Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας)
Το Hollywood, μαζί με το Broadway και το συνάφι των ηθοποιών έχουν την τάση να αυτοσαρκάζονται φέτος. Αυτό ισχύει εντονότατα στο Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας), μία από τις ταινίες που σάρωσαν τις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Μία ταινία που αποτελεί μαγνήτη για τους σινεφίλ.
O Alejandro González Iñárritu, σκηνοθέτης των επιτυχημένων ταινιών ΒΑΒΕΛ και ΧΑΜΕΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ, επιστρέφει με μια συναρπαστική μαύρη κωμωδία, με αρκετά σουρεαλιστικά για την ιστορία του άλλοτε επιτυχημένου και διάσημου ηθοποιού Ρίγκαν Τόμσον (Michael Keaton), στην προσπάθειά του να ανεβάσει ένα έργο στο Μπρόντγουεϊ. Ο Ρίγκαν Τόμσον ελπίζει πως με το παράτολμο ανέβασμα του υποσχόμενου θεατρικού έργου θα καταφέρει, μεταξύ άλλων, να αναβιώσει την άλλοτε συναρπαστική και σπουδαία καριέρα του, αποδεικνύοντας τελικά στους γύρω του ότι δεν είναι ένας ακόμα ξοφλημένος, πρώην χολιγουντιανός αστέρας.
Στον αμερικανικό κινηματογράφο- και όχι μόνο- είναι αρκετά συνηθισμένο το φαινόμενο να γράφουν μία ταινία πολλοί σεναριογράφοι. Στο Birdman είναι τέσσερις. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης (Alejandro González Iñárritu) και οι Nicolás Giacobone, Alexander Dinelaris και Armando Bo. Δείχνει κάπως περίεργο ένα προσωπικό θέμα, όπως τα απωθημένα και τα όνειρα ενός διαταραγμένου ηθοποιού, που κάποτε ήταν διάσημος σταρ και τώρα θέλει να κάνει το comeback στο θεατρικό σανίδι, μπορεί να παρουσιασθεί με συνοχή από τέσσερις διαφορετικές πένες.
Το έργο σατιρίζει αρκετά τις περιπέτειες με τους υπερήρωες. Ο τίτλος Birdman είναι ενδεικτικός. Ο πρωταγωνιστής έπαιζε τον μασκοφόρο- πουλί υπερήρωα, που είχε την ικανότητα της πτήσης. Ήταν ο πιο πετυχημένος ρόλος της καριέρας του. Ανούσιος υποκριτικά, αλλά του απέφερε πλούτο και δόξα. Και πλέον επιστρέφει με έναν θεατρικό ρόλο, ερχόμενος σε σύγκρουση με την πρώην καριέρα του. Όμως, ακούει τις φωνές του Birdman. Και κανείς δεν ξέρει που θα τον οδηγήσουν οι παραισθήσεις που έχει. Εκεί κρύβεται και το σασπένς της ταινίας.
Είναι μια ταινία πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα. Η μουσική, η χρήση των voice over, ο πρωταγωνιστής, η κινούμενη κάμερα, τα σουρεαλιστικά στοιχεία, ο σαρκασμός του καλλιτεχνικού συναφιού, οι πολλές καλλιτεχνικές αναφορές, (από τo Actors Studio μέχρι την μπρεχτική αποστασιοποίηση και το βρετανικό θέατρο “In yer face”), προσφέρουν ιδιαίτερη γοητεία σε ένα έργο καθαρά σημερινό. Εκτός από τον κεντρικό πρωταγωνιστή, υπάρχουν κι άλλοι ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ιδίως ο Mike (Edward Norton), ο παράξενος ηθοποιός του θεάτρου, που θέλει να βιώνει τους ρόλους του με απόλυτο και σχεδόν γελοίο τρόπο. Κρίμα που η ταινία επέλεξε να εστιάσει τόσο πολύ στον Michael Keaton. Κάπου ο ρόλος του Mike, σχεδόν πρωταγωνιστικός αρχικά, μπαίνει στο περιθώριο, ενώ τόσο η ερμηνεία του Norton, όσο και τα χαρακτηριστικά του ρόλου αυτού, είναι πολύ ενδιαφέροντα. Ο Zach Galifianakis δεν έχει τον ξέφρενο κωμικό χαρακτήρα που συνηθίσαμε στα Hungover, αλλά ερμηνεύει με αρκετά δηλητηριώδη σαρκαστικότητα έναν κυνικό ατζέντη, που αγωνίζεται να σώσει την κατάσταση, μετά από τις τρέλες των Keaton και Norton. Από τις γυναίκες, η Emma Stone μου άρεσε περισσότερο, στον ρόλο της πρώην ναρκομανούς κόρης του Michael Keaton, μιας “αλανιάρας” και ατίθασης κοπέλας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Αν και το ξεκίνημά της σε κάνει να περιμένεις κάτι σπουδαίο, που τελικά δεν έρχεται, η ταινία είναι και ενδιαφέρουσα και όμορφη. Είναι καλοσκηνοθετημένη, έχει πρωτότυπες εικόνες και ιδέες και διακρίνεται από τις καλές ερμηνείες της.
Γιώργος Σμυρνής