MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ελένη Βιτάλη: “Λένε κάποιοι ότι είμαι μύθος. Βλακείες. Είναι επειδή δεν βγαίνω στα κανάλια και δεν σκορπίζομαι στα περιοδικά”

Ένα αφιέρωμα για εκείνη δεν έχει όρους. Δε ξέρεις από που να ξεκινήσεις, πως να συνεχίσεις και που μπορεί να καταλήξεις. Μοιάζει αυτή η γυναίκα με βιβλίο, που δύσκολα τελειώνεις. Οι σελίδες της γεμάτες βιμπράτο και βραχνάδα. Η Ελένη Βιτάλη ταλαντεύτηκε στις πιο δοξασμένες δεκαετίες της μουσικής, έγραψε τα δικά της λαϊκά υστερόγραφα με αφιέρωση στους αλήτες της ζωής. Ναι, μας αρέσει πολύ…Από την Ιωάννα Κρανιώτη

author-image Ιωάννα Κρανιώτη

Γεννήθηκε το 1955 στο Κουκάκι. Πατέρας της, ο Τάκης Λαβίδας, δεξιοτέχνης στο σαντούρι, κορυφαίος στο χώρο του δημοτικού τραγουδιού. Στο σπίτι τους μπαινόβγαιναν τα πιο σπουδαία λαϊκά ονόματα της εποχής, ενώ η μητέρα, Λούσυ Καραγεωργίου τραγούδαγε και εκείνη στα πανηγύρια. Η αρχή για την Ελένη έγινε στη φρέσκια ηλικία των 14 ετών: «Ρε μαμά, να έρθω κι εγώ σε κάνα πανηγύρι;» ρώτησε όσο ο πατέρας έλειπε στη Γερμανία. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η μουσική της πορεία, από παιδί: «Μ’ άρεσε, το έβλεπα σαν παιχνίδι».

Βιμπράτικη φωνή από κούνια, αλήτισσα από νωρίς. Το ταλέντο της το ανακάλυψε η “Λύρα” και ο Αλέξανδρος Πατσιφάς, με πρώτη δισκογραφική της παρουσία στο δίσκο του Αργύρη Κουνάδη «Δεν περισσεύει υπομονή». Ανάμεσα στα άλλα, ερμήνευσε και το “" target="_blank">Άι γαρούφαλλό“, ένα κομμάτι και μια Βιτάλη χωρίς γρέζι που εντυπωσιάζει. Kαι εδώ αρχίζουν όλα. Ο Κουνάδης την εμπιστεύεται και για τον δεύτερο δίσκο του «Ρόδα είναι και γυρίζει», ερμηνεύει μεταξύ άλλων τότε Β. Γκούφα, Μ. Θεοδωράκη-Γ.Ρίτσο, Σp. Σαμοιλη, Μ. Πλέσσα, Δ. Σαββόπουλο, ενώ ξεσκονίζει δημοτικά, παραδοσιακά και ρεμπέτικα με επανεκτελέσεις που εντυπωσιάζουν. Η συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Τραγουδιού θεσσαλονίκης το 1974, με το κλασσικό “Χωρίς δεκάρα πως θα παντρευτούμε Μανωλιό μου” καθιερώνει μια και καλή τη Βιτάλη στο ευρύτερο λαϊκό αίσθημα.

Το 1975 παντρεύεται το μουσικό Βαγγέλη Ξύδη.“Μέσω του Βαγγέλη γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Ο Ξύδης ήταν ένας φιλόσοφος που είχα την τύχη να ζήσω μαζί του για 18 χρόνια. Ήμουν 20 όταν τον γνώρισα κι εκείνος 29. Χωρίσαμε στα 38 εγώ, στα 47 αυτός. Μεγάλος έρωτας! Μας κράτησε και το παιδί φυσικά. Πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου ο Βαγγέλης!” έχει αναφέρει. Η δισκογραφική έκρηξη γίνεται το 1982, στη “Μinos”. Τάκης Σούκας, Χρήστος Νικολόπουλος, Μανώλης Ρασούλης, Μανός Ελευθερίου, μερικά από τα κορυφαία ονόματα που την εμπιστεύτηκαν.

Αμιγώς λαϊκή τραγουδίστρια, σε μια εποχή που ανέδειξε πολλές αλλά άντεξε λίγες. Ανεξάρτητη από εταιρικούς-εμπορικούς προσανατολισμούς αναζήτησε και άλλους ερμηνευτικούς δρόμους. Στα χρόνια της μεγάλης δόξας του λαϊκού, τόλμησε να συνεργαστεί με το Σταμάτη Σπανουδάκη. Η συμμετοχή της στον “Ήλιο τον ηλιάτορα” των Οδυσσέα Ελύτη και Δ. Λάγιου, σύστησε μια ερμηνεύτρια βαθιάς ωρίμανσης που οι αναζητήσεις της σε άλλα μουσικά μονοπάτια ίσως να της στοίχιζαν ακριβά.

