Κώστας Φιλίππογλου: Στον «Γλάρο» κάνουμε θέατρο, όπως το βλέπουμε στα όνειρά μας
Σκηνοθέτης και ηθοποιός με σημαντική καριέρα στη χώρα μας, ο Κώστας Φιλίππογλου κουβαλά μαζί του σημαντικές εμπειρίες από τις συμμετοχή του σε παραστάσεις στην Αγγλία και την Γαλλία. Με την διεθνή θεατρική ομάδα Complicite στο Λονδίνό, αλλά και δουλεύοντας με ηθοποιούς του Πήτερ Μπρουκ και της Αριάν Μνουσκίν, άνοιξε τους θεατρικούς ορίζοντές του. Μάλιστα, έμαθε γαλλικά μέσα από τις πρόβες και τις θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες έπαιζε στην Γαλλία. Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Οι συνεργασίες του με τους ξένους θιάσους συνεχίζονται, αν και σε πιο αραιά διαστήματα, καθώς πλέον οι πολλές υποχρεώσεις του στην Ελλάδα είναι πολλές. Ο Κώστας Φιλίππογλου έχει αποφασίσει να μείνει στην Ελλάδα. Και φέτος σκηνοθετεί ένα σπουδαίο έργο του Τσέχοφ, τον “Γλάρο” στο θέατρο Θησείον.
Με αφορμή αυτή την παράσταση, μας μιλάει για το έργο του Τσέχοφ, για τα συν και τα πλην του ελληνικού θεάτρου σε σχέση με αυτό του εξωτερικού και για τη φιλοδοξία του να παρουσιάσει τον “Φιλοκτήτη” του Σοφοκλή σε άλλες χώρες. Ταυτόχρονα, αναφέρεται στα προβλήματα του πολιτισμού, ενώ μας εξηγεί τι πιστεύουν οι Άγγλοι για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα.
-Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε το «Γλάρο» του Τσέχοφ;
Ο Τσέχοφ είναι αγαπημένος μου συγγραφέας. Ξαναδιαβάζοντας πέρσι το Γλάρο, άρχισε να μου δημιουργεί το κείμενο διαφορετικές εικόνες στο μυαλό μου. Κι αυτές οι εικόνες μου δημιούργησαν την επιθυμία να τον σκηνοθετήσω. Βέβαια, τώρα που το ανέβασα, βλέπω πολλά στοιχεία κοινά με το σήμερα. Αυτή την διπολικότητα που μας διακρίνει, όπου από τη μια θέλουμε να ζήσουμε και να ερωτευθούμε, να πιαστούμε από τη ζωή, ενώ την ίδια στιγμή είμαστε σε μια θλίψη, λόγω των οικονομικών προβλημάτων, τη συναντούμε και στο «Γλάρο». Δεν είμαστε συνέχεια σε θλίψη, γιατί αλλιώς θα είχαμε φουντάρει όλοι. Είμαστε μία σε χαρά, μία σε θλίψη.
-Έχετε πει πως πριν από 5 χρόνια ίσως να θεωρούσαμε τον Γλάρο ένα ανιαρό έργο. Αλλά όχι σήμερα. Τι άλλαξε τα τελευταία πέντε χρόνια;
Και τι δεν άλλαξε σε σχέση με τις ανθρώπινες σχέσεις. Πριν από 5 ή από 7 χρόνια ζούσε όλη η Ευρώπη μία ήσυχη ευημερία. Τότε ίσως να φαινόταν ανιαρός ο Γλάρος, με όλους αυτούς τους έρωτες, που απασχολούν τους πρωταγωνιστές στο εξοχικό. Στις ημέρες μας έχουν αλλάξει οι ανθρώπινες σχέσεις, αυξήθηκαν οι ενδοοικογενειακοί καυγάδες, αλλά αυξήθηκαν και οι έρωτες. Παράλληλα, μέσα σε αυτά τα χρόνια έχει αλλάξει κι ο θεατής. Θέλει περισσότερη δύναμη και περισσότερες εικόνες στην σκηνή. Πριν από 10 χρόνια καθόταν να γευθεί στην στιγμή, να απολαύσει την εικόνα που έχει διάρκεια. Τώρα, θέλει πιο γρήγορες εναλλαγές ρυθμού και να μην κρατάει πολύ η παράσταση. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, εγώ, όταν διάβαζα το Γλάρο, δεν τον έβρισκα ανιαρό. Έχω, όμως, δει ανιαρά ανεβάσματα του Γλάρου.
-Στο θέμα του ρυθμού, το σύγχρονο θέατρο έχει επηρεαστεί από τον κινηματογράφο;
Βέβαια. Έχουμε επηρεαστεί πολύ από τους κινηματογραφιστές. Όπως οι κινηματογραφιστές πήρανε το θέατρο και το έκαναν σινεμά, τώρα εμείς οι θεατρικοί παίρνουμε το σινεμά και το ξανακάνουμε θέατρο. Έχουμε γυρίσει σε μια εικονοποίηση του θεάτρου. Είναι καλό οι τέχνες να αλληλοεπηρεάζονται.
