Αιμίλιος Χειλάκης: ποιοτικό θέατρο δεν γίνεται μόνο στις 50 θέσεις
Ακούς τη χροιά της φωνής του και ξέρεις. O Αιμίλιος Χειλάκης δίνει στη μεσημεριανή σας συνομιλία μια σιγουριά, ένα στίγμα ανθρώπου γήινου• τον οποίο η τέχνη έχει επηρεάσει μεν αλλά με τρόπο νευρώδη, βαθύ και ουσιαστικό. «Θέλω να κάνω θέατρο» λέει και δεν το διαπραγματεύεται. Είχε άλλωστε πολύ χρόνο στη διάθεση του για να αλλάξει γνώμη – 25 χρόνια μεσολάβησαν από την πρώτη του επαγγελματική παρουσία στη σκηνή. Και μοιάζει να το γιορτάζει αυτή την «αργυρή επέτειο» με ένα έργο – ύμνο στην τέχνη του θεάτρου, επιστρέφοντας στην θαλπωρή του Μπρεχτ.Με αφορμή τον «Κύκλο με την Κιμωλία» του Μπρεχτ που παρουσιάζεται φέτος στο Παλλάς σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, ο Αιμίλιος Χειλάκης μιλά αποκλειστικά στην κάμερα του monopoli.gr.Συνέντευξη στη Μάρη Τιγκαράκη
Μπορείς να θυμηθείς την πρώτη φορά που σκέφτηκες ότι θέλεις να γίνεις ηθοποιός;
Είμαι στη δεύτερα Λυκείου, έχω αλλάξει σχολείο και δεν ξέρω κανέναν. Προσπαθώντας λοιπόν να κοινωνικοποιηθώ με τους νέους συμμαθητές, γράφτηκα στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Εκεί αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι όλο αυτό έχει πλάκα και με αφορά. Την επόμενη χρονιά αποφασίζω να μη διαβάσω για πανελλήνιες, αλλά να δώσω για το θέατρο Τέχνης. Έτσι πάτωσα στα μαθήματα, αλλά μπήκα στο Θέατρο Τέχνης το 1988. Από τότε ακολουθώ μια πορεία, για την οποία δεν έχω ξανασκεφτεί τη στιγμή που θέλησα να γίνω ηθοποιός, υπάρχουν όμως πάρα πολλές στιγμές, σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, που αναρωτιέμαι γιατί συνεχίζω να είμαι.
Την έχεις δώσει αυτή την απάντηση στον εαυτό σου;
Ναι, κατά καιρούς… είναι πάντα διαφορετική όμως. Την πρώτη φορά είπα ότι συνεχίζω γιατί είναι κρίμα να πάει χαμένη η προσπάθεια κάποιων χρόνων. Τη δεύτερη φορά που τέθηκε, είπα ότι, όχι, δεν θα κάνω πίσω στη δικιά μου θέση για τα πράγματα, παρόλο που μπορεί να είναι αντίθετη απ’ όλων των άλλων. Η τελευταία φορά που αναρωτήθηκα, και αυτό συνέβη πριν από δύο χρόνια, κατέληξα ότι τελικά το να κάνεις θέατρο είναι κάτι που σε υπερβαίνει. Δεν το κάνεις μόνο για την δική σου χαρά, αλλά γιατί μεταφέρεις μεγάλες γνώμες. Οι ηθοποιοί δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από πομπούς μεγάλων ιδεών. Τώρα που έχω αρχίσει και το δέχομαι ακόμα περισσότερο αυτό στη ζωή μου, δηλαδή έχει φύγει η ματαιοδοξία του να είσαι καλός ή κακός, νιώθω πολύ πιο ασφαλής σε σχέση με την επιλογή μου.
Οι ηθοποιοί δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από πομπούς μεγάλων ιδεών.
Έχεις καταλήξει σε τί είδους θέατρο θέλεις να κάνεις;
Ναι, θέλω να παίζω! Απλά, θα μου πεις τα μεγάλα κλασικά κείμενα που ασχολούμαι τα τελευταία χρόνια, είναι «πιο ασφαλείς» τρόποι για να επικοινωνείς με το κοινό. Όμως από το πώς ανεβάζουμε τα μεγάλα κείμενα, δείχνουμε τη θέση μας, τα πιστεύω μας, την ηθική μας, την ανηθικότητα μας. Άρα η απάντηση στο τί είδους θέατρο θέλω να κάνω, είναι ότι απλά θέλω να κάνω θέατρο.
