Είδαμε τον «Φον Δημητράκη» του Ψαθά στο θέατρο Μουσούρη– Καρεκλοκένταυρος και δοσίλογος
Πολιτικάντης , καρεκλοκένταυρος, δοσίλογος, δειλός, πέφτουλας (αλλά μόνο σε όσες δεν την πέφτουν οι Γερμανοί), ψεύτης, φραγκοφονιάς, ακόμα και Κάιν… Από ελάχιστα ελαττώματα στέρησαν φύση και κοινωνία τον «Φον Δημητράκη» του Δημήτρη Ψαθά, που είδαμε στο θέατρο Μουσούρη με τον Πέτρο Φιλιππίδη να τον σκηνοθετεί και να τον ενσαρκώνει.
Αυτός ο άνθρωπος με τα αμέτρητα ελαττώματα, η κωμική περσόνα του δοσίλογου αστού πολιτικού, είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η λαϊκή κωμωδία ασχολήθηκε με ένα τόσο καυτό (και ταμπού) θέμα. Ο Ψαθάς είναι βέβαια από τους πιο πετυχημένους συγγραφείς των λαϊκών κωμωδιών που βλέπουμε τόσο συχνά στην τηλεόραση και που ανεβαίνουν συχνά και στο θέατρο. Στην περίπτωση, όμως, του Φον Δημητράκη, υπάρχει ένας παραπάνω λόγος να τον δεις στο θέατρο. Το συγκεκριμένο έργο του Ψαθά δεν έχει γίνει ταινία, προφανώς λόγω του θέματός του, το οποίο μετά τον εμφύλιο ήταν ταμπού.
Τα έργα του Ψαθά έχουν πολιτικό χαρακτήρα. Όπως και σε άλλα, έτσι και στον Φον Δημητράκη ασκείται έντονη κριτική στους μεγαλοαστούς. Σατιρίζονται με σκληρές αιχμές τα πάρε-δώσε μεγαλοαστών με τους Γερμανούς κατακτητές εις βάρος του ελληνικού λαού. Το θέμα των δοσίλογων πολιτικών, σπάνια θίγεται στην Ελλάδα. Ο Φον Δημητράκης είναι ένας άνθρωπος της υψηλής κοινωνίας, ένας άνθρωπος με πρόσωπο στην κοινωνία. Και όχι ο γραφικός προδότης με την κουκούλα, που βλέπουμε σε τόσες ελληνικές ταινίες με θέμα την Κατοχή.
Επίσης, είναι εθισμένος στην καρέκλα της εξουσίας, όπως η «Χαρτοπαίχτρα» (επίσης του Ψαθά) είναι εθισμένη στα χαρτιά. Ο αδερφός του, όμως, και η κόρη του ανήκουν στην αντίσταση και διακινούν όπλα για τους αντάρτες. Ο γιος του είναι αντάρτης στο βουνό. Αυτή η οικογενειακή αντίθεση δίνει έντονα δραματικά στοιχεία στο έργο.
Το δράμα και η κωμωδία φτάνουν στην κορύφωση τους, όταν ο Φον Δημητράκης γίνεται Υπουργός Ασφάλειας για την κατοχική κυβέρνηση και για να διατηρήσει την καρέκλα του, θα πρέπει να οδηγήσει τον αδερφό του και την κόρη του στο απόσπασμα. Εδώ, βέβαια, η υπόθεση έχει προβλήματα. Ηλίθιοι είναι οι Γερμανοί και βάζουν Υπουργό σε ένα τόσο κρίσιμο υπουργείο έναν άνθρωπο, του οποίου όλη η οικογένεια ανήκει στην αντίσταση;
Γενικά, η πλοκή μπάζει σε κάποια σημεία, ενώ και ο πατριωτικός τόνος στα σημεία που μιλούν οι αγωνιστές είναι κουραστικός και βαρύγδουπος. Είναι ένα έργο για την εποχή του- οργισμένο, παθιασμένο, έντονο, αλλά και με αρκετές παραλείψεις. Δεν υπάρχουν, για παράδειγμα, ταγματασφαλίτες, ενώ οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν κατονομάζονται, ούτε γίνεται λόγος για τις συγκρούσεις ανάμεσά τους την περίοδο της κατοχής.
Στο επίκεντρο του έργου είναι πάντα ο Φον Δημητράκης. Κι όσο πιο κωμικός γίνεται, τόσο και πιο τραγικός αποδεικνύεται μέσα στην μικρότητα που του φέρνει το πάθος του για την εξουσία. Ο Πέτρος Φιλιππίδης καταφέρνει να ενσαρκώσει με πάθος και με κωμική ικανότητα αυτόν τον πολύ σημαντικό χαρακτήρα του ελληνικού θεάτρου. Θεωρώ ότι του πάει ο συγκεκριμένος ρόλος.
Ικανοποιητικές είναι οι ερμηνείες της Φαίης Ξυλά, του Γεράσιμου Σκιαδαρέση, του Δημήτρη Μαυρόπουλου, ενώ κάποιο γέλιο έβγαλε και η Γιάννα Παπαγεωργίου. Αλλά μέχρι εκεί. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί δεν με εντυπωσίασαν. Κακά τα ψέματα: Η δύναμη του έργου είναι ο Φον Δημητράκης. Οι άλλοι δεν έχουν και πολύ ενδιαφέρον. Η σκηνοθεσία είναι συμβατική και όχι ιδιαίτερα σύγχρονη, η σκηνογραφία είναι μάλλον αδιάφορη, ενώ η διάρκεια του έργου θα μπορούσε να ήταν αρκετά μικρότερη.
Κατά την γνώμη μου, ο «Φον Δημητράκης» είναι ένα ενδιαφέρον έργο της λαϊκής κωμωδίας και σάτιρας, που βγάζει εντάσεις και γέλιο. Η πένα του Ψαθά μιλάει με την τόλμη της σάτιρας για ένα θέμα ταμπού στην εποχή του. Ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή, όπως τον ενσαρκώνει ο Φιλιππίδης, καταφέρνει να συνδυάζει τραγικά και κωμικά στοιχεία. Τον αντιπαθείς και τον λυπάσαι ταυτόχρονα. Υπάρχουν όμως υπερβολές στην πλοκή και στον εθνικοπατριωτικό του τόνο και θα μπορούσε το κείμενο να είχε περικοπεί αρκετά. Η σκηνοθεσία του έργου σίγουρα δεν ανήκει στην αιχμή του σύγχρονου θεάτρου. Αλλά δεν νομίζω ότι ήταν μες τις φιλοδοξίες της παράστασης κάτι τέτοιο.
Γιώργος Σμυρνής