-Στην καριέρα σας δίνετε μεγάλη έμφαση στο σωματικό θέατρο. Πώς συνδυάζεται ο Γλάρος με το σωματικό θέατρο;
Δεν κάνω μόνο σωματικό θέατρο. Κάνω σωματικό, δημιουργικό θέατρο με αρκετούς ποιητικούς συμβολισμούς. Άλλωστε, όταν λέμε σωματικό θέατρο, δεν εννοούμε μόνο την κίνηση, αλλά και μια στάση- και η ακινησία είναι σωματική. Ο Γλάρος έχει αρκετές εικόνες, στις οποίες το σώμα παράγει ποίηση. Με αυτή την έννοια, η παράσταση είναι σωματική και είναι σαν όνειρο. Το λέει κάποια στιγμή κι ο Τρέπλεφ στον Γλάρο: «Πρέπει να κάνουμε ένα θέατρο, όπως το βλέπουμε στα όνειρα μας». Και στα όνειρά μας, όλα είναι πιο σωματικά.
-Ο Τσέχοφ, κατά τη γνώμη σας, έγραψε κωμωδίες ή δράματα;
Ο ίδιος λέει ότι σαφώς τα έργα του είναι κωμωδίες. Ο Γλάρος είναι μια κωμωδία σε 4 πράξεις με μία αυτοκτονία. Σίγουρα, βέβαια, όταν υπάρχει μια αυτοκτονία σε ένα έργο, αυτό δεν είναι φαρσοκωμωδία. Όμως, οι στιγμές που υπάρχουν μέσα, σε κάποιες στιγμές είναι αρκετά αστείες. Άλλωστε, μερικές φορές το δικό μας μικρό δράμα φαίνεται τόσο αστείο, που κάνει τον άλλο να γελάει. Ο Τσέχοφ, νομίζω, θέλει να δηλώσει το εξής: Η ζωή σας είναι πολύ αστεία, αλλά την έχετε πάρει πολύ στα σοβαρά.
-Πριν ανέβει ένα έργο, κάνετε δοκιμαστικές παραστάσεις;
Πριν ανέβει κανονικά το έργο, κάνω διάφορα περάσματα, για να μου δώσουν οι θεατές ανατροφοδότηση: αν τους άρεσε ή όχι, αν βαρέθηκαν ή δεν βαρέθηκαν. Προτιμώ ανθρώπους, που δεν είναι του χώρου μας, πχ ηθοποιοί, αλλά απλούς θεατές. Μέχρι και παιδιά θα μου άρεσε να το βλέπουν.
-Έχετε δουλέψει με σημαντικούς ευρωπαϊκούς θιάσους. Πώς σας έχουν επηρεάσει οι συνεργασίες αυτές;
Πάρα πολύ. Η σχέση μου με το σωματικό-ποιητικό θέατρο, προέρχεται από τη συνεργασία με την ομάδα μου την Complicite, μια διεθνής θεατρική ομάδα, που έχει βάση στο Λονδίνο. Η Αγγλία είναι θεατρική μητρόπολη κι εκεί γίνονται πάρα πολλά πράγματα. Κι αν δεν είχαν οι Άγγλοι αυτή την εμμονή με την ακρίβεια, θα γίνονταν ακόμα περισσότερα. Επίσης, η εκπαίδευση που έχω από ηθοποιούς του Πήτερ Μπρουκ ή της Μνουσκίν, όπου κάναμε παραστάσεις για καιρό, με έχουν επηρεάσει πολύ. Στο εξωτερικό έμεινα από το 1998 ως το 2008. Και ακόμα συνεχίζω να δουλεύω εκεί, αν και έχουν αραιώσει οι συνεργασίες. Έχω αποφασίσει να μείνω μόνιμα στην Ελλάδα.
-Είναι αλήθεια πως έχετε παίξει θέατρο και στη Γαλλία, χωρίς να ξέρετε γαλλικά;
Στη Γαλλία η πρώτη παράσταση που έκανα, ήταν διηγήματα και πάλι του Τσέχοφ, με θέμα το ψάρεμα. Δεν ήξερα λέξη γαλλικά. Αυτοσχεδίαζα στα αγγλικά και μετά τα μεταφέρανε στα γαλλικά. Τη δεύτερη φορά έπαιξα τον Λεόντιο, τον πρωταγωνιστή στο Χειμωνιάτικο παραμύθι του Σαίξπηρ. Επειδή ο ρόλος ήταν τεράστιος, με ένα τεράστιο λεξιλόγιο χιλιάδων λέξεων, έμαθα γαλλικά ερμηνεύοντας τον ρόλο του Λεόντιου. Η τελευταία μου παράσταση στη Γαλλία, πέρσι, ήταν στο θέατρο του Πήτερ Μπρουκ. Εκεί έπαιξα στο έργο «Η έκτη Ήπειρος», που μιλάει για την άνοδο και την πτώση μιας οικογένειας ενός Έλληνα μετανάστη, τον οποίο έπαιξα εγώ, αλλά και για οικολογικά θέματα.
