Το Φεστιβάλ Αθηνών συνομιλεί με την πόλη: 4 νέοι σκηνοθέτες εμπνέονται από το αστικό περιβάλλον
Φανταστείτε την Αθήνα χωρίς το Φεστιβάλ. Μάλλον, δύσκολο. Είναι, εδώ και σχεδόν, δέκα χρόνια δύο έννοιες που κάνουν ένα αδιαίρετο σύνολο. Το Φεστιβάλ Αθηνών ανήκει στην πόλη όχι μόνο γιατί φέρει το όνομα της ή γιατί αναδεικνύει το καλλιτεχνικό της δυναμικό• αλλά κυρίως είναι ένα ενεργό και διαρκώς τροφοδοτούμενο κομμάτι της φυσιογνωμίας της. Κι έρχεται ως φυσική συνέχεια, η ίδια η πόλη, το αστικό τοπίο – άναρχο ή γοητευτικό – και οι άνθρωποι της, η κουλτούρα της, το φως αλλά και η σκοτεινιά της να τροφοδοτούν μια συνομιλία με τις φεστιβαλικές παραστάσεις. Τουλάχιστον αυτό προδίδουν τέσσερις επικείμενες παραγωγές: εμπνέονται από το αθηναϊκό περιβάλλον, στρέφονται σε ανώνυμους ήρωες του, ψηλαφίζουν την ταυτότητα του.Από τη Στέλλα Χαραμή
H Κατερίνα Ευαγγελάτου στο Λύκειο του Αριστοτέλη
Το ανακάλυψε σχεδόν ταυτόγχρονα με τους αρχαιοδίφες τουρίστες. Ένα από τα τρία αρχαιότερα Γυμνάσια της Αθήνας (μαζί με αυτά της Ακαδημίας Πλάτωνος και του Κυνοσάργους), πίσω από το Ωδείο Αθηνών και πάνω στο μέτωπο της οδού Ρηγίλλης, προβάλλει μέσα από τα απομεινάρια του στην επιφάνεια της πόλης. Εδώ και κάποιους μήνες διαθέσιμο για τους απανταχού επισκέπτες, θα δανείσει τώρα την ήσυχη ομορφιά του για τις ανάγκες μιας θεατρικής σκηνογραφίας.
Το τοπίο των 11 στρεμμάτων, οργανωμένο μέσα από χωμάτινους διαδρόμους κι ένα αμφιθέατρο που μοιάζει να εποπτεύει την έκταση απ’ άκρη σ’ άκρη, επιβάλλει τρόπον τινά την δική του σκηνοθεσία. Όπως σημειώνει και η Κατερίνα Ευαγγελάτου επέλεξε το έργο ακριβώς επειδή μπορεί να αφομοιωθεί από το χώρο. «Αποτελείται από μικρά επεισόδια και είναι αρκετά αφηγηματικό. Θα πάρει δηλαδή την μορφή της περιπατητικής παράστασης, δημιουργώντας σταθμούς, με κέντρο το μικρό θεατράκι».
«Στη μέση του δρόμου» με τον Πρόδρομο Τσινικόρη
Πώς θα ήταν αν ένας Αθηναίος άστεγος είχε την ευκαιρία να σου αφηγηθεί την ιστορία του; Σ’ αυτή την ευαίσθητη σκέψη κατέληξε ο Πρόδρομος Τσινικόρης, παρατηρώντας μια συνήθη κι όμως οδυνηρή εικόνα δρόμου: Σε ένα πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, μια κοπέλα με ακουστικά στ’ αυτιά προσπερνά έναν άστεγο, που κείτεται μόλις ένα βήμα από το βήμα της… Σε μια πόλη που κλείνει τα μάτια στη θέα αυτού του φαινομένου, ο Τσινικόρης επιστρατεύει το documentary theater, ελπίζοντας να βρει ευήκοα ώτα.
Με την βοήθεια του φεστιβαλικού Τροχόσπιτου αλλά και της τεχνολογίας των MP3, οι θεατές της παράστασης (με έδρα ένα δημόσιο αθηναϊκό χώρο) θα γίνουν ακροατές μιας προσωπικής εξομολόγησης. «Οι άστεγοι είναι οι πιο σιωπηλοί συμπολίτες μας. Τους βλέπεις κάθε μέρα, να βρίσκονται στο ίδιο σημείο με χθες και με προχθές, φορώντας τα ίδια ρούχα κι όμως δεν ξέρεις τίποτα για αυτούς: Ούτε το όνομα τους, ούτε γιατί βρίσκονται σε αυτή τη θέση. Θα ήθελα όμως να ακούσουμε τις φωνές τους, την ιστορία τους» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Παρότι εξασκημένος στο θέατρο ντοκιμαντέρ θα είναι η πρώτη φορά που θα δουλέψει σε δημόσιο χώρο και θα ανοιχτεί στο τυχαίο. «Μα ο λόγος που ακόμα ασχολούμαι με το θέατρο-ντοκιμαντέρ είναι γιατί δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους να συναντηθούν• άνθρωποι που, υπό άλλες συνθήκες, δε θα αντάλλαζαν ούτε μια κουβέντα».
