Είδαμε το «Θα περάσει κι αυτό» στο Badminton- Από τη Χούντα στο μνημόνιο
Τα μαθήματα επιθεώρησης συνεχίζονται στο Badminton, όχι όμως το ίδιο εντατικά. Αυτή τη φορά αναφερόμαστε την περίοδο από τη Δικτατορία μέχρι την σημερινή εποχή, με την μουσικοθεατρική παράσταση «Θα περάσει κι αυτό» σε σκηνοθεσία Φωκά Ευαγγελινού και κείμενα του Άγγελου Πυριόχου.
Το «Θα περάσει κι αυτό» είναι η συνέχεια του πολύ πετυχημένου «Θα σε πάρω να φύγουμε». Εκείνη η παράσταση παρουσίασε την ιστορία του είδους της ελληνικής επιθεώρησης μέχρι το 1967, έτος του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Η παράσταση, λοιπόν, που ανεβαίνει τώρα στο Badminton έρχεται να καλύψει το κενό, από εκεί που είχε σταματήσει η προηγούμενη παράσταση μέχρι την εποχή που ζούμε.
Ωστόσο, σε σύγκριση με την προηγούμενη παράσταση, το sequel είναι περισσότερο σε μια ρετρό ανασκόπηση της μουσικής και των trends αυτών των 47 ετών και όχι τόσο μια ανασκόπηση της ελληνικής επιθεώρησης της περιόδου αυτής. Τα επιθεωρησιακά κομμάτια και οι ηθοποιοί που αναφέρονται είναι μικρό μέρος του συνόλου της παράστασης. Αντίθετα, υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια, αναφορές σε μουσικά φεστιβάλ, τηλεοπτικά σίριαλ, όπως ο «Άγνωστος Πόλεμος» του Φώσκολου, που παρωδείται, σχόλια για τη μόδα που με κάποιον «φλου αρτιστίκ» τρόπο συσχετίζονται με τις κομματικές ταυτότητες του εκλογικού σώματος της μεταπολίτευσης. Όλα αυτά, αλλά πολύ λίγη επιθεώρηση: κάποια μικρά σκετς του Σακελλάριου, του Βέγγου ή του Λαζόπουλου… και τέρμα.
Παραδόξως, αν και η ίδια η επιθεώρηση δεν έχει μεγάλο ρόλο στην παράσταση, ο ρόλος «Επιθεώρηση» εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο. Συνεχίζονται τα ερωτικά της κυρίας Επιθεώρησης (Αντώνης Λουδάρος) με τον κομμουνιστή γκόμενο (Μιχάλη Μαρίνο) -που στην πορεία γίνεται Πασόκος- και τον δεξιό και πλούσιο σύζυγο (Μέμος Μπεγνής). Μάλιστα, έχει και μια κόρη, κουλτουριάρα, την οποία παίζει η Μίρκα Παπακωνσταντίνου. (Δείχνει παράξενο το ζεύγος Λουδάρου και Μπεγνή να έχουν κόρη, την οποία παίζει μια ηθοποιός σαφώς μεγαλύτερη τους σε ηλικία). Ο Λουδάρος με τα αστεία του και με το συνηθισμένο χιούμορ ενός άντρα που παριστάνει τη γυναίκα, σηκώνει πάνω του μεγάλο βάρος της παράστασης. Αυτή φορά απουσιάζει ένας πολύ επικοινωνιακός με το κοινό αφηγητής, όπως ήταν ο Καπουτζίδης στο «Θα σε πάρω να φύγουμε». Ούτε τα σκηνικά έχουν τη λαμπρότητα της πρώτης παράστασης, ενώ οι χορογραφίες δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με τη μουσική στην παράσταση.
Το «Θα περάσει κι αυτό», αν και μιλάει για γεγονότα κοντινά ή και σύγχρονα, προσπαθεί να αποφύγει πολιτικά ή σατυρικά σχόλια, που μπορεί να ενοχλήσουν τις πολιτικές ευαισθησίες κάποιων θεατών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η περίοδος των δύο δεκαετιών από τη Δικτατορία μέχρι το σκάνδαλο Κοσκωτά διαρκούν κάπου 2,5 ώρες. Και τα σχεδόν 30 χρόνια που ακολουθούν μέχρι σήμερα τα παρουσιάζουν γρήγορα- γρήγορα μέσα σε 5 λεπτά! Η παράσταση έχει λίγες και μάλλον επιφανειακές πολιτικές αιχμές και κυρίως ασχολείται με ρετρό τραγούδια. Το μουσικό κομμάτι είναι αυτό που κυριαρχεί στην παράσταση, με αρκετές καλλίφωνες τραγουδίστριες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Αυτή τη φορά το sequel δεν είναι εξίσου καλό με την πρώτη παράσταση. Εν πολλοίς, είναι μια παράσταση που δεν θέλει να στενοχωρήσει κανέναν, με παρηγορητικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα, πολλά τραγουδάκια, για να πάνε κάτω του μνημονίου τα φαρμάκια και μια δήλωση παρηγοριάς που διαρκώς επαναλαμβάνεται: «Θα περάσει κι αυτό».
Γιώργος Σμυρνής