Μεγάλα Μάτια
Μία πραγματική ιστορία για μια ζωγράφο, που ζωγράφιζε πραγματικά “Μεγάλα Μάτια” στα πορτρέτα της, μέσα από την κωμική ματιά του Tim Burton. Η Margaret Keane άφηνε τον άντρα της να παρουσιάζει τα έργα της σαν δικά του, γεγονός που στο τέλος οδήγησε σε ένα οδυνηρό διαζύγιο και σε μια δικαστική περιπέτεια.
Η ταινία επικεντρώνεται στην περίεργη σχέση του Walter Keane και της συζύγου του Margaret Keane. Ένα ιδιαίτερα κινηματογραφικό ζευγάρι, που ενσωμάτωνε πολλές αντιθέσεις. Ο γοητευτικός και καταφερτζής Walter καταφέρνει να παρουσιαστεί σαν ο πρίγκιπας του παραμυθιου για την εσωστρεφή ζωγράφο Margaret. Πετυχημένος στις πωλήσεις, προσπαθώντας να πλασάρει τα έργα της, τα παρουσιάζει ως δικά του. Η συνταγή αποδίδει και του δίνει πολλά χρήματα και δόξα. Η παραγκωνισμένη όμως ζωγράφος αρχίζει να διεκδικεί την ταυτότητα των έργων της. Τότε, το πραγματικό και σκοτεινό πρόσωπο του Walter βγαίνει στην επιφάνεια. Και αργότερα, ευτυχώς και η αλήθεια.
O Burton έκανε μια ταινία για μια ζωγράφο, από την οποία έχει αντλήσει έμπνευση. Το έργο δεν είναι κλασική ταινία Burton, δεν έχει πολλά ονειρικά και σουρεαλιστικά στοιχεία. Μόνο μια σκηνή, όπου η Margaret σε ένα σούπερ- μάρκετ βλέπει όλον τον κόσμο να έχει μεγάλα μάτια, σαν αυτά των πορτρέτων της, θυμίζει το εξωπραγματικό εικαστικό στοιχείο που έχουμε δει σε άλλες ταινίες του γνωστού σκηνοθέτη. Ίσως από σεβασμό στην ζωγράφο, ίσως από σεβασμό σε μια πραγματική ιστορία, ο Burton δεν επέμεινε στο κομμάτι του εξωπραγματικού. Το αποτέλεσμα, πάντως, σε σημαντικό βαθμό τον δικαιώνει. Μπορεί να μην έχει μια πολύ πρωτοποριακή κινηματογραφική γλώσσα η ταινία, αλλά έχει ενδιαφέρον, είναι καλογυρισμένη κι έχει αξιόλογες ερμηνείες. Ισορροπεί καλά ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, με την οποία κυρίως γελοιοποιεί (προς μεγάλη τέρψη του θεατή) τον Walter Keane στην σκηνή της δίκης.
Ένα από τα θετικά της ταινίας είναι ότι δεν προσπαθεί να μας παρουσιάσει- όπως θα έκαναν σε κάποια άλλη ταινία με το ίδιο θέμα- την πρωταγωνίστρια ως μία καλλιτεχνική ιδιοφυΐα που άλλαξε τα δεδομένα της ζωγραφικής. Αντίθετα, η ταινία δείχνει πως οι ειδικοί του χώρου είχαν σημαντικές ενστάσεις για την αξία των μεγάλων ματιών της Margaret Keane. Στο τέλος, βέβαια, αυτό γύρισε προς όφελός της, γιατί έτσι κι αλλιώς, τη δόξα και το χρήμα από τους πίνακες τα κέρδιζε άλλος. Αυτό που κυρίως έχει σημασία για τον Burton και για τους σεναριογράφους (Scott Alexander και Larry Karaszewski) είναι η εσωτερική αλήθεια που βγαίνει μέσα από τα μεγάλα μάτια. Η ψυχή της καλλιτέχνιδος. Κι είναι αυτό το ψέμα- και όχι η χαμένη δόξα- που κάνουν την Margaret να αγανακτεί περισσότερο με το ψέμα του συζύγου της.
Ως προς τις ερμηνείες, ο Christoph Waltz ξεχωρίζει ερμηνεύοντας τον Walter, έναν μπον βιβέρ, υποκριτή απατεωνάκο, με πολλές εσωτερικές αντιφάσεις. Ο γερμανός ηθοποιός καταφέρνει να παρουσιάζει έναν ήρωα άλλοτε πολύ γοητευτικό, άλλοτε πολύ αντιπαθή έως επικίνδυνο κι άλλοτε τελείως γελοίο και κωμικό- όλα στο σωστό χρόνο και στις σωστές δόσεις. Η Amy Adams δίνει μια πειστική ερμηνεία της συμπαθούς αδικημένης (και από τον ίδιο της τον εαυτό, αλλά κυρίως από τον “άνθρωπο της”) ζωγράφου, με έμφαση το δραματικό στοιχείο. Ο ρόλος της Margaret είναι επίσης σύνθετος, αλλά δεν έχει τις τόσο τρανταχτές αντιθέσεις, που έχει ο ρόλος του Walter.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Μια όχι τόσο χαρακτηριστική ταινία του κινηματογραφικού στυλ του Tim Burton, η οποία όμως βλέπεται ευχάριστα. Κι αυτό γιατί χειρίζεται με έξυπνο και αρκετά συναρπαστικό για το θεατή μια ενδιαφέρουσα πραγματική ιστορία.
Γιώργος Σμυρνής