Ένα Περιστέρι Έκατσε Σε Ένα Κλαδί, Συλλογιζόμενο την Ύπαρξη του
Η ταινία “Ένα Περιστέρι Έκατσε Σε Ένα Κλαδί, Συλλογιζόμενο την Ύπαρξη του” του 71χρονου σουηδού σκηνοθέτη Ρόι Άντερσον πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 71ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας. Κι εκεί κέρδισε το πρώτο βραβείο, το Χρυσό Λιοντάρι Καλύτερης Ταινίας!
Μαθητής του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Σουηδός σκηνοθέτης, μας παρουσιάζει ξανά μια ασυνήθιστη ταινία, στην οποία παρακολουθούμε δυο μεσήλικες πωλητές να προσπαθούν να πουλήσουν τα «παιχνίδια» τους, τα οποία θα προσφέρουν διασκέδαση, όπως πιστεύουν, στους ανθρώπους. Mε την ταινία αυτή, ο Ρόι Άντερσον ολοκληρώνει την τριλογία του για τον άνθρωπο, που ξεκίνησε το 2000 με τα “Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο” και συνέχισε το 2007 με την ταινία “Εσείς οι ζωντανοί”.
Σαν να ‘ναι οι σύγχρονοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα ή σημερινοί Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν από το “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ, οι Σαμ και Τζόναθαν, δύο πλανόδιοι πωλητές που εμπορεύονται ασυνήθιστα «παιχνίδια». Αυτοί μας μεταφέρουν σε μια καλειδοσκοπική περιπλάνηση στο ανθρώπινο πεπρωμένο. Ένα ταξίδι που αποκαλύπτει την ομορφιά και τη θλίψη των απλών στιγμών, την ευτέλεια, το χιούμορ και την τραγωδία που κρύβονται μέσα μας, αλλά και την αδυναμία της ανθρωπότητας.
Το έργο έχει στοιχεία μπουρλέσκ, δηλαδή εξωπραγματικής κωμωδίας και οπωσδήποτε στοιχεία σουρεαλισμού, παραλόγου και φανταστικού. Είναι όμως κάτι παραπάνω από μία μαύρη κωμωδία, που τα συνδυάζει όλα αυτά. Άλλωστε, αν ήταν βασικά ένα κωμικό έργο, θα ήταν μια κακή ταινία, καθώς δεν βγάζει και τόσο πολύ γέλιο. Είναι ένας περίεργος συνδυασμός του κωμικού και του τραγικού, με μια κάμερα πάντα ακίνητη και τους ηθοποιούς να γεμίζουν με ράθυμες, αλλά συχνά απρόβλεπτες ενέργειες τα πλάνα. Κωμικές σκηνές αργών ρυθμών, σε μια φόρμα πολύ σταθερή και πολύ ιδιαίτερη, το στίγμα του σκηνοθέτη.
Αν και η καθημερινότητα και οι απλοί άνθρωποι και οι απλές πράξεις εμπνέουν ιδιαίτερα τον σκηνοθέτη, δεν είναι μια ρεαλιστική ταινία. Το καθημερινό παρουσιάζεται τελείως παράξενα, στα όρια του σουρεαλισμού. Υπάρχουν όμως σκηνές εντελώς συμβολικές, όπου χάνεται κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, σε μία σκηνή το έργο μετατρέπεται σε μιούζικαλ. Σε μία άλλη, μια σημερινή καφετέρια δέχεται την επίσκεψη του σουηδικού στρατού του 1708, που προελαύνει εναντίον του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας. Μια πολύ εντυπωσιακή σκηνή με μια αρκετά κωμική παρουσίαση ενός ομοφυλόφιλου Καρόλου του 12ου, που δείχνει την αλαζονεία του μιλιταρισμού, πριν ξεκινήσει η μάχη.
Μετά από λίγη ώρα θα ξαναδείξει τον ίδιο στρατό να επιστρέφει- αυτή τη φορά όμως καμία περηφάνεια. Πληγωμένα σώματα, πληγωμένοι εγωισμοί και χήρες που κλαίνε.
Σε μια πολύ συγκλονιστική αλληγορία, στρατιώτες κλείνουν μαύρες σκλάβες σε έναν παράξενο κύλινδρο, με πνευστά όργανα προσαρμοσμένα στα τοιχώματα και του βάζουν φωτιά. Αυτό που ακούγεται είναι μια υπέροχη μουσική. Όμως, ο θεατής μπορεί να καταλάβει ότι τη μουσική αυτή την παράγουν οι κραυγές των σκλάβων, που αλλοιώνονται μέσα από τα μουσικά όργανα. Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι αυτή η εικόνα ήταν απλά ένα όνειρο του πιο θλιμμένου από τους δύο πρωταγωνιστές, που ρωτάει: “Είναι σωστό να χρησιμοποιείς τους άλλους ανθρώπους, για να διασκεδάσεις;”
Υπάρχει πολύ ισχυρή κριτική στον μιλιταρισμό, την αποικιοκρατία, την καταπίεση της γυναίκας, την εκμετάλλευση, αλλά και την απάθεια του απλού ανθρώπου. Η ιστορία, που πάντα είναι παρούσα στη συλλογική συνείδηση, ζωντανεύει με έναν πικρό και σουρεαλιστικό τρόπο στις ευφάνταστες κινηματογραφικές αλληγορίες του σκηνοθέτη. Ο πολιτισμός γίνεται ένας μηχανισμός εξωραϊσμού του πόνου και της συμφοράς των αδικημένων. Πικρές αλήθειες, πανανθρώπινες, που χάρη στη μεγάλη φαντασία του δημιουργού, έχουν ειπωθεί σε ένα έργο, που με την εμμονή που έδειχνε σε βαρετούς, καθημερινούς ανθρωπάκους, δεν σου γέμιζε το μάτι ότι θα μπορούσε να τις εντάξει μέσα του.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Μια δύσκολη ταινία, αλλά πολύ δυνατή. Δεν με εντυπωσίασε τόσο η ιδιαίτερη, χαλαρών ρυθμών καλλιτεχνική της φόρμα, ή το παράξενο μαύρο χιούμορ της. Το πραγματικά εντυπωσιακό, για μένα, ήταν ο αλληγορικός, οικουμενικός και γεμάτος φαντασία τρόπος, με τον οποίο ο σκηνοθέτης κρίνει συνολικά τον άνθρωπο, τον πολιτισμό, την ιστορία.
Γιώργος Σμυρνής