Έχει υπάρξει ποτέ ρόλος με τον οποίο έχεις φοβηθεί να αναμετρηθείς;
Ναι, δύο ρόλοι που τους έκανα μετά τα σαράντα μου, ο «’Αμλετ» και ο «Οιδίποδας». Επειδή τους λάτρευα τόσο πολύ και τους είχα χιλιοαναλύσει, φοβόμουν να τους κάνω μικρός. Κάποια στιγμή όμως απλά παίρνεις την απόφαση και λες δεν έχει σημασία αν κάνεις και λάθος, το θέμα είναι να ακουστούν ακόμη μια φορά τα λόγια του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ. Κι έρχεται η στιγμή που αυτοί οι ρόλοι σε βρίσκουν. Και αν είσαι εκπαιδευμένος και “γυμνασμένος” το κάνεις. Μ’ έναν τρόπο και ο Οιδίποδας και ο Άμλετ, που συνέβησαν μέσα σε ένα διάστημα δέκα μηνών, ήρθαν και με βρήκαν την στιγμή που ήταν κατάλληλη για μένα.
Φέτος ερμηνεύεις Μπρεχτ. Τι σημαίνει αυτή η συνάντηση για σένα;
Το να κάνεις Μπρεχτ είναι από τις μεγάλες τύχες του ηθοποιού. Ξέρεις γιατί; Γιατί ο Μπρεχτ έχει ένα τρόπο να σου λέει «θέλω να παίξεις, δεν θέλω να ζήσεις τη συγκίνηση, θέλω να παίξεις αυτό που έχω γράψει και αυτό θα συγκινήσει». Δεν σου ζητάει ψυχολογικούς τρόπους για να προσεγγίσεις τους ρόλους του, σου ζητάει απλά να πεις τα λόγια. Αν πεις τα λόγια θα προκληθεί συγκίνηση, γιατί είναι τόσο μεγάλος ποιητής ο Μπρεχτ.
Καμιά φορά λέω ότι το να παίξεις Μπρεχτ είναι σαν μια πολύ ωραία «παιδική χαρά» αλλά με πολύ σοβαρό αποτέλεσμα.
Μίλησέ μας λοιπόν για αυτή την “παιδική χαρά”.
Πρόσεξε τώρα παιδική χαρά: φαντάσου ότι είσαι ένα παιδί και έχεις να παίξεις με την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, μ’ ένα κείμενο που έχει γράψει ο Μπρεχτ. Και έχεις στην παρέα την Μαρία Πρωτόπαπα να κάνει τη Γρούσα, τον Δημήτρη Λιγνάδη να κάνει τον αφηγητή, την Ελισάβετ Μουτάφη, τον Αποστόλη Τότσικα και έναν θίασο 12 εξαιρετικών ηθοποιών. Εγώ έχω να παίξω τον Αζντάκ, αυτόν τον άναρχο, τρελό, χιουμορίστα, βαθιά συγκινημένο άνθρωπο. Να έχεις από κάτω τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη να σκηνοθετεί με φωτισμένο τρόπο όλους αυτούς. Τι να πω… θα ζήλευα αν δεν ήμουν σε αυτή την παράσταση!
