» (1990) αφού δεν άφηνε ποτέ την κιθάρα του στην άκρη. Μελαγχολικός και πληγωμένος, τραγούδησε «Της είπα μια Νύχτα να μείνει» (1995), «Κάτι Τέτοιες Νύχτες», «Ψέματα σου λέει» (1999) και άλλα πολλά για εκείνα τα συναισθήματα που τον πλημμύριζαν… «Θέλω να αφιερώσω αυτά τα τραγούδια μου στις ευάλωτες και ανυπεράσπιστες ψυχές», έγραφε στο σημείωμα ενός δίσκου του – καθόλου τυχαίο αφού σε αυτές απευθυνόταν… Αν και οιονεί οξύμωρο, εκτός από υπερβολικά ευαίσθητος, ήταν ταυτόχρονα και… ροκ! Κάποιες φορές, μάλιστα, θύμιζε αυτήν την πλευρά του εαυτού του τραγουδώντας… «Θα εκραγώ» (1988) και «Είμαι στους απ’ έξω» (1994)!
Ο Αντώνης Βαρδής ήταν ίσως ο μοναδικός τραγουδοποιός που βρέθηκε ακριβώς στο μεταίχμιο μεταξύ έντεχνων και εμπορικών στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε μια εποχή που ο διαχωρισμός αυτός είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του στο Ελληνικό Τραγούδι. Όχι, όμως, από επιλογή, αλλά σαν αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Οι δίσκοι του πουλούσαν όπως των εμπορικών, αλλά τα τραγούδια του δεν ήταν εύπεπτα, δεν προορίζονταν για εφήμερη ανάλωση. Ενσωμάτωναν τη μαγεία της έμπνευσης, τις διαστάσεις του ταλέντου του και τη σπάνια ευαισθησία του.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πάτησε πάνω στα χνάρια του αξέχαστου Μάνου Λοΐζου. Κι αν η εν λόγω σύγκριση είναι υπερβολική λόγω του μουσικού μεγέθους του τελευταίου, είναι βέβαιο πως ο Βαρδής κατάφερε να γράψει μεγάλα τραγούδια χωρίς να έχει πάντα στα χέρια του τους στίχους του εθνικού στιχουργού της Ελλάδος, Λευτέρη Παπαδόπουλου. Συνεργάστηκε, όμως, με πολύ ταλαντούχους στιχουργούς της επόμενης γενιάς, επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών, σε μια αμφίδρομη σχέση με μεγάλους κερδισμένους όλους εμάς. Μελοποίησε τα λόγια του Αντώνη Ανδρικάκη, του Μάνου Τσιλιμίδη, του Σαράντη Αλιβιζάτου, της Γιούλας Γεωργίου, του Βασίλη Γιαννόπουλου και άλλων επαγγελματιών και ερασιτεχνών του στίχου με ένα μοναδικά εμπνευσμένο μουσικά τρόπο, δημιουργώντας υπέροχα τραγούδια.
Στο γιο του, Γιάννη Βαρδή, χάρισε το αριστουργηματικό «Ειλικρινά» (1998), το συγκλονιστικό «Ποτέ δε θα μάθεις» (1997), το αισθαντικό «Ίσως» (1997) και άλλες μπαλάντες που του έδωσαν το εισιτήριο για το ευρύ κοινό.
Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές της γενιάς του, σε συνεργασίες που σφραγίστηκαν ταυτόχρονα από διαχρονικές επιτυχίες. «Ένα Γράμμα» (1981) και «Αχ, Αγάπη!» (1979) από τον Γιάννη Πάριο –συνεργασία στο δεύτερο με τον αθάνατο στιχουργό Πυθαγόρα–, «Φεύγω» και «Ξημερώνει» (1980) από τη Χαρούλα Αλεξίου, «Μ’ αγαπούσες (θυμάμαι μια φορά)» (1978) από τη Δήμητρα Γαλάνη, «Μη μιλάς (δεν είναι απαραίτητο)» (1987) από την Πίτσα Παπαδοπούλου, κ.ο.κ.
Η νεότερη γενιά ερμηνευτών –με την οποία είχε τη γενναιοδωρία να συνεργαστεί χωρίς διακρίσεις και όρους– τού οφείλει, επίσης, μερικά από τα ωραιότερά της τραγούδια. Ενδεικτικά, ο Αντώνης Ρέμος το μεγάλο «Έτσι Ξαφνικά» (1998), το νοσταλγικό «Δυο Ψέματα» (2008) και το δυνατό «Η Νύχτα Δυο Κομμάτια» (2011), η Καίτη Γαρμπή το ατμοσφαιρικό «Πως φοβάμαι να σου πω» (1999) και η Μελίνα Ασλανίδου το παθιασμένο «Λάθος» (2005), που ακούγεται και σήμερα από τα ραδιόφωνα, σαν να κυκλοφόρησε χτες!
Αξέχαστα μέχρι σήμερα είναι και τα ντουέτα που υπέγραψε, και ερμήνευσε μαζί με συγγενείς, φίλους και συνεργάτες. «Πού να εξηγώ;» (1999) [συγκλονιστικό τραγούδι για τη μοναξιά], «Οικογενειακή Υπόθεση» (1997), «Χαμογέλασε, Ψυχή μου» (2002), «Θα σε περιμένω» (1995) με τον γιο του, Γιάννη Βαρδή, «Θα προχωράμε μαζί» (1987) με τη σύντροφο της ζωής του για δέκα χρόνια, Χριστίνα Μαραγκόζη, «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην Τρέλα» (1986), με τους αδερφούς Κατσιμίχα και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, «Πριν μου φύγεις ξανά» (1996) με τη Γλυκερία, «Ροκ Μπαλάντα» (2003) με τη Χαρούλα Αλεξίου, κ.ά. Ιδιαίτερης μνείας, βέβαια, χρήζει η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη στο τραγούδι «Στην Ελλάς του 2000» (1995). Κι αυτό γιατί ήταν ο μύθος του λαϊκού τραγουδιού εκείνος που εκδήλωσε την επιθυμία να συνεργαστεί μαζί του, με αποτέλεσμα αυτήν τη μοναδική μουσική σύμπραξη στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας!
Ο Αντώνης Βαρδής έχασε τη μάχη με την επάρατη νόσο στα 66 του χρόνια. Σίγουρα, είχε να προσφέρει και άλλα σπουδαία τραγούδια καθώς μέχρι την τελευταία στιγμή βρισκόταν στην ενεργό δράση. Ήταν αγαπητός, όχι μόνο στον απλό κόσμο, αλλά σε όλους –ανεξαιρέτως– τους συναδέρφους του – πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Δεν ήταν μόνο οι εκατέρωθεν συνεργασίες, που ανέφερα πιο πάνω, αλλά ο χαρακτήρας του που κέρδιζε τους πάντες. Βαθιά ευαίσθητος, με πηγαίο χιούμορ, ακεραιότητα, πανθομολογούμενο ήθος και πράξεις φιλανθρωπίες που δεν διαφήμισε ποτέ…
Έχω μια διαίσθηση ότι πρώτα από όλους, στον Παράδεισο, θα σφίξει το χέρι του Μάνου Λοΐζου… Έφυγαν και οι δυο πολύ νωρίς αφήνοντας πίσω τους μεγάλα τραγούδια…