Εάν θα ‘πρεπε να χαρακτηρίσει κανείς τη Σοφία Φωτιάδου μονολεκτικά, η πιο κατάλληλη λέξη που μου έρχεται στο νου είναι η λέξη «απρόβλεπτη».
Πρόκειται για ένα γνώρισμα που επαληθεύεται πλήρως από την έως τώρα πορεία της, τόσο στο έργο της όσο και στη ζωή της.
Η ίδια λέει ότι της αρέσει να σκαρώνει ζωγραφιές ήδη από πριν πάει σχολείο. Ωστόσο αυτό δεν την εμπόδισε να σπουδάσει τα πιο διαφορετικά πράγματα και να αποδειχθεί ικανή σε τομείς που δεν περίμενε κανείς, όπως στα λογιστικά και τα μαθηματικά. Η εντύπωση μου είναι ότι, εκείνο που ζητούσε πάνω απ’ όλα το ανήσυχο πνεύμα της, ήταν να παραμείνει ελεύθερο και ανεξάρτητο να πειραματίζεται συνεχώς με καινούργιες εμπειρίες.
Φαίνεται όμως πως υπήρχαν μέσα της και κάποιες εμμονές που «υπέβοσκαν». Μια από αυτές ήταν η αγάπη για το παιδί. Σ’ αυτό λοιπόν καταστάλαξε κάποτε, επιλέγοντας ακόμη μια σπουδή και, ως επαγγελματική δραστηριότητα, το έργο της νηπιαγωγού. Και το πινέλο όμως καραδοκούσε τη δική του ευκαιρία. Έλκοντας την πάντα σαν «μαγνήτης» (κατά τη δική της έκφραση), την απέσπασε τελικά από τα άλλα ενδιαφέροντα και της επέτρεψε να συνδυάσει εύκολα με την αγάπη της για το παιδί, ένα θέμα που αποτέλεσε καίρια ζωγραφική ενότητα στο έργο της.
Αλλά η Σοφία δεν σταμάτησε εκεί. Αυτό που έκανε, ουσιαστικά, ήταν να μεταφέρει το ανήσυχο πνεύμα της στον καλλιτεχνικό τομέα και, πάντοτε ελεύθερα και αβίαστα, να το κατευθύνει πάλι σε ποικίλες αναζητήσεις. Έτσι βλέπουμε να προβάλουν και άλλες ενότητες στο έργο της, μεταξύ των οποίων εξαιρετικά μοντέρνες δημιουργίες, που κάθε άλλο παρά έχουν σχέση με το «κλασικό» μοτίβο του παιδιού.
Και παραπέρα ο πλούσιος και πανέμορφος κόσμος της φύσης δεν την αφήνει ούτε αυτός ασυγκίνητη. Έχει ήδη διαλέξει να ζει σ’ έναν προνομιούχο χώρο που την εμπνέει συνεχώς. Επιπλέον, καίρια μοτίβα αυτού του χώρου, όπως τα λουλούδια, ταυτίζονται εύκολα στο νου μας με τον κόσμο του παιδιού.
Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, μήπως αυτές οι θεαματικές εναλλαγές ζωγραφικών ενοτήτων αποβλέπουν σ’ έναν «εύκολο εντυπωσιασμό». Αλλά το ερώτημα θα ευσταθούσε μόνον αν διακρίνονταν στις δημιουργίες της καλλιτέχνιδας επιφανειακότητα ή προχειρολογία . Τα δεδομένα όμως είναι τελείως αντίθετα. Η Σοφία δείχνει να προσεγγίζει τα θέματα της με διάθεση μιας «σε βάθος εξερεύνησης» και μιας στο έπακρο αξιοποίησης των χρωματικών και σχεδιαστικών τους δυνατοτήτων. Όταν λέμε σε «βάθος εξερεύνηση» δεν εννοούμε κάτι το υπερβολικό ή μεταφυσικό. Η Φωτιάδου αγαπάει τον απτό κόσμο της και δουλεύει ευχαρίστως στο σήμερα, προσπαθώντας όμως να ερευνήσει και να τραβήξει στο φως τα μύχια της ψυχής του. Διαθέτει και εφόδια και συγκεκριμένες μεθόδους γι’ αυτό, που μάλιστα, με προσεκτικότερη παρατήρηση, διαπιστώνει κανείς ότι αποτελούν και «ενωτικούς κρίκους» στις ποικίλες προσεγγίσεις της.
Στα εφόδια που διαθέτει – για να αρκεστούμε στα κυριότερα – συγκαταλέγονται, η εντυπωσιακή ευελιξία του μυαλού και του πινέλου της, η αυθόρμητη αναζήτηση του αισθητικά ωραίου, η πηγαία ευγένεια, η έντονα διεισδυτική ματιά κάτω από το πολύ απαλό ή ανάλαφρο άγγιγμα των πραγμάτων, η ικανότητα μιας διαφορετικής κάθε φορά ερμηνείας. Στις καλλιτεχνικές μεθόδους της πάλι περιλαμβάνονται, η συχνή αναγωγή σε μεμονωμένα μοτίβα και η σαφής προτίμηση προς τις φωτεινές επιφάνειες και τα καθάρια χρώματα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι παιδικές μορφές και οι μοντέρνες συνθέσεις της. Στις ανθρώπινες μορφές γενικά, αξιοποιεί κανείς συχνά τις στάσεις και τις χειρονομίες. Η εξερεύνηση της βαθύτερης έκφρασης που ενδιαφέρει τη Σοφία αξιοποιείται άριστα με την επικέντρωση στα πρόσωπα των παιδικών μορφών της, σ’ ένα – ένα από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους και ιδιαίτερα στα μάτια, που είναι τα πιο εκφραστικά. Πετυχαίνει έτσι ν’ αποδώσει όχι απλώς συγκεκριμένα άτομα αλλά προσωπάκια που, μέσα από μια «ρεαλιστική» προσέγγιση, προσωποποιούν φυσιογνωμίες-τύπους, όπως την παιδική αθωότητα και αγνότητα, το σκέρτσο, το νάζι, το «κλαψούρισμα» κλπ. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι με αυτή τη μέθοδο, η Φωτιάδου μεταφέρει στο σήμερα μια αρχαία ελληνική κληρονομιά, αυτή που διαχωρίζει τον απλό ρεαλισμό των ρωμαίων από την εξιδανικευμένη προσέγγιση της «ρεαλιστικής» ελληνιστικής γλυπτικής. Σε κάποιες περιπτώσεις, επίσης επιτυγχάνει το στόχο της μέσα από συνδυασμούς μορφών, όπως στο έργο που ενώνει δύο θαυμάσια πορτραίτα γιαγιάς και εγγονής, μέσα από τα οποία διερευνάται το θέμα του χρόνου.
