Είδαμε τις «Μικρές Ιστορίες Φόνων» στο Vault- Δολοφονικό reality!
Δράμα και μαύρο χιούμορ σε 5 διαφορετικά εγκλήματα πάθους, σε μια παράσταση που θα μπορούσε να είναι ένα μελλοντικό σκοτεινό reality της τηλεόρασης. Η παράσταση «Μικρές Ιστορίες Φόνων» του Παναγιώτη Μπρατάκου ανεβαίνει στο θέατρο Vault σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά.
Πέντε μικρές ιστορίες φόνων. 14 διαφορετικές εξομολογήσεις από τους εμπλεκόμενους- νεκρούς και ζωντανούς. Μια παράσταση για την αγάπη, που οδηγεί στο έγκλημα και ταυτόχρονα ένα σχόλιο για τον κόσμο της κίτρινης δημοσιογραφίας. Αφηγήτρια είναι μια δημοσιογράφος της τηλεόρασης, που παρουσιάζει αυτά τα εγκλήματα, ενώ στο φινάλε υπάρχει μια ανατροπή ως προς τη σχέση της με τα φονικά.
Η παράσταση παρουσιάζεται κάθε Σαββατοκύριακο (Σάββατο 21:00 και Κυριακή 18:00) σε διαφορετική διανομή από ό,τι στη Δευτέρα και την Τρίτη (21:00). Εκτός από τους διαφορετικούς ηθοποιούς υπάρχουν αλλαγές στην ερμηνεία των ρόλων, άλλο σκηνικό και φωτισμοί, καθώς και διαφορετικό τέλος του έργου. Εγώ είδα την παράσταση του Σαββατοκύριακου και γι’ αυτήν μπορώ να μιλήσω.
Η αφήγηση βασίζεται σε μονολόγους, γι’ αυτό είναι ίσως η χαρά του ηθοποιού, που το παίρνει πάνω του. Κάθε εμπλεκόμενος στο έγκλημα, θύτης ή θύμα ή μάρτυρας, μας λέει την ιστορία του. Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις μπαίνουμε αρκετά βαθιά και πειστικά στον κόσμο του μοιραίου πάθους, της ανασφάλειας, των ναρκωτικών, της παράνοιας.
Ακόμα, αναγνωρίζονται στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας για τις γυναίκες, τους άντρες, τους ομοφυλόφιλους, τους αλλοδαπούς και τους εθνικιστές. Κι υπάρχει κι ένα στοιχείο θρίλερ και μαύρου χιούμορ, καθώς και αρκετή δραματικότητα. Συνήθως, στο κλείσιμο κάθε ιστορίας, ακούγεται κι ένα τραγούδι. Η κοινωνική κριτική του συγγραφέα έχει εύρος, αν και σε κάποια σημεία γίνεται κοινότοπη και προβλέψιμη. Το έργο του ως προς τη δομή και το θέμα είναι πρωτότυπο κι αρκετά σύγχρονο- αγγίζει την εποχή μας.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζιάς, που του αρέσουν σε τέτοια έργα, δίνει μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, η οποία είναι απολύτως λογική. Υπάρχει δραματικότητα, αλλά και κάποιες κωμικές ανάσες, ενώ δεν λείπουν και λίγες σέξι στιγμές. Τα γεγονότα είναι αντικείμενο αφήγησης και όχι σκηνικής απεικόνισης. Έτσι, η δράση και η κίνηση είναι περιορισμένες, ενώ η έμφαση δίνεται κυρίως στα συναισθήματα και τα κίνητρα των χαρακτήρων.
Το καστ της συγκεκριμένης παράστασης είναι αρκετά ποιοτικό. Καλύπτει ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα, με νεαρούς ηθοποιούς, όπως η πολύ ταλαντούχα Μυρτώ Γκόνη, μέχρι τις ώριμες Βάνα Παρθενιάδου και Τζένη Διαγούπη (μιλάμε πάντα για τη διανομή του Σαββατοκύριακου). Η Γκόνη παίζει την δημοσιογράφο και ως προς το στήσιμο όντως θυμίζει τηλεπαρουσιάστρια. Κι όταν χρειάζεται, βγάζει πάθος και συναίσθημα, με έναν αρκετά σκοτεινό και δυναμικό τρόπο. Η Παρθενιάδου μου άρεσε κυρίως στο κωμικό της κρεσέντο, την πιο αστεία στιγμή της παράστασης, μιας γυναίκας που μισεί παθολογικά τους ομοφυλόφιλους, ενώ η Διαγούπη είχε ιδιαίτερα πειστικές δραματικές στιγμές. Η Τριανταφυλλιά Δαμπαλιάκη ήταν επίσης καλή σε διπλούς ρόλους, ενώ κι ο Στέλιος Ψαρουδάκης μου άρεσε στο ρόλο του Κρητικού φαντάρου, που πλήρωσε το τίμημα των μεγάλων σεξουαλικών του ορμών. Κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, πάντως, κινήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Ένα έργο για το έγκλημα, το πάθος και την τηλεόραση. Η παράσταση έχει κυρίως δραματικό και ψυχολογικό με κάποιες κωμικές στιγμές. Μιλάει για το σήμερα με αρκετά πρωτότυπο τρόπο κι έχει αξιόλογες ερμηνείες.
Γιώργος Σμυρνής