MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Xenia” σε αφιλόξενες αίθουσες

Μετά από τις πρεμιέρες στα πιο ονομαστά Φεστιβάλ κινηματογράφου του κόσμου, όπως των Καννών και του Τορόντο, τα πολύ ενθαρρυντικά σχόλια, τη διανομή στις αίθουσες της Γαλλίας και τις επαινετικές κριτικές που ακολούθησαν, το «Xenia» προσγειώθηκε στη χώρα παραγωγής του, τη χώρα μας. Και το αποτέλεσμα; Μετά από δέκα μέρες προβολών σε οκτώ αίθουσες η καινούρια ταινία του Πάνου Χ. Κούτρα έκοψε 9.198 εισιτήρια. Αριθμός που μόνο αποθαρρυντικός μπορεί να χαρακτηρισθεί.Από τον Κώστα Ζαλίγκα

Monopoli Team

Σίγουρα υπάρχουν και χειρότερα καθώς υπάρχουν πρόσφατες ελληνικές παραγωγές που ξέμειναν σε τριψήφιο αριθμό εισιτηρίων. Αλλά εδώ μιλάμε για έναν από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες του νέου ελληνικού σινεμά που σε αντίθεση με τους σύγχρονούς του, επιλέγει να σχολιάζει τη νέα, εφιαλτική, ελληνική πραγματικότητα χωρίς να σου προκαλεί αίσθημα ασφυξίας. Χωρίς απαραίτητα να σου δίνει μπουνιές στο στομάχι για να αντιληφθείς πόσο στραβός είναι ο γιαλός που αρμενίζαμε και συνεχίζουμε να αρμενίζουμε, επί δεκαετίες.

Είναι άδικο για το φωτεινό και χρωματιστό, μέσα στην παρακμή του, σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα, του ανθρώπου που υπέγραψε πριν πέντε χρόνια τη «Στρέλλα», μια από τις καλύτερες και πιο ολοκληρωμένες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, να πέφτει άδοξα (σχεδόν) στη μάχη της κατάκτησης του κοινού και να παίρνει γρήγορα το δρόμο προς το DVD και τη λήθη. Ο «πρότερος έντιμος βίος» δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα είναι πάντα «έντιμος», όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που όντως κάνει τη διαφορά σε σχέση με ότι άλλο μας προσέφερε ο ελληνικός κινηματογράφος τις τελευταίες σεζόν.

Στο επίκεντρο του «Xenia» είναι δύο αδέλφια, μετανάστες δεύτερης γενιάς που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα μας. Δύο παιδιά που επιβιώνουν όπως όπως, με δουλειές του ποδαριού ή με την πορνεία, σε μια Ελλάδα που έχει καταρρεύσει και ο ξένος παραμένει διωκόμενος. Μετά το θάνατο της μητέρας τους, αποφασίζουν να ταξιδέψουν σχεδόν σε όλη την Ελλάδα για να εντοπίσουν τον πατέρα τους, που τους παράτησε νωρίς κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Μέχρι να φτάσουν στο κατώφλι του, ο Κούτρας ζωγραφίζει. Αφουγκράζεται και μεταφέρει με αυθεντικότητα τη σκληρή αλήθεια του δρόμου, ενώ παράλληλα δίνει χώρο στο όνειρο χωρίς να διαταράσσει τη ροή της ταινίας του, χωρίς να ξενίζει, χωρίς να γίνεται παράταιρος. Το σενάριό του, που το υπογράφει από κοινού με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη όπως είχε κάνει και με τη «Στρέλλα», σφύζει από ιδέες και ζωντάνια, μιλάει τη γλώσσα των καθημερινών ανθρώπων χωρίς να πλατιάζει, χωρίς να φλυαρεί, χωρίς να παριστάνει κάτι άλλο από αυτό που είναι.

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο ήταν ρίσκο αλλά του βγήκε. Πήρε δύο άγνωστους, πρωτοεμφανιζόμενους πιτσιρικάδες, το Νίκο Γκέλια και τον Κώστα Νικούλι και τους μετέτρεψε σε δύο από τους πιο αξιαγάπητους ήρωες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Είναι αδύνατο να μην βγεις με ένα μεγάλο χαμόγελο από την αίθουσα και σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι είναι οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές του Κούτρα και η αλήθεια που φέρουν, ο καθένας του δικού του κόσμου. Εξίσου απολαυστικός είναι για ακόμη μια φορά ο Αγγελος Παπαδημητρίου με τη μνημειώδη ατάκα «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να ανάβεις ένα μπάφο». Μια φράση που μέσα της περικλείει την πεισματικά μποέμ ιδιοσυγκρασία ακόμη και όταν τα «μεγαλεία» έχουν περάσει προ πολλού.

Το σύγχρονο, ζωντανό και γεμάτο συναίσθημα σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα αξίζει κάτι καλύτερο από το να παραμένει μυστικό μεταξύ μιας μειοψηφίας που συχνάζει στις σκοτεινές αίθουσες.

Περισσότερα από Editors