Ο Δικαστής
Ο ακριβοπληρωμένος σταρ του Hollywood Robert Downey Jr. αφήνει προσωρινά τις περιπέτειες για ένα δικαστικό και οικογενειακό δράμα. Στο πλευρό του ο πολύς Robert Duvall, ο οποίος είναι και πατέρας και “Ο Δικαστής” στην ταινία που σκηνοθετεί ο David Dobkin.
Ο επιτυχημένος δικηγόρος Χανκ Πάλμερ (Robert Downey Jr.), έχει απομακρυνθεί από την οικογένεια του και ζει στη Νέα Υόρκη. Ο απρόβλεπτος χαμός της μητέρας του τον αναγκάζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στην Ιντιάνα: τον μεγάλο του αδελφό τον οποίο άθελά του είχε τραυματίσει (Vincent D’Onofrio), τον μικρό του αδελφό (Jeremy Strong) που έχει προβλήματα στην κοινωνικοποίησή του, αλλά και τον εφηβικό του έρωτα, τη Σαμ (Vera Farmiga).
Από οικογενειακή ιστορία, το έργο μετατρέπεται σε δικαστικό θρίλερ, όταν ξαφνικά ο πατέρας του, ο σκληρός δικαστής της πόλης, κατηγορείται για φόνο και ο Χανκ καλείται να τον υπερασπιστεί. Ο δικαστής στηρίζεται πάνω στον γιο του, με τον οποίο δεν έχει καλές σχέσεις, καθώς βρίσκεται χωρίς άλλοθι, ενώ δεν μπορεί να θυμηθεί του τι ακριβώς συνέβη. Στην προσπάθεια τους να ανακαλύψουν την αλήθεια, αναγκάζονται να συνεργαστούν, και ο στόχος τους πλέον δεν περιορίζεται μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά και στην σχέση τους, τη συγχώρεση, τη λύτρωση.
O Robert Downey Jr. μάλλον ήθελε να ξεσκάσει από τις περιπέτειες και προτίμησε ένα δράμα χαρακτήρων, με την αστυνομική πλοκή και έναν αέρα αμερικανικού ανεξάρτητου. Πάντως, η ταινία δεν ξεπερνά τη μετριότητα σεναριακά και σκηνοθετικά και ως βασικό της ατού έχει το πεπειραμένο και ποιοτικό καστ.
Το έργο παρουσιάζει την αντίθεση ανάμεσα σε έναν πατέρα αυστηρό και άτεγκτο, που είναι ένας εντιμότατος δικαστής μιας επαρχιακής πόλης και στον γιο, που είναι ένας κυνικός δικηγόρος της Νέας Υόρκης, ο οποίος πληρώνεται αδρά, για να αθωώνει πλούσιους, αλλά ανέντιμους πελάτες. Στην πορεία, ο πατέρας βρίσκεται στην ανάγκη του γιου του, όντας τελείως αδύναμος ψυχολογικά, αλλά σωματικά (λόγω βαριάς αρρώστιας) την κατηγορία για φόνο που υπερβαίνει το βαθύ αίσθημα εντιμότητας του. Στην πορεία, αυτή η επαφή αλλάζει τη δυναμική της σχέσης πατέρα και γιου, αλλά και το χαρακτήρα του αδίστακτου δικηγόρου.
Ο ρόλος του Robert Downey Jr., ως του ατομικιστή δικηγόρου που σκέφτεται μόνο την προσωπική του ευημερία, είναι αρκετά κλισέ και ηθικοπλαστικός. Η ταινία γενικά πάσχει στο κομμάτι αυτό, καθώς παρουσιάζει έντονες αντιθέσεις κι ένα αρκετά κουραστικό μοραλιστικό και political correct πνεύμα. Αυτό, εκτός όλων των άλλων, οδηγεί και σε αντιφάσεις.
Για παράδειγμα, ο δικηγόρος στην αρχή κομπάζει ότι δεν χάνει δίκη, όσο ένοχος κι αν είναι ο πελάτης του, ενώ στη συνέχεια διαλέγει τους πιο ηλίθιους ενόρκους, για να μπορει να τους χειραγωγεί. Στο τέλος της ταινίας, μεταμορφωμένος ηθικά, δηλώνει (με ένα πνεύμα υποταγής στο “μεγαλείο” της αμερικανικής λαϊκής σοφίας) ότι οι ένορκοι, όσο άσχετοι ή αφελείς κι αν είναι, στη συντριπτικοί πλειονότητα των υποθέσεων αποφασίζουν σωστά.
Η ταινία χει πολλά κλισέ. Απόλυτος είναι κι ο σεβασμός απέναντι στις αρχές, ειδικά στη δικαστική αρχή, αλλά και στον φαινομενικά “κακό” της υπόθεσης εισαγγελέα (Billy Bob Thornton). Τελείως άκαιρο και μη πειστικό το μελοδραματικό ξέσπασμα, όταν ο πατέρας δικαστής βρίσκεται στο έδρανο του μάρτυρα με το γιο του να του θέτει ερωτήσεις και να “λύνουν” εκεί και προσωπικά τους θέματα. Άλλωστε, το μελό, όπως και η κωμωδία, βασίζεται πολύ και στο timing. Όταν μπαίνει μια συγκινησιακά φορτισμένη σκηνή σε λάθος χρόνο, όχι μόνο μπορεί να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, από το να συγκινήσει, αλλά μπορεί να προκαλέσει και τη νοημοσύνη του θεατή.
Υποκριτικά ο Robert Downey Jr δεν κάνει κάποια υπέρβαση. Ωστόσο, αποτελεί μέρος ενός συνολικού καστ με πρώτο και καλύτερο τον Robert Duvall, που δίνει πειστικές και αξιόλογες ερμηνείες. Στυλάτος ο Billy Bob Thornton στον ρόλο του δικαστικού αντίπαλου του πρωταγωνιστή, αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν αξιοποιείται επαρκώς από την ταινία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: “Ο Δικαστής” είναι μια ταινία που βασίζεται στο βάρος των πρωταγωνιστών της και στο σασπένς της υπόθεσης του φόνου. Στα τρωτά της σημεία, είναι ο άκαιρος μελοδραματισμός, το political correct και ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας, που αν δεν έχουν τον πρώτο, έχουν σίγουρα τον τελευταίο λόγο.
Γιώργος Σμυρνής