Η Γιολάντα Μαρκοπούλου και ο Χορός των Περσών
Χασάν, Τζαβάντ, Ρεζά, Χαλίλ, Αϊντίμ. Πίσω από τα ανοίκεια ονόματα των νεαρών μεταναστών από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και το Μπαγκλαντές κρύβονται οικείες ιστορίες – ακριβώς γιατί συμβαίνουν σε αυτή την πόλη. Μετά από πέντε χρόνια ζύμωσης στο Station Athens, το εργαστήρι θεάτρου για πρόσφυγες (σε συνεργασία με την ΜΚΟ «AMAKA»), η Γιολάντα Μαρκοπούλου εκθέτει το χρονικό μιας αστικής αφήγησης, την ζωή αυτών των μεταναστών στην Αθήνα ως κατάσταση μιας καθημερινής μάχης. Χρησιμοποιώντας σαν δραματουργικό υλικό τις ιστορίες τους επιχειρεί να τις συνδέσει με δυο τραγωδίες του Αισχύλου, τους «Πέρσες» και τις «Ευμενίδες».
Οπως εξηγεί η ίδια, «ο Αισχύλος χρησιμοποιεί πραγματικές μαρτυρίες πολεμιστών για να συνθέσει το έργο του. Κάνει – τρόπον τινά – ένα πολεμικό ρεπορτάζ. Μέσα από αυτό το υλικό εμείς βουτάμε σε μια άλλη μάχη σχετική με την καθημερινότητα στην πόλη υποδοχής: από τον αγώνα ενός μετανάστη να εξασφαλίσει χαρτιά, να βρει σπίτι και δουλειά, να συνυπάρξει με τους Αθηναίους μέχρι να κυκλοφορήσει χωρίς φόβο στο δρόμο».
Με πιο πρόσφατη εμπειρία την παράσταση – ντοκουμέντο «Ε-φυγα» που φιλοξενήθηκε στο μη συμβατικό χώρο του «Συνεργείου», η σκηνοθέτης αυτή τη φορά στο project «Είμαστε οι Πέρσες», θα ανεβάσει τους μετανάστες σε μια πραγματική θεατρική σκηνή, στην Πειραιώς 260.
Το επιχείρημα της εξάλλου είναι δυναμικό: «Από την στιγμή που το θέατρο είναι μέρος στη ζωή της Αθήνας, απομένει να γίνει κι ένας χώρος για να μιλήσουν και άνθρωποι που είναι επίσης κομμάτι στην λειτουργία της».
Η Ελένη Ευθυμίου καταγράφει ιστορίες αναπηρίας
Είναι κοινό μυστικό πως οι άνθρωποι με αναπηρία όπως και οι ιστορίες τους μένουν κλειδωμένοι στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος. Φταίει η ανετοιμότητα της αστικής κοινωνίας να τις δεχθεί; Φταίει ο φόβος των ίδιων να τις μοιραστούν; Το αποτέλεσμα είναι γνωστό• «εφόσον η κοινωνία δεν εξοικειώνεται με το πρόβλημα, θα συνεχίζει να το κατακρίνει» όπως υπενθυμίζει η Ελένη Ευθυμίου.
Η έρευνα της (σε συνεργασία με την ομάδα «Εν δυνάμει» της Ελένης Δημοπούλου) δοκιμάζει να δώσει ένα ημερολόγιο αυτής της αποσοβημένης πραγματικότητας. Ένα μικτό σύνολο 21 ατόμων, με και χωρίς αναπηρία – που η ίδια η σκηνοθέτης ονομάζει «πρότυπο μιας ιδανικής κοινωνίας» – εργάστηκαν από κοινού για μια παράσταση που αρχικά πήρε την μορφή workshop αναζητώντας αληθινές ιστορίες οι οποίες εν συνέχεια ενσωματώθηκαν από την θεατρική συνθήκη.
Προέκυψε ένας ιστός πραγματικών γεγονότων – υπό τον τίτλο «Ο άνθρωπος ανεμιστήρας ή πως να ντύσετε έναν ελέφαντα» – που λαμβάνουν χώρα σε μια αστική κοινωνία: Η σχέση ενός ατόμου με αναπηρία με την οικογένεια, τους συμμαθητές του, τα περιστατικά bullying στα οποία έχει πιθανόν πέσει θύμα, οι δυσκολίες του ανοίγματος στην δημόσια σφαίρα ή η τρυφερή εκδοχή μια τέτοιας πραγματικότητας, ο έρωτας.
Η Ελένη Ευθυμίου ξεκαθαρίζει ωστόσο πως η παράσταση δεν εγκλωβίζεται στην παρατήρηση ενός κοινωνικού φαινομένου αλλά παραμένει μια αφορμή για ένα υψηλό καλλιτεχνικό προϊόν. «Κανείς μας δεν είναι εκεί για να κάνει μια καλή πράξη, αλλά για να κάνει καλό θέατρο. Η τέχνη μας ενώνει και η τέχνη είναι το ζητούμενο».