Δύο ξένοι στην ίδια κούρσα
Αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς κόσμους, είναι το ίδιο αγαπημένοι από το κοινό και το πιθανότερο είναι ότι θα τους δούμε τον ερχόμενο Φεβρουάριο να διεκδικούν το ίδιο τρόπαιο. Το Όσκαρ Ά ανδρικού ρόλου. Μιλάμε για τον Ρόμπερτ Ντάουνι τζ. και τον Μπιλ Μάρεϊ που αυτές τις μέρες μας «εξηγούν» στις κινηματογραφικές αίθουσες όλης της χώρας τους λόγους για τους οποίους το χρυσό αγαλματίδιο ταιριάζει όσο τίποτα άλλο στη διακόσμηση του σαλονιού τους.Aπό τον Κώστα Ζαλίγκα
Ή στη δεύτερη περίπτωση, αυτή του αντιστάρ Μπιλ Μάρεϊ, στη διακόσμηση της ντουλάπας του καθώς είναι πράγματι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι ο μόνιμος συνεργάτης του Γουες Αντερσον θα καυχιόταν για το τρόπαιο τοποθετώντας το σε κεντρικό σημείο του σαλονιού του. Το πιθανότερο είναι, αν τελικά φτάσει στην κατάκτησή του, να τον δείτε να κοιτάει με ατάραχο βλέμμα την κάμερα, να ψελλίζει ένα λιτό «thank you» και η αμηχανία της σιωπής του να υπογραμμίζει το εφήμερο του θριάμβου του και της ζωής εν γένει! Γιατί κάθε φορά που ο 64χρονος από το Σικάγο εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη, αυτό κάνει.
Ο Μπιλ Μάρεϊ δεν είναι ο τύπος που θα έρθει απρόσκλητος ένα βράδυ, έτοιμος για όλα και θα σε παρασύρει σε αχαρτογράφητους παραδείσους που μόνο εκείνος γνωρίζει. Δεν είναι ο τύπος που θα σε προκαλέσει να φέρεις τα πάνω κάτω στη ζωή σου για να τον ακολουθήσεις με κλειστά μάτια αγνοώντας τις συνέπειες. Αντιθέτως, αν με την πρώτη ευκαιρία του κλείσεις την πόρτα στα μούτρα, εκείνος θα μείνει λίγα δευτερόλεπτα αμίλητος να κοιτά το κενό και χωρίς να αρθρώσει λέξη θα κάνει μεταβολή και θα θρονιαστεί στην αγαπημένη του πολυθρόνα ανοίγοντας την τηλεόραση. Θα μείνει ακίνητος να κοιτά το κενό, ανέκφραστος, κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι αν σκέφτεται τί πήγε λάθος στον τρόπο προσέγγισής του ή αν απλά δεν σκέφτεται τίποτα. Από την άλλη μεριά βέβαια, η ικανότητά του να σε βγάζει από τη λούπα της ανίας όντας εγκλωβισμένη σε δωμάτιο ξενοδοχείου άγνωστης χώρας, είναι αδιαπραγμάτευτη. Εχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε που έκανε τη Σκάρλετ Γιόχανσον να περάσει μια από τις απολαυστικότερες εβδομάδες της ζωής της στο «Χαμένοι στη μετάφραση» της Σοφία Κόπολα. Κι όμως, θαυμαστές και μη του μοναδικού αμερικανού, την μνημονεύουν στο ξεκίνημα κάθε κουβέντας για τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του.
Στο «St. Vincent ο αγαπημένος μου άγιος», που μόλις έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο Μπιλ Μάρεϊ ανακηρύσσεται «σύγχρονος άγιος» από έναν πιτσιρικά δέκα ετών. Και όχι άδικα. Είναι αλκοολικός, κυνικός, προσβλητικός, αθυρόστομος, παίζει τα λιγοστά του χρήματα στον ιππόδρομο και το σπίτι του μοιάζει με χωματερή. Όμως πίσω και παράλληλα με όλα αυτά, μαθαίνει στον μικρό γείτονά του πώς να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της καθημερινότητας. Επιμένει να φροντίζει με συνέπεια και αγάπη τη σύζυγό του τα τελευταία οκτώ χρόνια κι ας μην έχει ιδέα ποιος είναι λόγω άνοιας. Καταφέρνει να κάνει «δώρο» σε μια ρωσίδα στρίπερ το πρώτο της υπερηχογράφημα για να μάθει το φύλλο του παιδιού της. Μερικές δεκαετίες πίσω, στον πόλεμο του Βιετνάμ, έσωσε αρκετούς συντρόφους του με κίνδυνο της ζωής του. Όλα αυτά τα κάνει χωρίς να χάνει ούτε πόντο από τη χαρακτηριστική του (μη) έκφραση στο πρόσωπο. Διατηρώντας στο ακέραιο την γοητευτική ιδιοσυγκρασία του αουτσάιντερ, του ανθρώπου που δεν του χαρίζεις δεύτερη ματιά στο δρόμο αλλά στο πίσω μέρος του εγκεφάλου σου υποψιάζεσαι ότι πρέπει να τα παρατήσεις όλα και να τον ακολουθήσεις χωρίς σκέψη. Όπως ακριβώς ταιριάζει σε έναν «άγιο».
Από την άλλη μεριά, δεν μπορείς να ισχυρισθείς το ίδιο για τον Ρόμπερτ Ντάουνι τζ. έτσι, όπως τον βλέπεις να δικηγορεί και να μην αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του στον «Δικαστή». Είναι ετοιμόλογος, είναι εύστροφος, είναι ασυγκράτητος ακόμη και εντός της αίθουσας του δικαστηρίου. Δεν χάνει δίκη ακόμα και όταν όλοι έχουν στοιχηματίσει στην ήττα του. Και όλα αυτά τα κάνει ατσαλάκωτος. Με τη χωρίστρα να παραμένει πεισματικά στη θέση της. Η πλάκα είναι ότι ο κύριος «Iron Man» κάνει το απίστευτο tour de force του να μοιάζει βιωμένο βήμα προς βήμα. Δεν σκοντάφτει πουθενά, δεν διστάζει σε κανένα σημείο.
Ξέρεις ότι στο μυαλό του μαίνεται μια καταιγίδα φράσεων, επιχειρημάτων και διεξόδων από κάθε κατάσταση που απειλεί να τον στριμώξει, αλλά ξέρεις επίσης, ή μάλλον τον βλέπεις, ότι ο ίδιος έχει δαμάσει αυτή την καταιγίδα και την έχει δρομολογήσει έτσι, όπως εκείνος επιθυμεί. Σαν μια μαθηματική εξίσωση που γνωρίζεις εκ των προτέρων κάθε γωνία της, κάθε έκβασή της. Όταν τελικά η καταιγίδα καταλαγιάζει, έρχεται η ώρα του ατρόμητου επαγγελματία να δείξει το ανθρώπινο πρόσωπό του. Να πάει με το ρελαντί συνοδεύοντας τον πατέρα του, με τον οποίο είχε πάντα ανοικτούς λογαριασμούς, στις τελευταίες του στιγμές. Και το κάνει όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο που παρά το σκληρό προσωπείο του, ήταν εκείνος που πρώτος ονειρεύτηκε να δει τον γιο του να τον ξεπερνά.
Αν δεν θέλετε να πιαστείτε αδιάβαστοι το βράδυ της 22ης Φεβρουαρίου που θα απονεμηθούν τα Οσκαρ, σπεύστε τώρα να απολαύσετε τους δύο μεγάλους ηθοποιούς σε ερμηνείες για τις οποίες τους ευγνωμονούμε.