Είδαμε τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» στο Παλλάς- Γκόλφω με happy end
Μετά την «Γκόλφω» του Περεσιάδη για το Εθνικό Θέατρο, με την μεγάλη της επιτυχία, σειρά πήρε «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια στο Παλλάς.
Ο «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» είναι ένα έργο γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, δύο χρόνια περίπου πριν από την «Γκόλφω» του Περεσιάδη. Aυτά τα βουκολικά ειδύλλια παλιότερα αντιμετωπίζονταν ως αφελή μελοδράματα, ενώ τώρα τελευταία θεωρούνται πολιτιστικοί θησαυροί. Φαίνεται, πάντως, ότι αυτά τα κείμενα αγγίζουν κάποια φλέβα του Έλληνα ηθοποιού, γιατί οι ερμηνείες τόσο στην «Γκόλφω», όσο και στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» κινούνται σε υψηλά επίπεδα.
Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας διαδραματίζεται στην ελληνική επαρχία και αφορά τους τσέλιγκες, της βοσκοπούλες και τους φτωχούς τσοπάνους. Όλα στον «Αγαπητικό» συμβαίνουν μέσα σε ένα 24ωρο. Στο επίκεντρο, μία μάνα-χήρα, η Μάρω, που ο μέλλων γαμπρός της, ξυπνάει μέσα της την ξεχασμένη θηλυκότητά της και την καλεί να ξαναζήσει τον μεγάλο, παλιό ερωτά της.
Είναι βασικά ένα ερωτικό έργο, το οποίο σου δημιουργεί την αγωνία αν θα ζευγαρώσουν τα κατάλληλα άτομα μεταξύ τους. Κάποιες συγκρούσεις μεταξύ διεκδικητών της ίδιας γυναίκας αναπτύσσονται, αλλά αυτές οφείλονται περισσότερο σε παρεξήγηση, παρά στο ότι και οι δύο άντρες αγαπούν την ίδια γυναίκα.
Τα κίνητρα των ηρώων παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς οδηγούν σε απότομες ανατροπές. Οι κεντρικοί χαρακτήρες δεν δείχνουν τόσο κατασταλαγμένοι και ώριμοι και τα «θέλω» τους μπορούν να αλλάζουν από τη μία στιγμή στην άλλη. Κι υπάρχει και μια μεγάλη ποικιλία στα στοιχεία που τους επηρεάζουν. Αυτά μπορεί να είναι ο εξιδανικευμένος έρωτας, το νεανικό πάθος, η (αγάπη στο όριο της αυτοθυσίας) της μάνας, η πίστη στο χρήμα, ο απλός θυμός. Μεγάλη σημασία για τους απλούς επαρχιώτες πρωταγωνιστές, επίσης, δίνεται στο υπερφυσικό. Οι ήρωες αποδεικνύονται δεισιδαίμονες και ο φόβος της κατάρας ή της τιμωρίας της ψυχής από το υπερφυσικό για την αχαριστία τους αναγκάζει να αλλάξουν στάση.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Πέτρος Ζούλιας δεν έχει την ποιητική διάσταση και την μοντέρνα αισθητική της «Γκόλφως» του Καραθάνου. Οι ερμηνείες έχουν πιο νατουραλιστικό χαρακτήρα, η απαγγελία του 15σύλλαβου σπάει τόσο, που σχεδόν δεν την καταλαβαίνεις και συνδυάζεται με πολλά τραγούδια της δημώδους ελληνικής παράδοσης, παίρνοντας έτσι έναν φολκλορικό χαρακτήρα. Είναι όμως καλοδουλεμένη, ταιριάζει με το χώρο του Παλλάς και διασκεδάζει τον κόσμο. Άλλωστε, το έργο δεν είναι τραγικό, δεν έχει δυσάρεστο φινάλε, ενώ υπάρχουν αρκετά κωμικά στοιχεία.
Οι ερμηνείες κινούνται σε υψηλά επίπεδα. Ιδίως οι δυο μανάδες, η Μαρία Πρωτόπαππα και η Ρένη Πιττακή ξεχωρίζουν με τις ερμηνείες τους. Η Πρωτόπαππα ερμηνεύει τη Μάρω, μια μάνα που προσπαθεί να «θυσιαστεί» για την κόρη της και να αρνηθεί το μεγάλο της έρωτα. Μολονότι μελό το θέμα, η ερμηνεία είναι ιδιαίτερα ρεαλιστική και φυσική. Και βγάζει με πολύ καθαρό τρόπο το πάθος για τον «μοιραίο άντρα» τον αρρενωπό τσέλιγκα, που προσπαθεί να καταπνίξει είτε για χάρη της κόρης της, είτε γιατί πιστεύει ότι την πήραν τα χρόνια πια και δεν της αξίζει ένας τέτοιος λεβέντης. Η Ρένη Πιττακή δεν έχει τόσο σύνθετο ρόλο, καθώς είναι μια μάνα που απλά αγαπάει το γιο της. Η αλλοφροσύνη της μάνας που φοβάται για το παιδί της και ρίχνει και μερικές κατάρες, για να αποκαταστήσει την τάξη, αποδίδονται με κλάση από την Πιττακή. Ο Στέργιογλου έχει ωραίες κωμικές στιγμές, ενώ τραγουδάει και καλά σε ένα σημείο. Οι νεαροί ερωτευμένοι, ο Πάνος Βλάχος και η Ευγενία Δημητροπούλου, παίζουν με πάθος και ψυχή τους ρόλους τους. Το γυναικείο κοινό, νομίζω, θα γοητευτεί περισσότερο από τον ώριμο άντρα της ιστορίας, τον αρρενωπό τσέλιγκα (Βασίλη Μπισμπίκη). Τόσο το παίξιμό του ηθοποιού με την αρκετά βαριά φωνή, όσο το στήσιμό του επί σκηνής αναδεικνύουν μεγαλοπρέπεια και αντρισμό στον χαρακτήρα.
Τα τραγούδια και η ζωντανή μουσική αποδίδονται αξιόλογα από τραγουδιστές κι οργανοπαίχτες. Αρχικά σου δίνεται η κουραστική αίσθηση ότι πρόκειται για ένα μεγάλο φοκλορικό videoclip επί σκηνής, αλλά στην πορεία, όταν η πλοκή σε παρασύρει, απλώς τα βλέπεις σαν χαρούμενα μουσικά διαλείμματα. Το ίδιο ισχύει και για σημεία που τραγουδάει ο Γιώργος Μαργαρίτης. Όταν πρωτοβγήκε, σε μια αρκετά δραματική πτυχή της υπόθεσης, μου φάνηκε ξέμπαρκος σε σχέση με το έργο. Στην δεύτερη εμφάνισή του λαϊκού τραγουδιστή, όμως, στο φινάλε της παράστασης, όταν όλα τα προβλήματα είχαν λυθεί κι άρχιζε το γλέντι, η παρουσία του έμοιαζε επιβεβλημένη.
Το επιμύθιο: Όλοι οι καλοί παντρεύονται κι ο Μαργαρίτης τραγουδάει στο γαμήλιο γλέντι. Αυτά σε μια προσεγμένη θεατρική παραγωγή, με καλές ερμηνείες.
Γιώργος Σμυρνής