Θα ζήλευα αν δεν ήμουν στον Κύκλο με την Κιμωλία
Τί αντιπροσωπεύει ο Αζντάκ στο κείμενο του Μπρεχτ;
Ας ξεκινήσουμε από μια βασική αρχή, ο Μπρεχτ δεν κάνει ψυχολογικό θέατρο. Ο «Κύκλος με την Κιμωλία» είναι μια παραβολή και ο Μπρεχτ παίζει πολύ με τα δίπολα. Έχουμε λοιπόν ένα δίπολο που λέει, «τι είναι το περί δικαίου αίσθημα;» αυτό που όλοι θεωρούμε ότι έχουμε ως υποχρέωση ή δικαίωμα στη ζωή και «τί είναι το θεσμοθετημένο δίκαιο;», δηλαδή τί είναι οι νόμοι. Εκεί ο Μπρεχτ τοποθετεί έναν άνθρωπο ο οποίος ανατρέπει τα πάντα για το τί θεωρούμε δικαιοσύνη. Και δεν χρησιμοποιεί κάποιον άνθρωπο, ο οποίος θα ήταν απλά ευλαβικός προς το δίκαιο. Βάζει έναν τύπο ο οποίος θέλει να φάει, να πιεί, να ερωτευθεί ή αλλιώς έναν διανοούμενο με βιολογικές ανάγκες. Αυτό το ωραίο παράδοξο είναι ο Αζντάκ, ο οποίος δικάζει υπέρ του ανθρώπου και όχι υπέρ της έννοιας του ανθρώπινου πολιτισμού.
Σε σχέση με την πολιτική συγκυρία που ζούμε τώρα, τι κοινά βρίσκεις σ’ αυτό το έργο;
Καταρχήν, νομίζω ότι ζούμε σε μια μεσαιωνική Ευρώπη, η οποία υπάγεται σε κανόνες επαρχιών με κεντρική διαχείριση και εμείς είμαστε οι «κολίγοι» των επαρχιών. Σ’ αυτή λοιπόν την εποχή που ζούμε, περιμένουμε την Αναγέννηση, η οποία όμως δεν θα έρθει, αν δεν υπάρξουν σκεπτόμενοι άνθρωποι. Κάτι τέτοιο είναι ο Αζντάκ, κάτι τέτοιο επιθυμούσε έτσι και αλλιώς και ο Μπρεχτ, απ’ τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από τα πρώτα του έργα από την “Αγία Ιωάννα των σφαγείων” και την “Όπερα της πεντάρας”, μέχρι τα ωριμότερα του έργα όπως είναι ο “Κύκλος με την κιμωλία”. Θα μου πεις αυτό γίνεται εις τον αιώνα τον άπαντα. Ναι, οι μεγάλες φωτισμένες μορφές, όπως ο Μπρεχτ οφείλουν να μας ανάβουν φάρους για να οδηγούν τα δικά μας προσωπικά μικρά καράβια, να μη τσακιστούν στα βράχια. Κάτι τέτοιο λοιπόν είναι το έργο στην εποχή που ζούμε και ο τρόπος που εμείς αποφασίσαμε να το ανεβάσουμε στη σκηνή του Παλλάς.
Τι ιδιαίτερο έχει η παράσταση στο Παλλάς;
Κάποια στιγμή είχα ερωτηθεί «πώς είναι δυνατόν, Μπρεχτ στο Παλλάς;» και λέω τι εννοείτε; «Μα το Παλλάς είναι ένα αστικό Θέατρο». Μάλιστα, και ο Μπρεχτ είναι λαϊκό θέατρο. Να σας θυμίσω ότι ένα θέατρο που μπαίνουν 1.500 άνθρωποι, είναι καταρχήν λαϊκό θέατρο και ότι ο Μπρεχτ, γράφοντας λαϊκό θέατρο, ήθελε ν’ απευθυνθεί σε πολύ κόσμο. Άρα λοιπόν ο “Κύκλος με την κιμωλία”, ανεβαίνει σ’ ένα χώρο που πραγματικά του ταιριάζει, γιατί αφορά πάρα πολύ κόσμο. Είναι σημαντικό να ειπωθεί μια ιστορία τόσο απλή στην κατασκευή της, αλλά τόσο μεγάλη στο τέλος της.
