Είδαμε τον «Ματωμένο Γάμο» στο θέατρο Αποθήκη- Έρωτας πολιορκημένος!
Μια νύφη παντρεύεται έναν άντρα που δεν αγαπάει και το σκάει με τον αγαπημένο της πάνω στο τραπέζι του γάμου. Το αποτέλεσμα του μοιραίου πάθους, μια αιματηρή βεντέτα που θυμίζει αρχαία τραγωδία, βρίσκεται στο επίκεντρο του «Ματωμένου Γάμου» του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα. Το έργο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα στο θέατρο Αποθήκη.
Ο “Ματωμένος Γάμος” (στα ισπανικά Bodas de Sangre) γράφτηκε το 1932. Ο Λόρκα εμπνεύστηκε την ιστορία από ένα άρθρο εφημερίδας που ανέφερε ένα έγκλημα του 1928 στην πόλη Níjar. Επρόκειτο για ένα ζευγάρι που αγαπιόταν από παλιά και κλέφτηκε λίγο πριν η νεαρή παντρευτεί μ’ έναν άλλο άντρα, τον οποίο δεν αγαπούσε. Το αποτέλεσμα ήταν μια αιματηρή εκδίκηση από τον αδερφό της νύφης, που σκότωσε τον άντρα και ξυλοκόπησε άγρια την αδερφή του, αφήνοντας την να πεθάνει. Όμως, αυτή επιβίωσε. Ο Λόρκα άλλαξε αρκετά αυτή την ιστορία, βάζοντας το γαμπρό και τον εραστή να συγκρούονται μέχρι θανάτου, αναμιγνύοντας στοιχεία της ζωής της ισπανικής επαρχίας με το στοιχείο της βεντέτας. Στο επίκεντρο βρίσκεται το καταπιεσμένο πάθος δυο ανθρώπων που αγαπιούνται, αλλά δεν μπορούν να είναι μαζί. Είναι ένας έρωτας εγκλωβισμένος, σε κατάσταση -θα λέγαμε- πολιορκίας, που μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο. Από την πλευρά της, η μητέρα του γαμπρού έχει χάσει τον σύζυγό της από τις βεντέτες και τρέφει μια υπερπροστατευτική αγάπη για το γιο της κι ένα μίσος για τα μαχαίρια, όργανα του θανάτου.
Το έργο είναι ένα δείγμα ποιητικού ρεαλισμού. Εκτός από τον καυστικό ρεαλισμό στον τρόπο που παρουσιάζεται η ζωή στην επαρχία, η παράσταση έχει στοιχεία καθαρά ποιητικά, με χαρακτήρες όπως ο θάνατος και το φεγγάρι, ποιητικούς και έντονα παθιασμένους μονολόγους, αλλά και ολόκληρες σελίδες γραμμένες σε στίχους. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα θα λέγαμε ότι από τον «ποιητικό ρεαλισμό» του Λόρκα, κράτησε κυρίως το «ποιητικό» κι έδωσε πολύ μικρότερη έμφαση στον «ρεαλισμό».
Το πρώτο μέρος της παράστασης έχει υποστεί εκτεταμένες περικοπές, με αποτέλεσμα συχνά να θυμίζει περίληψη του «Ματωμένου Γάμου». Για παράδειγμα, η σκηνή του τραπεζιού έχει κοπεί ολόκληρη, όπως και πολλά άλλα περιστατικά και στιχομυθίες. Δημιουργείται έτσι μια δυσκολία στην κατανόηση της πλοκής, αλλά και στο να καταλάβει κανείς τους χαρακτήρες του έργου. Υπάρχουν βέβαια, κάποιες ταχυδακτυλουργικές σκηνοθετικές εμπνεύσεις, με ένα χαρακτήρα του έργου να βρίσκεται σε ένα σημείο του σκηνικού χώρου και την επόμενη στιγμή, ως δια «μαγείας», να εμφανίζεται κάπου αλλού. Κι αρκετός αισθησιασμός υπάρχει, που προσπαθεί να απεικονίσει θεατρικά τον κόσμο της ερωτικής φαντασίωσης από το καταπιεσμένο πάθος της νύφης.
Το δεύτερο μέρος, από τη στιγμή που η νύφη το σκάει με τον αγαπημένο της Λεονάρντο, είναι σαφώς πιο αναλυτικό και πολύ πιο ενδιαφέρον. Συνδυάζει ποιητικές εικόνες και ωραίες ερμηνείες. Η ποίηση του Λόρκα, οι καλοδουλεμένες ερμηνείες και η ένταση της παράστασης μεταφέρουν βαθιά συγκίνηση. Η Λένα Παπαληγούρα μπαίνει πολύ βαθιά, με συναίσθημα και ποιότητα στο ρόλο της νύφης με όλους αυτούς τους παθιασμένους τραγικούς μονολόγους της. Κι η Εβελίνα Παπούλια στο ρόλο της μάνας (μιας πιο σύγχρονης μάνας, από το συνηθισμένο) δίνει μια ωραία ερμηνεία, βγάζοντας πάθος με πειστικό τρόπο. Οι δύο άντρες, που πολεμάνε για την τιμή και τον έρωτα, ταιριάζουν γάντι στους ρόλους τους. Ο Δημήτρης Μοθωναίος τα πηγαίνει μια χαρά στο ρόλο του καρδιοκατακτητή Λεονάρντο, που υποφέρει κι αυτός από ένα ανεξέλεγκτο πάθος, ενώ αξιοπρεπής είναι κι η ερμηνεία του Λάμπρου Κτέναβου στον ρόλο του συζύγου.
Η Ιφιγένεια Αστεριάδη στο ρόλο του φεγγαριού και η Αριάδνη Καβαλιέρου ως θάνατος δεν έδωσαν κάτι ουσιαστικό στην παράσταση. Η σκηνογραφία του Μ. Παντελιδάκη ήταν πιο λιτή από άλλες συνεργασίες του με τον Γιάννη Κακλέα, αλλά έδωσε καλές λύσεις. Η μουσική στο πρώτο μέρος μου φάνηκε πολύ σκληρή, πολύ metal και σκοτεινή για το έργο. Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος, όπου έχει έναν πιο μελωδικό και συναισθηματικό χαρακτήρα, δένει αρμονικά με την παράσταση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Στο «Ματωμένο Γάμο» κυριαρχεί το συναίσθημα και το ποιητικό πνεύμα. Δεν σε κουράζει ποτέ, έχει ένταση και νεύρο, αλλά στο πρώτο μέρος αφήνει πολλά ερωτηματικά και βιάζεται υπερβολικά να προχωρήσει στα πιο δραματικά σημεία. Στο δεύτερο μέρος, με τις μεγάλες τραγικές του κορυφώσεις, η παράσταση δείχνει την πραγματική της ποιότητα, προσφέροντας συγκίνηση και δυνατές ερμηνείες.
Γιώργος Σμυρνής