-Ποια είναι τα προτερήματα και ποια τα προβλήματα του ελληνικού θεάτρου σε σχέση με το εξωτερικό;
Τα προτερήματά του είναι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν όρεξη για δουλειά και γι΄αυτό υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός παραστάσεων κάθε χρόνο (500-700). Πολύς κόσμος έχει ανάγκη να εκφραστεί στο θέατρο. Επίσης, οι Έλληνες είναι πιο ανοιχτοί από άλλους λαούς και ξέρουν γλώσσες. Οι Ιταλοί ή οι Ισπανοί δεν γνωρίζουν γλώσσες και νομίζουν ότι όλος ο κόσμος είναι η χώρα τους. Οι Έλληνες καλλιτέχνες, ως πιο ανοιχτοί, είχαν επικοινωνία με το εξωτερικό και εμπλουτίσανε το θέατρο τα τελευταία 15 χρόνια με νέες φόρμες.
Τα μειονεκτήματα είναι πως δεν έχουμε την τεχνολογία, που υπάρχει σε άλλες χώρες, όπως στην Αγγλία. Δεν έχουμε επίσης επαγγελματίες παραγωγούς, με εξειδίκευση στο αντικείμενο. Επίσης, οι αίθουσες δεν έχουν τις απαραίτητες υποδομές. Λείπει η οργάνωση. Δεν μπορεί ο σκηνοθέτης να ψάχνει ένα μικρόφωνο και να παίρνει τον παραγωγό τηλέφωνο. Παράλληλα, οι ηθοποιοί δεν παίρνουν καλή εκπαίδευση στην Ελλάδα. Έξω είναι πιο οργανωμένη η εκπαίδευση. Αλλά επειδή πολλοί δικοί μας πήγαν στο εξωτερικό, πήραν αυτή την εκπαίδευση και την χρησιμοποιούν ή τη μεταλαμπαδεύουν. Γενικά, η καλλιτεχνική ανάπτυξη επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Η πολιτεία είναι απούσα και οι υπουργοί πολιτισμού μετά την Μερκούρη δεν ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό. Βλέπουν το υπουργείο αυτό σαν δυσμενή μετάθεση.
-Μιας και μιλήσατε για την Μερκούρη. Ως υπουργός ήταν αυτή που έθεσε το θέμα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα. Ποια είναι η δική σας θέση;
Όταν ήμουν στο Λονδίνο, οι Βρετανοί στο θίασο ήταν υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων. Στην Αγγλία οι προοδευτικοί είναι υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα και οι προοδευτικοί στην Ελλάδα είναι εναντίον. Άντε να βρεις ποιος είναι ο προοδευτικός τελικά και ποιος όχι σε αυτή την περίπτωση. Εγώ, είμαι υπέρ του να επιστρέψουν τα συγκεκριμένα μάρμαρα, γιατί ο τρόπος που απήχθησαν ήταν βανδαλισμός και κλοπή εις βάρος του Παρθενώνα. Αλλά τα θεωρώ μια παγκόσμια κληρονομιά και όχι μια νεοελληνική κληρονομιά. Και δεν είμαι υπέρ του να επιστρέψουν όλα τα αρχαία μνημεία, που υπάρχουν σε ξένα μουσεία. Πρέπει να υπάρχουν τέτοια μνημεία στο εξωτερικό, γιατί οι άνθρωποι εκεί πηγαίνουν και τα σέβονται, τα προσκυνούν σχεδόν.
-Τα επόμενα σχέδιά σας ποια είναι;
Στο Bios θα σκηνοθετήσω μία devised παράσταση με δύο κοπέλες, τη Μαρκέλα Φανού και την Ελένη Καψαμπέλη. Θα μιλάει για τις μητέρες τους, τις ίδιες και τα παιδιά τους. Θα είναι μια παράσταση για τις κακές και τις καλές μητέρες. Η μητέρα είναι μια φιγούρα πολύ σημαντική, που κι η καλύτερη στον κόσμο να είναι, δεν μπορείς να μην την ενοχοποιήσεις για κάτι.
-Ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή, τον οποίο σκηνοθετήσατε το καλοκαίρι, θα ταξιδέψει στο εξωτερικό;
Το «Φιλοκτήτη» θέλω πολύ να τον πάω έξω. Έχει επιλεγεί από το Athens System, οπότε θα έρθουν ξένοι διευθυντές φεστιβάλ στις 25 Νοεμβρίου, να τον παρακολουθήσουν. Και οι τρεις πρωταγωνιστές, ο Μαρμαρινός, ο Μαρκουλάκης και ο Χειλάκης, θέλουν να έχει η παράσταση μία συνέχεια έξω, παρότι δεν έχουν ανάγκη οικονομική. Η ανάγκη τους είναι να επικοινωνήσουν το έργο με περισσότερο κόσμο από άλλες κουλτούρες.