Ο Δημήτρης Καραντζάς στο monopoli TV
Το τελευταίο διάστημα ο Δημήτρης Καραντζάς βρίσκεται στο επίκεντρο της θεατρικής επικαιρότητας για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς -ο κυριότερος για εμάς- αφορά το έργο “Φεάθων”, του Δημήτρη Δημητριάδη που παρουσιάζει στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή. Έναν χώρο που του προκαλεί δέος, μεγαλύτερο και από αυτό που ένιωσε όταν κλήθηκε να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο, όπως εξομολογείται ο ίδιος. Σ’ αυτή λοιπόν τη νέα δουλειά, που εξελίσσεται σε θεατρικό blockbuster, αλλά και στη γενικότερη σχέση του με το θέατρο, επικεντρώνουμε τη συζήτησή μας με τον Δημήτρη Καραντζά, αφήνοντας εκτός οποιαδήποτε “παρα-θεατρικά” σχόλια…Συνέντευξη στη Μάρη ΤιγκαράκηVideo: Premiummedia
Πότε και πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σου;
Όταν ήμουν μικρός, η σχέση μου με το θέατρο ήταν πολύ κακή. Ένιωθα ότι οι παιδικές παραστάσεις υποτιμούσαν την νοημοσύνη των παιδιών και δεν ήθελα καθόλου να βλέπω. Μετά τα 12, όταν είδα για πρώτη φορά μια παράσταση «ενηλίκων», άρχισα να πηγαίνω φανατικά θέατρο και γράφτηκα στο θεατρικό όμιλο του σχολείου μου. Τελειώνοντας το λύκειομ ήταν για μένα δεδομένο ότι θ’ ασχοληθώ με το θέατρο. Ήταν το μόνο πράγμα που με έκανε να νιώθω καλά και με άνοιξε τρομερά σαν άνθρωπο. Έτσι, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη σχολή του Εμπρός, που τότε είχε ξανανοίξει με διευθυντή τον Μπαντή.
Ήθελες εξ’ αρχής να ασχοληθείς με τη σκηνοθεσία;
Στα χρόνια της σχολής διαπίστωσα πώς δεν με ενδιέφερε καθόλου το πώς θα ερμηνεύσω εγώ τα κομμάτια που μου έδιναν, αλλά πιο πολύ το να παρακολουθώ τους συμμαθητές μου. Άλλωστε το επάγγελμα του ηθοποιού το θεωρώ εγκλωβιστικό και λίγο βαρετό για τη δική μου ψυχοσύνθεση, με την έννοια ότι δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω το ίδιο πράγμα κάθε μέρα για πολύ καιρό.
Πώς προέκυψε η πρώτη σκηνοθετική σου δουλειά;
Από σύμπτωση. Ήμουν 19 χρονών και είχα γράψει ένα κείμενο για τις «Δοκιμές» που γίνονταν τότε στο Αμόρε και αναζητούσαν νέα έργα. Ο σκηνοθέτης που είχα προτείνει, δεν μπορούσε να το αναλάβει και ο Θωμάς Μοσχόπουλος με παρακίνησε να το σκηνοθετήσω εγώ. Από τη μεγάλη μου επιθυμία να γίνει το έργο το ανέλαβα, αλλά δεν ήξερα τί έκανα στην πραγματικότητα, δεν είχα επίγνωση. Ωστόσο όλο αυτό ήταν πολύ χρήσιμο, γιατί εάν δεν είχε γίνει με την παρόρμηση της στιγμής, ίσως να είχαν περάσει πολλά χρόνια μέχρι να το πάρω απόφαση να κάνω κάτι.
Πώς ήταν λοιπόν η πρώτη σου φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη;
Στην πρώτη παράσταση, αυτό που με δυσκόλεψε πολύ ήταν η απόλυτη άγνοια που είχα. Μέχρι τότε είχα υπάρξει μόνο θεατής σε παραστάσεις. Δεν είχα καμία εμπειρία για το πώς να καθοδηγήσω και να συντονίσω ένα σύνολο. Γιατί πέρα από τις ιδέες που μπορείς να έχεις, η πιο μεγάλη δυσκολία της σκηνοθεσίας είναι στην πραγματικότητα ο συντονισμός και η επικοινωνία. Ωστόσο όταν έχεις άγνοια είσαι πιο θαρραλέος.