Η ευελιξία του μυαλού και του πινέλου είναι οι ιδιότητες που παίρνουν προτεραιότητα στις μοντέρνες ζωγραφικές δημιουργίες της Φωτιάδου. Η πρώτη ιδιότητα μεταφράζεται σε συνεχή πρωτοτυπία στην έμπνευση, η δεύτερη, σε πλούσια ποικιλία στην πινελιά. Μαζί πετυχαίνουν, ανάλογα με τη διάθεση της καλλιτέχνιδας, άλλοτε μια ανάλαφρη χιουμοριστική προσέγγιση που προκαλεί το χαμόγελο του θεατή και άλλοτε μια θυμωμένη έως ανελέητη σάτιρα. Και στις δύο περιπτώσεις βασικό ρόλο διαδραματίζουν, ο τύπος της πινελιάς, οι χρωματικοί τονισμοί και το στοιχείο του αναπάντεχου στις λεπτομέρειες.
Η προτίμηση προς το μεμονωμένο μοτίβο εμφανίζεται και σε άλλους τομείς του έργου της Φωτιάδου π.χ. στο μοτίβο του λουλουδιού. Εκεί όμως, το στυλ διαφέρει και η εντύπωση που προκύπτει είναι διαφορετική. Της είπα κάποτε ότι ο χειρισμός κάποιων λουλουδιών της μου θύμισε έργα του Ντε Κίρικο. Προσθέτω εδώ ότι ο χειρισμός κάποιων τοπίων της φέρνει στην αίσθηση μου άρωμα τέχνης της Άπω Ανατολής. Ωστόσο, ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση υπονοώ κατ’ ανάγκη συνειδητές επιδράσεις. Το πιθανότερο είναι ότι τη Σοφία συγκινούν παρεμφερείς με τις Απωανατολικές προσεγγίσεις π.χ. όψεις χιονισμένων ελληνικών πάρκων ανάλογων με κήπους ασιατικούς. Αξιοποίηση συγκεκριμένων μοτίβων όπως του μοτίβου του δένδρου ,ιδιαίτερα αγαπητού και στην κινέζικη ζωγραφική. Αποδόσεις ίδιων ή παρεμφερών τοπίων σε διαφορετικές εποχές του έτους, όπως συμβαίνει κατεξοχήν στα ιαπωνικά χαρακτηριστικά. Και σε κάθε περίπτωση, απίθανη προσοχή στις λεπτομέρειες και στον πλούτο και τη διαφάνεια της χρωματικής κλίμακας. Αυτό το χαρακτηριστικό προβάλλει ακόμη στο αξιοσημείωτο όταν η Φωτιάδου εργάζεται σε μεγάλες επιφάνειες κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά. Σαν συμπέρασμα, θα έλεγα ότι και στην κατεύθυνση του τοπίου η ζωγράφος πορεύεται ελεύθερα και αβίαστα τον προσωπικό δρόμο της, που ασφαλώς έχει αφομοιώσει πάμπολες καλλιτεχνικές εμπειρίες και που, περιστασιακά, μπορεί να αποκλίνει ή να συγκλίνει με δρόμους άλλων καλλιτεχνών.
Τι να περιμένουμε από τη Σοφία στη συνέχεια; Είναι ένα τελευταίο ερώτημα που όμως, με βάσει τα όσα ελέχθησαν για την έως τώρα διαδρομή της, δεν φαίνεται να επιδέχεται απάντηση. Αν πίστευα πως την επιδεχόταν, θα διέψευδα τον χαρακτηρισμό που της απέδωσα στην αρχή αυτού του κειμένου. Ας αρκεστούμε λοιπόν στην εντύπωση που μας αφήνει η σημερινή εικόνα της: ένα προνομιούχο πλάσμα προικισμένο με πολλά ασυνήθιστα προσόντα, που μόνο του θ’ ανακαλύψει, και θα μας αποκαλύψει, τι άλλο έχει ακόμη να μας προσφέρει στο μέλλον.
Κλαίρη Β. Παπαπαύλου, Δρ. Πανεπιστημίου του Μπέρκλευ, Καθηγήτρια & Ιστορικός της Τέχνης
Αίθουσα Τέχνης Ena, Βαλαωρίτου 9γ, Αθήνα
Εγκαίνια: 19 Ιανουαρίου, Απριλίου, 20.00
Διάρκεια έκθεσης: 19 Ιανουαρίου – 7 Φεβρουαρίου 2015
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα – Παρασκευή: 11.00 – 21.00, Σάββατο 11.00 – 16.00 Κυριακή και κάθε άλλη ώρα κατόπιν συνεννόησης