Το 1989, ακολουθεί το «Απέναντι μπαλκόνι» ο πρώτος ολοκληρωμένος προσωπικός της δίσκος που αγαπήθηκε πολύ. Δέκα κομμάτια, βιωματικά, δικά της, όλα, προσωπικά στοιχειωμένα. Αυτοβιογραφική γραφή και λαρύγγι παραπόνου και απώλειας. Η εμφάνιση της ως τραγουδοποιός προέκυψε μοιραία: Ποτέ μου δεν είχα σκοπό να κάνω δίσκο. Με τα λίγα ακόρντα που ήξερα, έπαιρνα την κιθάρα και τη σκάλιζα, φτιάχνοντας μελωδίες και σιγομουρμουρίζοντας στιχάκια. Τα τραγούδια για «Το Απέναντι Μπαλκόνι» γράφτηκαν σε μια χρονική περίοδο περίπου 20 χρόνων. Πρώτη γράφτηκε η «Κιβωτός». Μόλις γέννησα το γιό μου. Ήμουν 20 χρονών. Οι φίλοι μου έλεγαν το παιδί έκανε παιδί κι εγώ σκεφτόμουν: Εξάρτημα εγώ της μηχανής, έκανα κι άλλο ένα. Έτσι προέκυψε το τραγούδι. Στο μαιευτήριο Λητώ. Στα χρόνια που ακολούθησαν, γράφτηκαν κι άλλα. Με  διαστήματα σιωπής βέβαια. Οι φίλοι μου τα άκουγαν και μ’ έσπρωχναν να τα βγάλω σε δίσκο. Δεν ήθελα όμως. Δεν θεωρούσα ότι έκανα κάτι σπουδαίο. Να κάνω εντύπωση στον άντρα μου ήθελα. Να του τραβήξω την προσοχή. Γι’ αυτό άρχισα να γράφω τραγούδια! Αστείο δεν είναι; Το τελευταίο τραγούδι αυτού του κύκλου ήταν το «Ένα χειμωνιάτικο πρωί». Είχα μαλώσει με τον Βαγγέλη και είχα βγει στο δρόμο και περπατούσα μέσα στο κρύο. Ήμουν πολύ φορτισμένη. Περπατούσα και μονολογούσα: «Ένα χειμωνιάτικο πρωί έφυγα απ’ το σπίτι σαν τρελή… Μετά, στο στούντιο, έγραψα και την μελωδία. Πάνω σ’ έναν Γιαπωνέζο. Έτσι λέγαμε τότε τα μικρά αρμόνια. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘ 80 – γύρω στο 1987 – συνεργαζόμουν με τον ηχολήπτη Γρηγόρη Τακισιάν.Ο Γρηγόρης άκουσε κάποια από τα τραγούδια και ενθουσιάστηκε. Μου λέει : «Θα τα πάω στον Γιάννη (Σπάθα)». Εγώ δεν ήθελα με τίποτα. «Μα, αυτά τα τραγούδια είναι σχεδόν παιδικά» του έλεγα αλλά εκείνος ανένδοτος. Πάει τα τραγούδια στον Γιάννη Σπάθα κι εκείνος μένει έκπληκτος. Συναντιόμαστε. Προσπαθούν να με πείσουν να τα κάνω δίσκο. Η γυναίκα του Γιάννη που ήταν μαζί μας μου λέει: Μα ποια γυναίκα σήμερα τολμά να βγει να πει «θέλω να γυρίσω πίσω μα ντρέπομαι να σου το πω»; Έτσι μ’ έψησαν… Τώρα, τόσα χρόνια μετά, τα αγαπάω όλα τα τραγούδια του δίσκου σαν παιδιά μου, έστω κι αν ακούγεται κλισέ αυτό. Το μόνο που δεν με εκφράζει πια είναι το «Εγώ τραγούδαγα». Το έγραψα σε μια στιγμή πολύ άσχημη, που ήθελα να ταπεινώσω, να κακοποιήσω τον εαυτό μου. Κι όταν ο κόσμος στα μαγαζιά μου ζητάει να το πω, προσπαθώ να το αποφύγω…”

Πέντε χρόνια αργότερα ξαναδοκιμάζεται στιχουργικά και μουσικά, με τον άδικα παραξεγημένο δίσκο “Ποιος φοβάται τη Βιρτζινια Γουλφ” που αν και πολύ περισσότερο εσωτερικός, δεν έλαβε την αρμόζουσα αποδοχή. 