Πολύ γρήγορα προέκυψαν συνεργασίες με μεγάλους φορείς. Θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό για τις ευκαιρίες που σου δόθηκαν;
Προφανώς υπάρχει κάποιου είδους τύχη σε όλο αυτό, γιατί τα περισσότερα πράγματα δεν τα επεδίωξα ακριβώς. Ξεκίνησα με μια παράσταση με τους συμμαθητές μου, ακολούθησε μια πρόταση από την Ξένια Καλογεροπούλου και τον Θωμά Μοσχόπουλο για το παιδικό του «Πόρτα» και μετά από αυτά προέκυψαν προτάσεις για τη Στέγη, το Εθνικό και την Επίδαυρο. Τρεις χώροι τεράστιοι, στους οποίους ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα δουλέψω. Πέρα από την πρόκληση, αυτό που ένιωσα ήταν άγχος και πανικός καθώς είχα να διαχειριστώ μεγάλους προϋπολογισμούς και να συνεργαστώ με ηθοποιούς που θαύμαζα… Το καλό είναι το ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ένιωσα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο τρόπο σκέψης και δουλειάς μου.
Το γεγονός ότι κάθε αναφορά στο όνομα σου συνοδεύεται και από σχόλια για την ηλικία σου στο στυλ «το παιδί θαύμα» κλπ σε γεμίζει με άγχος ή σου τονώνει την αυτοπεποίθηση;
Αισθάνομαι ότι η αναφορά στην ηλικία μου έχει αρχίσει να σταματάει, οπότε αυτό μου δημιουργεί μια χαρά. Το άλλο μου ήταν πάντα από αδιάφορο μέχρι αστείο.
Γιατί αστείο;
Μου φαίνεται αστείο να κρίνεται κάποιος με βάση την ηλικία του. Θεωρώ ότι είναι δείγμα της κοινωνίας που ζούμε και του πολιτισμού που έχουμε. Καταλαβαίνω ότι δεν συνηθισμένο κάποιος στην ηλικία μου να σκηνοθετεί στην Επίδαυρο, αλλά πάντα για κάποιον υπάρχει η πρώτη φορά που σκηνοθετεί στην Επίδαυρο. Επίσης αστείο μου φαίνεται το ότι γύρω από αυτό το θέμα φτιάχνονται κάποιες κατασκευές επικοινωνιακού τύπου, οι οποίες όσο πιο έντονες είναι στον θαυμασμό τους, την ίδια στιγμή, ξέρω, ότι θα είναι εξίσου έντονες και στην αποδοκιμασία τους. Στην πραγματικότητα όλα είναι εντελώς ρευστά και αναλώσιμα. Αυτός ο πολιτισμός που έχουμε μπορεί να καταναλώσει καλλιτέχνες, γενιές και ανθρώπους σε μια στιγμή. Οπότε όλο αυτό δεν το πήρα ποτέ πολύ σοβαρά.
Φέτος «φιλοξενείσαι» στο σπίτι του Λευτέρη Βογιατζή, τι σημαίνει για σένα αυτό;
Είναι μεγάλη τιμή και συγκίνηση, γιατί σ’ αυτό το χώρο συνειδητοποίησα στην πραγματικότητα ποιο είδος θεάτρου με ενδιαφέρει να κάνω. Ο Λευτέρης Βογιατζής είναι ο μόνος άνθρωπος του σύγχρονου πολιτισμού μας που θαύμαζα ολοκληρωτικά και ολόψυχα. Γι’ αυτό και το να δουλέψω στο θέατρό του μου προκαλεί ένα δέος, το οποίο δεν είχα αισθανθεί ούτε όταν μου έγινε η πρόταση για την Επίδαυρο.
