Ο Πλάτων στον Τίμαιο, που αποτελεί συνέχεια της Πολιτείας, διακηρύσσει ότι τα αισθητά ανήκουν στον κόσμο της γενέσεως, είναι δηλαδή δημιουργήματα. Για τον φιλόσοφο η αιτία του αισθητού κόσμου είναι δημιουργός, που, όπως κάθε τεχνίτης, εργάζεται με βάση κάποιο υπόδειγμα. Ο δημιουργός, ως άριστος, επέλεξε το υπόδειγμα, το οποίο, επειδή συγκεντρώνει κάθε είδους ωραιότητητα και τελειότητα, είναι ποιοτικώς υπέρτερο και συνεπώς αιώνιο και αμετάβλητο. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ο αισθητός κόσμος ως εικόνα του αιώνιου και άριστου υποδείγματος. Η ίδια η κατασκευή του υπακούει στην αρχή της Αναλογίας. Έτσι ο Τίμαιος αποτελεί απόπειρα ερμηνείας της φύσης με βάση τα μαθηματικά και την γεωμετρία. Στον Πλάτωνα όμως η Αριθμητική φαίνεται να υπηρετεί την Γεωμετρία σαν βοήθεια στον υπολογισμό και σαν έκφραση των μεγεθών με αριθμούς. Παρόμοια ήταν η χρήση της Αριθμητικής στους Πυθαγόρειους. Η θέση της Γεωμετρίας στην ιστορία του πολιτισμού, παρ’ όλην την ανάπτυξη των θετικών επιστημών δεν φαίνεται να υποσκελίστηκε από τις νεώτερες θεάσεις. Στον Καντ η Γεωμετρία αποτελεί συνθετική γνώση a priori. Πολλοί μελετητές του έργου του (με εξαίρεση τον Heidegger) αποδέχονται μιάν αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στις θέσεις του φιλοσόφου για την Υπερβατική Αισθητική κι εκείνες που αφορούν την μαθηματική γνώση.
Ο Δανιήλ (Παναγόπουλος, 1924-2008) διεκδίκησε με το σύνολο του έργου του μια νεωτερικότητα που επαναδιαπραγματευόταν επιλεκτικά μορφές που σχετίζονταν με την λαϊκή παράδοση. Συμμετείχε ενεργά αλλά και κριτικά στα νεωτεριστικά κινήματα της δεκαετίας του ’60. Στις αρχές του ’70 και στα κατοπινά χρόνια θα απομακρυνθεί από τον Νέο Ρεαλισμό και τον P. Restany ενδιαφερόμενος για το κίνημα Support-Surface. Για τους καλλιτέχνες του κινήματος αυτού «η ζωγραφική είναι το καθ’ αυτό γεγονός και τα προβλήματα του γεγονότος αυτού πρέπει να τίθενται στο πεδίο του με ένα καθαρό ξεγύμνωμα των στοιχείων που συγκροτούν την απεικόνιση». Ο ζωγράφος θα αναζητήσει την ζωγραφική απόδοση του Πνευματικού μέσα από την μελέτη της τυπολογίας της βυζαντινής εικόνας και της ευκλείδειας γεωμετρίας.
Ο Κρις Γιανάκος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1934. Είναι γνωστός για τις «ράμπες» του, τις μεγάλες γεωμετρικές γλυπτικές κατασκευές τις οποίες τοποθετεί σε φυσικό ή αστικό περιβάλλον και σε εσωτερικούς χώρους. Στο έργο του εντοπίζονται κυρίως επιρροές από τον ρώσικο κονστρουκτιβισμό, τον μινιμαλισμό και τη γεωμετρική αφαίρεση, ενώ περιέχει πολλές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς. Οι «ράμπες» του Γιανάκου αναφέρονται στην έννοια της μετάβασης ή της μεταθανάτιας ζωής και της ανόδου στους ουρανούς (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).
