Η Εγκληματική Ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουζ
Μεξικανική ταινία παραγωγής 1955 του Ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, σε επανέκδοση. Στην “Εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ” αρακολουθούμε έναν επίδοξο serial-killer, μεγαλοαστικής καταγωγής, ο οποίος παρά τα σχέδια του δεν καταλήγει ποτέ στην πραγματική δολοφονία.
Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μεξικανού συγγραφέα Ρομπέρτο Ουσίλι, Ensayo de un crimen. Ο Λουίς Μπουνιουέλ δούλεψε μαζί με τον συγγραφέα το σενάριο, όμως μετά από δυο εβδομάδες δουλειάς, η συνεργασία διακόπηκε γιατί, αφενός ο Ουσίλι δεν ήθελε να γίνουν τόσο ουσιαστικές αλλαγές στην ιστορία του, αφετέρου ο Μπουνιουέλ δεν έβρισκε ενδιαφέροντα ορισμένα στοιχεία της ιστορίας για τα οποία ο Μεξικανός συγγραφέας επέμενε.
Η ταινία έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης πολλών πανεπιστημιακών. Ο Αμερικανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια, Βίκτορ Φουέντες, έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του La mirada de Bunuel (Tabla Rasa Libros y Ediciones, Spain, 2006) μια ολόκληρη ενότητα – κριτική και ανάλυση για την Εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ.
Ο ήρωας, ένας συμπαθής, ώριμος άντρας, κρύβει μέσα του τον πόθο να δολοφονήσει ορισμένες ποθητές γυναίκες (αντί να κάνει έρωτα μαζί τους). Αν και οι γυναίκες διαπράττουν ηθικά ατοπήματα, που προκαλούν την οργή του ήρωα, οι λόγοι των φονικών του εμμονών μάλλον κρύβονται στα παιδικά του χρόνια. Όταν ήταν μικρός ζούσε στα φουστάνια της επιβλητικής αστής μητέρας και της ωραίας νταντάς του, ταυτισμένος με τις κυριαρχικές γυναίκες του σπιτιού. Με κάποιον τρόπο, όμως, τα εγκλήματα μοιάζουν να διαπράττονται από μόνα τους κι ο κεντρικός χαρακτήρας βλέπει τις γυναίκες, που ήθελε να σκοτώσει ο ίδιος, να σκοτώνονται από άλλους ή να πεθαίνουν από ατυχήματα. Κι όλα αυτά με τη σχεδόν σατανική μουσική υπόκρουση ενός μουσικού κουτιού, που τον στοιχειώνει από την παιδική του ηλικία.
Η ταινία αυτή έχει ενδιαφέροντα στοιχεία, κυρίως από ψυχολογικής και εγκληματολογικής πλευράς και έχει γίνει αντικείμενο αναλύσεων. Η διεισδυτική ματιά του Μπουνιουέλ πάνω στον περίεργο ψυχισμό του ήρωά του, τα στοιχεία φαντασίας, η χρήση της μουσικής, η τολμηρή ανάμειξη αισθησιασμού και φόνων, τα αναπάντητα ερωτήματα που αφήνει, δίνουν ενδιαφέρον στο έργο. Κι υπάρχει ο πανταχού παρών αντιελιτισμός, σήμα κατατεθέν του Μπουνιουέλ, αλλά κι οι αιχμές εναντίον της θρησκείας.
Ωστόσο, σε σύγκριση με μεταγενέστερα έργα του μεγάλου ισπανού, όπως «Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας», «Ο εξολοθρευτής άγγελος», «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου», αυτή η ταινία υστερεί. Κάνει κοιλιές, δείχνει πιο απλοϊκή και δεν είναι τόσο δυνατή στα ευρήματά της. Κυρίως, όμως, υστερεί στο γλυκανάλατο φινάλε, που δεν θυμίζει σε τίποτα τους τρόπους που κλείνουν οι μεγάλες ταινίες του Μπουνιουέλ.
Γιώργος Σμυρνής