Ανεβάζεις τον «Φαέθωντα» του Δημητριάδη. Τι αφορά το έργο;
Ο «Φαέθων» είναι ένα έργο που έχει πολλά κοινά με την αρχαία τραγωδία, με την έννοια ότι τα πιο σκληρά πράγματα γίνονται εκτός σκηνής και οι θεατές απλώς μαθαίνουν γι’ αυτά. Εξετάζει τη νύχτα μιας οικογένειας, που έχει μάθει να ζει με πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο τρόπο, τον οποίο τους επιβάλλει ο πατέρας. Αυτή τη νύχτα, τους συναντάμε σε ένα οριακό σημείο, στο οποίο η επιβολή του πατέρα οδηγεί τα μέλη της οικογένειας στην πρώτη γενναία αντίσταση. Για μένα το έργο είναι μια παραβολή, για τον συγκεντρωτισμό και για την αντίδραση σε τόσο απόλυτα καθεστώτα.
Είναι η δεύτερη φορά που ασχολείσαι με έργο του Δημητριάδη. Τι είναι αυτό που σε ιντριγκάρει στη γραφή και τα θέματα που επιλέγει;
Πέρα από την πλοκή και τη θεματική των έργων, με γοητεύει η μουσικότητα των κειμένων του Δημητριάδη. Ο τρόπος που γράφει, η κατασκευή η ίδια, άλλοτε πυκνά ή αραιά, το ότι χρησιμοποιεί μικρές ή μεγάλες παύσεις και μετά πολύ πυκνές πληροφορίες λόγου. Νομίζω ότι αυτού του είδους ο μουσικός χειρισμός των έργων του, αμέσως τα βγάζει από την κυριολεξία και τα μεταθέτει σε κάτι πιο οικουμενικό. Στην ίδια τη θεματική του με ενδιαφέρει πολύ το ότι προτείνει το «φως». Ακόμα και ένα τόσο ζοφερό έργο όπως ο «Φαέθων» σου δίνει διέξοδο και φως στην ελπίδα.
Πόσο σημαντική είναι για σένα η φόρμα στη σκηνοθετική σου προσέγγιση; Πολλοί σε έχουν κατηγορήσει ότι εμμένεις στην φόρμα και παρακάμπτεις όλο το υπόλοιπο.
Όταν κάποιος εμμένει σε μια φόρμα, προφανώς κάτι ψάχνει. Κάποια στιγμή μπορεί να το βρει, μπορεί να σταματήσει για λίγο, ή μπορεί μετά να προτείνει κάτι άλλο. Και ίσως όλο αυτό να είναι προϊόν της δικής του διαδικασίας έρευνας πάνω στο θέατρο ή να σχετίζεται με τα κείμενα που έχει κάθε φορά να διαχειριστεί. Νομίζω ότι ένα πράγμα που με ενδιέφερε πολύ τον τελευταίο χρόνο, σε σχέση με την πολυφωνία και την διπλή υπόσταση ρόλου και αφηγητή, έφτασε σε ένα όριο που ο ίδιος βάζω στον εαυτό μου. Δεν μπορώ να μπω σε όρια που μου βάζει κάποιος θεατής ή κάποιος κριτικός, διότι το όριο είναι πάντα ζήτημα αυτού που παράγει και όχι αυτού που καταναλώνει.