Δηλαδή ανεβάζετε Μπρεχτ με κανόνες εμπορικού θεάτρου;
Πρέπει να φύγουμε λίγο από αυτά τα στερεότυπα. Ο Γιάννης Μπέζος λέει κάτι πάρα πολύ ωραίο “το αντίθετο του εμπορικού ηθοποιού δεν ο ποιοτικός, είναι ο αντιεμπορικός”. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι μεγάλες παραστάσεις που έχουν μεγάλες ιδέες από κάτω, μπορούν να βρουν την απήχησή τους στο κοινό και να μην ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Εμείς λοιπόν στον “Κύκλο με την κιμωλία”, πίστεψέ με δεν ντρεπόμαστε να κάνουμε μεγάλης απήχησης πολιτικό θέατρο σε σκηνές που κατεξοχήν θεωρούνται προπύργια της αστικής τάξης. Ποιοτικό θέατρο δεν γίνεται μόνο στις 50 θέσεις, μην τρελαθούμε. Αυτή είναι δική μας πατέντα για να μπορέσουμε να έχουμε δουλειά σαν ηθοποιοί και σαν καλλιτέχνες. Ο Λευτέρης Βογιατζής, από συζητήσεις που είχα κάνει μαζί του, ονειρευόταν κάποια στιγμή να έχει ένα θέατρο πεντακοσίων θέσεων. Δεν μπορούσε όμως για οικονομικούς λόγους. Αλλά θα ήθελε να κάνει θέατρο για το ευρύ κοινό.
Ο Λευτέρης Βογιατζής, ονειρευόταν κάποια στιγμή να έχει ένα θέατρο πεντακοσίων θέσεων. Δεν μπορούσε όμως για οικονομικούς λόγους.
Πώς είναι να δραστηριοποιείσαι ως παραγωγός στο χώρο του πολιτισμού αυτή την εποχή στην Ελλάδα;
Μέχρι πρόσφατα, όπως θυμάσαι δεν είχαμε καν Υπουργείο Πολιτισμού. Λοιπόν όταν μιλάμε για πολιτισμό στην Ελλάδα μιλάμε για τις προσωπικές κινήσεις ανθρώπων οι οποίοι έχουν όραμα. Μόνο όταν γίνει συντεταγμένος ο πολιτισμός θα μπορέσουμε να ελπίζουμε σε κάτι. Δεν ζητάμε λεφτά, ούτε τίποτα παράλογο. Συντεταγμένη πολιτική ζητάμε. Όταν προτείναμε τον «Οιδίποδα» στο Φεστιβάλ Αθηνών, ζητήσαμε τα λιγότερα δυνατά χρήματα και πήραμε ποσοστά από τα εισιτήρια. Ήμασταν από τις λίγες παραγωγές, που το Φεστιβάλ Αθηνών δεν μπήκε μέσα, αλλά έβγαλε και λεφτά. Έτσι θεωρώ ότι πρέπει να συμπράττει η ιδιωτική πρωτοβουλία με τους μεγάλους θεσμούς ειδικά σε εποχή κρίσης. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι είναι προικοδότης μας το κράτος. Συντεταγμένη πολιτιστική πολιτική σημαίνει ότι θα μπορέσουμε να έχουμε φορείς οι οποίοι θα ορίζουν ποιος είναι ο κατώτατος μισθός και ποιος ο ανώτατος, ποιος είναι ο τρόπος του εισιτηρίου, ποιος είναι ο τρόπος διανομής εισιτηρίων. Αν γίνει αυτό, θα έχουμε τουλάχιστον κάπου να ακουμπήσουμε, να μη πρέπει εμείς διαρκώς να στύβουμε το κεφάλι μας, να ανακαλύπτουμε πατέντες για το πως θα βγάλουμε εις πέρας, όχι για να βγάλουμε λεφτά, αλλά για να μην καταστραφούμε.
Τα επόμενα σχέδια σου ποια είναι;
Το καλοκαίρι, θα είναι μια εποχή ξεκούρασης γιατί υπάρχουν πολλά σχέδια για το χειμώνα τα οποία όμως δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμα. Προς το παρόν ανεβάζουμε με την εταιρία παραγωγής αρτivities την «Εποχή του Κυνηγιού» με την Αθηνά Μαξίμου και τη Φωτεινή Μπαξεβάνη στο θέατρο Ιλίσια. Επίσης μάλλον θα επαναλάβουμε για λίγες παραστάσεις το φθινόπωρο το “Μόνος με τον Άμλετ”.
Info: O Kύκλος με την Κιμωλία παιζεται στο θέατρο Παλλάς έως την Κυριακή 17 Μαϊου
Eυχαριστούμε το τσάι Dilmah για τις υπέροχες γεύσεις που μας έστειλε να δοκιμάσουμε