Είδαμε την «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Δ. Καραντζά- Αντικατοπτρισμοί
Μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας της ωραίας Ελένης και των αιτίων του Τρωικού Πολέμου μας δίνει η «Ελένη» του Ευριπίδη. Η παράσταση, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, που ανέβηκε το καλοκαίρι στην Επίδαυρο, παρουσιάστηκε και στην Πειραιώς 260 πρόσφατα, για το Φεστιβάλ Αθηνών.
Η τραγωδία του Ευριπίδη βασίζεται σε μία διαφορετική εκδοχή από αυτή του Ομήρου. Η Ελένη που πήγε στην Τροία είναι ένα φάντασμα, ενώ η πραγματική σύζυγος του Μενέλαου βρίσκεται στην Αίγυπτο, στο παλάτι του Πρωτέα, ο οποίος είναι πια νεκρός. Είναι μια φάρσα των Θεών στους ανθρώπους (Αχαιούς και Τρώες), για να τους βάλουν να αλληλοσκοτωθούν «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη» (Σεφέρης).
Ο διάδοχος και γιος του Θεοκλύμενος, επιμένει παρά την άρνησή της να παντρευτεί την ωραία, πλην άτυχη, Ελένη. Στην Αίγυπτο, όμως, εμφανίζεται ρακένδυτος κι ο Μενέλαος, όντας ναυαγός. Συναντά τη γυναίκα του και μαζί αποφασίζουν να οργανώσουν ένα σχέδιο απόδρασης. Στήνουν κι αυτοί τη δική τους παγίδα στο Θεοκλύμενο. Με ένα καλοστημένο ψέμα, καταφέρνουν να αποδράσουν μέσα σε ένα δικό του πλοίο από το βασίλειο του.
Είναι δύσκολο να πεις ότι αυτή η τραγωδία με αρκετή δράση και happy end, καθώς και κάποιες αντιστοιχίες στην πλοκή με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», ισχύει η ρήση «Τέλος καλό, όλα καλά». Κι αυτό γιατί, το έργο που γράφτηκε ενώ καλά κρατούσε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, θα μας υπενθυμίζει πάντα τον κίνδυνο ότι επίπονες προσπάθειες και φοβεροί αλληλοσκοτωμοί θα οφείλονται σε στόχους- φαντάσματα, όπως το φάντασμα της Ωραίας Ελένης, για το οποίο μάταια τόσοι και τόσοι άνθρωποι εξοντώθηκαν.
Η παράσταση του Καραντζά είχε ως βασικό σκηνοθετικό εύρημα τη χρήση πολλών ηθοποιών, ενίοτε και σε μορφή χορωδίας, για την ερμηνεία διαφόρων ρόλων. Αυτό κυριάρχησε στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο συνέχισε να παρουσιάζεται, αλλά σε μικρότερη έκταση. Η απαγγελία των ίδιων λόγων από πολλούς μαζί ηθοποιούς, άλλοτε ακουγόταν περισσότερο και άλλοτε λιγότερο καθαρά. Δυσκολεύομαι να πάρω θέση για το κατά πόσον τα προβλήματα αυτά οφείλονταν στο συγχρονισμό των ηθοποιών (άψογο κατά διαστήματα, αλλά όχι συνέχεια) ή στην ακουστική του χώρου.
Πάντως, η παρακολούθηση της πλοκής και των διαλόγων, ιδίως στο πρώτο μέρος, απαιτούσε την απόλυτη προσοχή από την πλευρά του θεατή. Όπως το συνέδεσα εγώ με το έργο, όπως η Ελένη ήταν ένα φάντασμα στην Τροία, έτσι κι εδώ έχουμε μια αίσθηση πολλαπλών αντικατοπτρισμών του ίδιου ρόλου (κυρίως της Ελένης), έτσι όπως ερμηνεύεται από πολλούς ηθοποιούς ταυτόχρονα. Η αναπαράσταση αποκτά έτσι μια αρκετά ποιητική διάσταση.
Το δεύτερο μέρος, όπου τα ίδια ευρήματα δεν εφαρμόζονται στην ίδια έκταση. Αν κι υπάρχουν εναλλαγές ρόλων στους ηθοποιούς, συνήθως ένας ερμηνεύει το Μενέλαο και την Ελένη, όσο και τον αστείο (μέσα στα λαμέ) Θεοκλύμενο και την με ευρηματικότητα παρουσιασμένη μάντισσα Θεονόη. Έτσι γίνεται πιο σαφές ποιος λέει τι και ευκολότερη η παρακολούθηση της δράσης και των διαλόγων. Υπήρχαν αρκετά κωμικά στοιχεία στην τραγωδία (αλλά περισσότερο και άλλα λιγότερο αστεία), που δεν έμοιαζαν παράταιρα με το συγκεκριμένο έργο, αλλά μάλλον ταίριαζαν. Εξάλλου, οι μπλόφες και τα ψέματα σε αυτό το έργο παίζουν καθοριστικό ρόλο και μπορείς να τα δεις εύκολα κι από μια κωμική πλευρά. Από τις ερμηνείες, οι ηθοποιοί κατάφεραν έναν δύσκολο συγχρονισμό στα «χορωδιακά» μέρη, ενώ γενικότερα έδωσαν καλές ερμηνείες. Πιο πολύ μου έμειναν ο (κωμικός Θεοκλύμενος) Γιάννης Κλίνης και ο δυναμικός Θύμιος Κούκιος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Μία παράσταση με σύγχρονη αισθητική άποψη, που έχει αρκετές αξιώσεις από το θεατή, που πρέπει να είναι απολύτως προσηλωμένος στο έργο, για να μη χάσει την υπόθεση. Έχει όμως και στιγμές ελαφρότητας και χιούμορ, ενώ φωτίζει και κάποιες βαθύτερες πτυχές του έργου του Ευριπίδη με ποιητικό τρόπο.
Γιώργος Σμυρνής