Η Νύχτα Πριν Πέσει Το Παρίσι
Γαλλία Γερμανία συμμαχία σε μία αμφισβητούμενη εκδοχή των ιστορικών γεγονότων γύρω από την απελευθέρωση, αλλά και τη σωτηρία του Παρισιού στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό μας παρουσιάζει η ταινία «Η νύχτα πριν πέσει το Παρίσι» (γαλλικός τίτλος Diplomatie), η οποία βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Cyril Gely.
Ο Γερμανός διοικητής έχει εντολές από τον Χίτλερ να τινάξει το Παρίσι στον αέρα, αλλά ένας σουηδός πρεσβευτής παλεύει με την πειθώ της διπλωματίας να τον πείσει να αφήσει την πόλη του φωτός ανέπαφη και να παραδοθεί στους συμμάχους. Ο πιστός στρατηγός Dietrich von Choltitz, μέχρι τότε απολύτως υπάκουος στο καθεστώς και άνθρωπος του καθήκοντος, αμφιταλαντεύεται για το αν θα πρέπει να εκτελέσει την εντολή, κάνοντας το Παρίσι συντρίμμια και σκοτώνοντας χιλιάδες ή και εκατομμύρια Παριζιάνους. Κι ενώ είναι έτοιμος να διατάξει τον όλεθρο, η αιφνιδιαστική επίσκεψη του Σουηδού πρέσβη Raoul Nordling, αλλάζει τα δεδομένα. Όλη σχεδόν η ταινία περιστρέφεται γύρω από την διπλωματική συζήτηση που έχουν οι δύο άντρες και η οποία κρίνει το μέλλον μιας τόσο σπουδαίας πόλης.
Η εκδοχή ότι ο γερμανός στρατηγός έσωσε το Παρίσι χάρη στην ελεημοσύνη του και την παρέμβαση του Σουηδού πρεσβευτή, από πολλούς ιστορικούς έχει αμφισβητηθεί. Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για έναν έξυπνο τρόπο, με τον οποίο ο γερμανός στρατηγός παρουσίασε τα γεγονότα μετά τον πόλεμο, για να φανεί ως ήρωας της ειρήνης, παρά το γεγονός ότι τον βάρυναν ευθύνες για εγκλήματα πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο, πριν μετατεθεί στο Παρίσι.
Ο γάλλος ιστορικός Lionel Dardenne υποστηρίζει ότι όλα όσα δείχνει η ταινία είναι καθαρή μυθοπλασία. Τονίζει πως ο Choltitz δεν είχε τις δυνάμεις και την αεροπορική υπεροχή, για να ισοπεδώσει την πόλη. «Το πολύ- πολύ να γλίτωσε μερικές γέφυρες» λέει χαρακτηριστικά. Στην ταινία, πάλι, παρουσιάζουν ότι αυτές οι γέφυρες, αν γκρεμίζονταν, θα ανέβαζαν πάρα πολύ τη στάθμη του Σικουάνα και θα έπνιγαν μεγάλο μέρος της πόλης. Το κατά πόσον όμως αυτά είναι επιστημονική πραγματικότητα ή μια σεναριακή επινόηση, για να μεγαλοποιήσουν το ρόλο του πρωταγωνιστή στρατηγού, ως σωτήρα του Παρισιού, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Παράλληλα, ο Dardenne και άλλοι αμφισβητούν το κατά πόσον η παρέμβαση του σουηδού πρέσβη έπαιξε ρόλο στην απόφαση του στρατηγού να αφήσει την πόλη ανέπαφη.
Κατά πόσον λοιπόν ο Choltitz έσωσε το Παρίσι ή το Παρίσι έσωσε τον Choltitz (μέσα από μια πονηρή αυτοπροβολή του ως σωτήρα της πόλης) είναι ένα θέμα που δύσκολα θα λυθεί. Ως προς την ίδια την ταινία, αυτή χαρακτηρίζεται από έναν ισχυρό ανθρωπισμό, αρκετό συναίσθημα και βάζει το θεατή στο πετσί των χαρακτήρων που μάλλον έπλασε ο δραματουργός, παρά η ιστορία. Η ταινία θέλει να καταδικάσει τον πόλεμο και να προβάλλει την ενότητα των δύο λαών. Μάλιστα, ένα από τα επιχειρήματα του Σουηδού πρέσβη είναι πως αν ο στρατηγός τινάξει το Παρίσι στον αέρα, θα γίνει αδύνατη η μελλοντική ομοσπονδία Γαλλίας και Γερμανίας (δηλαδή το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης είναι μέσα στο πνεύμα του έργου.
Ωστόσο, γίνεται φανερό ότι το σενάριο ταιριάζει περισσότερο σε θεατρικό έργο, παρά σε ταινία. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου βλέπουμε δύο άντρες να συνομιλούν σε ένα δωμάτιο, που θα μπορούσε εύκολα να ήταν το σκηνικό μιας θεατρικής παράστασης. Κάποιες μέτρια γυρισμένες σκηνές δράσης, μεταξύ γερμανών στρατιωτών και γάλλων αντιστασιακών δεν αλλάζουν και πολύ τα δεδομένα.
Κι επίσης, ο διάλογος μεταξύ των δύο γίνεται και λίγο φλύαρος, με μια ανούσια ποιητικότητα. Και αυτή η συνεχής επίκληση στο μεγαλείο του Παρισιού, φοβάμαι ότι κρύβει βασικά δύο στόχους: ο ένας να κολακεύσει το γαλλικό και ιδίως το παριζιάνικο κοινό. Και ο άλλος για να μας εξηγήσει κάτι που δεν κολλάει και τόσο με το χαρακτήρα του Choltitz: Ο Γερμανός στρατηγός, που σε άλλες περιπτώσεις της σταδιοδρομίας δεν έδειξε κανένα δισταγμό στο να καταστρέψει πόλεις και να διαπράξει εγκλήματα πολέμου, ειδικά με το Παρίσι παράκουσε εντολές και έδειξε μεγάλη ανθρωπιά. Γιατί; Γιατί πείστηκε για το μεγαλείο της πόλης αυτής από τον Σουηδό Πρέσβη. Είναι μια τέτοια εξήγηση αρκετά πειστική; Μάλλον όχι.
Γιώργος Σμυρνής