Είδαμε το “Η Λίλα λέει”- Λόγια για το σεξ
Άγγελος μέχρι να ανοίξει το στόμα της, η μικρούλα Λίλα, γίνεται το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου ενός εφήβου που μεγαλώνει σε ένα γαλλικό γκέτο, σε μια δραματική ιστορία, που έπρεπε να γίνει βιβλίο. “Η Λίλα λέει” ανεβαίνει στο υπόγειο του θεάτρου Τέχνης (Πεσματζόγλου 5) σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη και Βασίλη Μαυρογεωργίου.
Ο Σιμώ, γεννιέται στη Γαλλία από άραβες γονείς και μεγαλώνει στο γκέτο ενός παρισινού προαστίου. Δεν έχει δουλειά, λεφτά, όνειρα. Καμμία ελπίδα και καμμία προοπτική. Ώσπου γνωρίζει τη Λίλα, ένα πλάσμα με αγγελικό πρόσωπο αλλά γλώσσα καθόλου αγγελική- το αντίθετο. Κι όμως η Λίλα, λέει τα πιό ακραία πράγματα απλά, απαλά «σαν αναγγελίες πτήσεων που δε θα προσγειωθούν ποτέ». Κι αυτό την κάνει μοναδική. Μαζί της ο Σιμώ βρίσκει νόημα στην άθλια ζωή του: γράφει μια ιστορία. Και η ιστορία αυτή, δεν είναι παρά όλα όσα του περιγράφει η Λίλα και τον τρελαίνουν: οι ερωτικές εμπειρίες της με άλλους άντρες, οι φαντασιώσεις της, η εμμονή της με το σεξ. Ο Σιμώ, βυθίζεται στον έρωτά του, σε μια ιστορία μάλλον απαισιόδοξη, με ένα φινάλε, πάντως, όχι πολύ πρωτότυπο.
Το σκληρό κείμενο του Σιμώ (Chimo), βασίζεται συχνά στις αντιθέσεις: όσιο- ανόσιο, φιλία- εχθρότητα, μονογαμικός έρωτας- πορνό όργιο κτλ. ίσως πιο φανερά από όσο χρειάζεται. Παρουσιάστηκε στα γαλλικά γράμματα το 1996 δημιουργώντας αίσθηση. Ακόμα και ο εκδοτικός οίκος που το παρουσίασε, καταθέτει τις αμφιβολίες του σε σχέση με την πραγματική ταυτότητα του συγγραφέα. Η προφορικότητα του λόγου, το στυλ που θυμίζει ημερολόγιο με τα πολλά ορθογραφικά λάθη, θεωρείται από αναλυτές ότι έγιναν επίτηδες, από κάποιον καθιερωμένο συγγραφέα. Ή ακόμα κι εκδότη.
Γεγονός είναι ότι το κείμενο που δεν γράφτηκε για το θέατρο, προσαρμόστηκε αρκετά ικανοποιητικά στις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης, με κάποιες δόσεις χιούμορ και ποιητικότητας. Οι σκηνοθετικές εικόνες είναι διακριτικές και σκοπό έχουν κυρίως να τονίσουν την ποιητική διάσταση στην αντίθεση “αγίας”- “πόρνης” που παρουσιάζει η Λίλα, το αντικείμενο του πόθου του αφηγητή. Αυτό αφαιρεί από τον σκληρό ρεαλισμό της ιστορίας, που όμως δύσκολα θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο θέατρο (το σινεμά είναι καλύτερο για κάτι τέτοιο). Να σημειωθεί ακόμα ότι το έργο θεωρείται ακατάλληλο για ανηλίκους, όχι για αυτά που δείχνει, αλλά για αυτά που λέγονται.
Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών, της Λένας Δροσάκη (Λίλα) και του Βασίλη Μαυρογεωργίου (Σιμώ) είναι αξιόλογες. Ιδίως η Δροσάκη καταφέρνει να περιγράφει τις πιο ακραίες σεξουαλικές εικόνες, πράξεις, όνειρα με ιδιαίτερο πάθος, αλλά και με μια περίεργη αθωότητα- αυτό που είναι το ζητούμενο για το ρόλο της, αλλά και να αναδείξει την ποιητική διάσταση της παράστασης. Ο Μαυρογεωργίου έχει καλό συγχρονισμό στις ατάκες και καταφέρνει να κάνει τον ρόλο του αφηγητή- ερωτοχτυπημένου συγγραφέα δικό του, χωρίς όμως να φτάσει σε πολύ μεγάλο βάθος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Ένα σκληρό θέμα, με ακόμα πιο σκληρή γλώσσα ενός γάλλου λογοτέχνη, γίνεται μια αρκετά ενδιαφέρουσα παράσταση με ποιητική διάσταση και καλές ερμηνείες.