Ακολούθησε μια πολύχρονη απουσία. Ζυγίζοντας είκοσι χρόνια μουσικής διαδρομής με τις προσωπικές αναγκαίες σιωπές, η πλάστιγγα έγειρε στο κενό. Απομόνωση, μοναξιά, απόσυρση στη κατάχρηση ηρεμιστικών χαπιών: «Τέσσερα – πέντε υπνοστεντόν την ημέρα για να κοιμηθώ. Άλλος με μισό και δεν ξυπνά. Με παρακαλούσε η μάνα μου να πάμε στην εκκλησία του Χριστού στα Σπάτα, αλλά δεν την άκουγα. Πήγαμε τελικά με τον πατριό μου τον Λυκούργο και οι τρεις. Μπαίνοντας στην εκκλησία, αντί να σταθώ ίσια, κάτι με οδηγούσε δεξιά. Βλέπω τον Χριστό απέναντί μου, έχω την ίδια εικόνα, και με πιάνει ένα κλάμα ατέλειωτο, λυτρωτικό. Όταν πήγα σπίτι, είπα «το χρειάζομαι τώρα το χάπι; Γιατί; Είχα εξαρτηθεί για τη σωτηρία του ύπνου. Όμως εκείνη η ημέρα ήταν διαφορετική. Τελικά, κορίτσι μου, όλα από το μυαλό περνάνε» δηλώνει λυτρωμένη σήμερα.

Το 2008, κυκλοφόρησε το “Επτά… και να προσέχεις”, τον τρίτο προσωπικό της δίσκο, με δικά της τραγούδια, με συντελεστή το Γιάννη Σπάθα και το Μανώλη Ανδρουλιδάκη. Συμβολισμοί και ποιητικότητα ντύνονται πιο ακουστικά και ωριμασμένα από το πάθος και το νεύρο που έχει συστήσει στην ελληνική μουσική η Ελένη Βιτάλη.
000000000000000000000000000000000000000000000000000000000 39
 
Η λέξη αλήτης προέρχεται από το ρήμα ἀλάομαι, δηλαδή περιπλανιέμαι.  Μια γυναίκα που έχει μάθει να περιφέρεται με σθένος από την απώλεια στο πένθος, από το παράδοξο της ψύχωσης στη λύτρωση του θρήνου, από την πληρότητα του εγωισμού στην ανασφάλεια του ναρκισσισμού. Μια σωστή αλήτισσα με τα κότσια ενός περιπατητή, που δεν υπάρχει δρόμος που δε θα περπατήσει είτε με γνώριμα, είτε με καινούργια αφόρετα παπούτσια, πέφτοντας ακόμη και σε εκείνες τις παγίδες που έχουν μόνο να σου μάθουν.  

Μας αρέσει: Γιατί είναι μουσικά παρούσα στις πιο πονεμένες βραδιές 
Θαυμάζουμε: Που έζησε και ξέφυγε από τα πάθη της
Θέλουμε: Να τα πιούμε, όσο αρκεί για να τα πούμε, με εκείνη και την κιθάρα της
Μας έμαθε: 
Αν δεν πάθεις, δε θα μάθεις.

Έχει δηλώσει: 
«Ο καλλιτέχνης οφείλει να μεταφέρει τον πόνο σαν μία πραγματικότητα της ύπαρξης. Κι εμένα η ζωή μου είναι γεμάτη από τέτοιες πραγματικότητες» *Συνέντευξη (εξαιρετική) του Αντώνη Μποσκοΐτη στη Lifo.

«Δεν θέλω να με κολακεύουν, ούτε να συμφωνούν με ό,τι λέω. Ο πατέρας μου με συμβούλευε πάντα: μη μασάς. Τα έλεγε και μάγκικα, ήταν ωραίος. Μου έμαθε το τσαγανό, όχι τον τσαμπουκά, να είμαι ατίθαση και δυνατή. Έχω βέβαια και μια συστολή. Λένε κάποιοι ότι είμαι μύθος. Βλακείες. Είναι επειδή δεν βγαίνω στα κανάλια και δεν σκορπίζομαι στα περιοδικά. Βλέπω τα νέα παιδιά στα ριάλιτι. Φωνάρες μερικά, δεν τα κατηγορώ, τα συμπονάω. Μείναμε άναυδες με την Κυριακή Αιλιανού (ραδιοφωνική παραγωγός και συνεργάτης της), όταν ένα βράδυ ακούσαμε κάποιον κριτή να επιπλήττει ένα παιδί: «δεν έχεις πολύ θράσος». Να ποια είναι η επισημοποίηση του κωλοπαιδισμού»*Συνέντευξη στην Καθημερινή.

«Δεν το εγκατέλειψα το δημοτικό, όποτε έχω την ευκαιρία θα το τραγουδώ. Όμως, επειδή έμαθα να αγαπώ κάθε είδος τραγουδιού όταν είναι αυθεντικό και έχει ποιότητα, ασχολήθηκα και με κάτι άλλο. Και το δημοτικό τραγούδι είναι εμπορικό κι έχει πολλούς φανατικούς φίλους. Επομένως δεν είναι εμπορικότης η αιτία της στροφής που έκανα» *Συνέντευξη στο ogdoo.gr

Info: Από τις 12 Δεκεμβρίου, η Ελένη Βιτάλη ανταμώνει και πάλι μουσικά, επί σκηνής με το Γιώργο Νταλάρα και τη Γλυκερία στην Ιερά Οδό. Περισσότερες πληροφορίες, εδώ.

 

Περισσότερα από Πρόσωπα