Στη συγκεκριμένη παράσταση, δεν με ενδιέφερε να συνεχίσω στην ίδια φόρμα, γιατί το ίδιο το έργο με πήγε αλλού και γιατί νομίζω ότι ο αισθητισμός και τα απομεινάρια του μεταμοντερνισμού από τη γερμανική σχολή ή και από άλλες, έτσι όπως προσπαθήσαμε να τα ενσωματώσουμε στη δική μας κουλτούρα, έχουν πεθάνει. Θεωρώ ότι τα πράγματα πρέπει να οδηγηθούν αλλού. Να βρεθεί κάτι άλλο, και υπ’ αυτή την έννοια κι εγώ εγκατέλειψα μια έρευνα, αφού όμως την ολοκλήρωσα για μένα. Από ‘κει κι ύστερα, επειδή αυτό που συζητάμε περί του αν εγώ κάνω μια φόρμα μόνιμα, δύο πράγματα έχω να πω: αλίμονο σε κάποιον που ασχολείται με το θέατρο ή με τον κινηματογράφο ή με την μουσική και δεν έχει ένα στίγμα και δεύτερον, ότι δεν μ’ ενδιαφέρει ο πολύ εύκολος ενθουσιασμός. Αυτός που θα σχολιάσει ελαφρά τη καρδία, δεν θα δει τί είναι τελικά αυτό που προτείνεις, πόσο το προχωράς, πόσο μπορεί όντως να είναι στάσιμο.
Όταν αρχίζει μια διαδικασία αποθέωσης, ξέρεις ποιο είναι το επόμενο βήμα… Έτσι δεν δίνω και πολύ σημασία στην εύκολη η κριτική του «η φόρμα ήταν ίδια». Εγώ θαυμάζω τους σκηνοθέτες που βλέπω τη φόρμα τους και τους παρακολουθώ και για τη φόρμα τους σαν θεατής. Φαντάζομαι ότι, επειδή δεν κάνω εμπόριο, δεν μπορώ να αλλάζω κάθε σεζόν «κολεξιόν»!
Σε τι φάση είσαι τώρα; Σχεδιάζεις κάτι για την επόμενη σεζόν;
Έχω στο μυαλό μου διάφορα, αλλά το πιο άμεσο σχέδιό μου είναι να κάτσω, να ηρεμήσω και να δω τι θέλω να κάνω από εδώ και πέρα… Να σκεφτώ όσα έγιναν μέχρι τώρα και να βρω καινούργιες τροφοδοτικές πηγές. Θέλω αυτά τα πράγματα που θα κάνω, να τα ξεκινήσω μετά από έξι μήνες, δηλαδή έχω ανάγκη από ένα πραγματικό κενό. Θέλω να ξαναβρώ λίγο τη λαχτάρα μου για νέες δουλειές και αυτό το εξάμηνο νομίζω ότι θα με βοηθήσει πολύ.
Εκτός από το θέατρο τι άλλο διεκδικεί το χρόνο σου;
Κανονικά έχω διάφορα πράγματα που με γεμίζουν και με τροφοδοτούν, απλώς τα τελευταία δύο χρόνια τα έχω ξεχάσει. Και δεν θέλω να το ξανακάνω αυτό… Κάτι που με γεμίζει πολύ είναι οι φίλοι μου και η παρέα μου μαζί τους, γιατί είμαστε σαν οικογένεια και είναι καθημερινή η επαφή μας, είναι σαν καταφύγιο. Αλλά εκτός αυτού είναι και άλλα πράγματα που με ενδιαφέρουν: δεν έχω προλάβει να διαβάσω πράγματα που θέλω, δεν έχω προλάβει να κάνω ταξίδια. Και τώρα όλα αυτά θέλω να τα βάλω σε μια σειρά, γιατί εκτός από το θέατρο, και μάλλον πολύ πιο σημαντικό από το θέατρο, είναι όλα τα υπόλοιπα.
Πληροφορίες
Το έργο “Φαέθων” του Δημήτρη Δημητριάδη παρουσιάζεται στο θέατρο οδού Κυκλάδων -Λευτέρης Βογιατζής (Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη). τηλ. 210 8217877
Παραστάσεις: Πέμπτη 21.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Ηχητική δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Ιωάννα Πιατά
Ερμηνεύουν: Περικλής Μουστάκης, Άρης Μπαλής, Ανέζα Παπαδοπούλου, Εύη Σαουλίδου, Σταυρούλα Σιάμου
Ευχαριστούμε το τσάι Dilmah για τις υπέροχες γεύσεις που μας έστειλε να δοκιμάσουμε