Στις «λαμαρίνες» του ο Θανάσης Τότσικας (1951) καταπιάνεται με το βασικό λεξιλόγιο της αφαιρετικής τέχνης. Στις συνθέσεις του πρωταγωνιστεί άλλοτε η μονοχρωμία και άλλοτε τα βασικά γεωμετρικά σχήματα του τετραγώνου, του κύκλου και του τριγώνου. Γράφει ο Χριστόφορος Μαρίνος, «Πέρα από ένα ψυχολογικό παιχνίδι με το βλέμμα του θεατή και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις που απορρέουν από τους χρωματικούς συνδυασμούς, τα έργα του Τότσικα μας υπενθυμίζουν τη σημασία θέσπισης ενός προσωπικού αξιακού συστήματος και μιας συγκεκριμένης στάσης απέναντι στην τέχνη και την ιστορία της. Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτές τις εικόνες; Είναι μια νέα ερμηνεία της φύσης; Είναι μία μορφολογική επανεξέταση παλαιότερων έργων του; Ο Τότσικας καταθέτει μια σειρά από οπτικές οφθαλμαπάτες, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τη σχετικότητα του νοήματος και την αιώνια επιστροφή που χαρακτηρίζει τη δημιουργική πράξη».
Στη μινιμαλιστική δουλειά του της δεκαετίας του 1980 ο Γιάννης Σαμοθράκης (1959 – 2000) δομεί αφηρημένους γεωμετρικούς χώρους ανάλογους με εκείνους του γερμανού Günther Förg. Τα χρωματικά του πεδία άλλοτε σχηματίζουν ευαίσθητες παράλληλες χορδές κι άλλοτε εγγράφουν στο τελάρο σταυρό. Ο Σαμοθράκης επιδίωξε να διερευνήσει την κληρονομιά της μοντερνιστικής αισθητικής σε μια μεταμοντέρνα εποχή. Αυτό που δημιουργούσε δεν ήταν απλά ένα αντικείμενο αλλά ένα βαθύ σχόλιο στην αισθητική του Απόλυτου και του Υψηλού (Sublime).O Νίκος Αλέξίου (1960 – 2011) δημιουργεί εγκαταστάσεις με δαντελωτές γεωμετρικές κατασκευές από καλάμι, κερί ή από χαρτί σε ποικίλες διαστάσεις, που κτίζουν ρευστούς και ποιητικούς χώρους, συχνά με συμβολικές προεκτάσεις. Η τέχνη του εμπεριέχει αναφορές στην παράδοση ή στο ιστορικό παρελθόν, με μια εντυπωσιακή ποικιλία μέσων, από τις εύθραυστες χειροτεχνικές κατασκευές μέχρι την προηγμένη τεχνολογία. Από το 2003 ασχολήθηκε επισταμένα με θέματα και μοτίβα από την Ιερά Μονή Ιβήρων και δούλεψε σειριακά πάνω στο αρχιτεκτονικό της μονής και το ψηφιδωτό δάπεδο του καθολικού της, τον ομφαλό του μοναστηριού. Κατόρθωσε να εκφράσει το μυστικιστικό στοιχείο και τον πλούτο της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής με πολυσύνθετα μέσα, αλλά και με μια διάθεση στοχασμού και περισυλλογής.
Η Βάσω Γκαβαϊσέ (1973) δουλεύει γεωμετρικά έργα από χαρτί. Τα τέλεια σχήματα, που επαναλαμβάνονται σε διαφορετικά μεγέθη, μοιάζουν να αποτελούν αναπτύγματα των Ιδανικών Στερεών. Επικολλά στο χαρτί ένα μεταλλικό χρωματιστό φιλμ που αντανακλά το φως και τον περιβάλλοντα χώρο και εντείνει την εντύπωση της κίνησης. Οι εικόνες της όμως δεν είναι δισδιάστατες καθώς τσακίζει το υλικό της δημιουργώντας τρίτη διάσταση. Θα μπορούσε κανείς να τα αντιληφθεί ως γλυπτικά ανάγλυφα. Όπως στην γλυπτική, η πρόσληψη του έργου της Γκαβαϊσέ εξαρτάται από την απόσταση, το φως και την γωνία θέασης. Οι κενές περιοχές του έργου της αντιπαρατίθενται με τις πλήρεις και αποκαλύπτουν δομές αναπτύσσοντας ένα μυστικιστικό σύστημα που αντλεί την θεματολογία του από την γεωμετρική ανάλυση του φυσικού κόσμου και τα απόκρυφα σχήματα των πλατωνικών ιδεών.
Αυτές οι ταυτόχρονα πλαστικές και φιλοσοφικές ανησυχίες των έξι καλλιτεχνών συγχωνεύονται στην προκλητική προσπάθεια της απεικόνισης της εύθραυστης σχέσης μεταξύ του μυαλού, του σώματος και του πνεύματος.
Διάρκεια έκθεσης: 12 Νοεμβρίου 2014 – 17 Ιανουαρίου 2015