MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
17
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Γκουλτούρα Απόψε: Φαέθων

«Ελάτε να βλέπετε. Να σας βλέπω να βλέπετε. Ελάτε όλοι.»Να βλέπετε τον Χάμνετ Λομ.Πηγή: Gkoultoura.gr

Monopoli Team

Ο Χάμνετ Λομ είναι ένας εκκλησιαζούμενος, θεοσεβούμενος οικογενειάρχης.
Ο Χάμνετ Λομ ξέρει απ’έξω όλα τα χιτάκια της Παλαιάς (κυρίως) αλλά και (επιλεκτικά) της Καινής Διαθήκης.
Ο Χάμνετ Λομ δεν ανέχεται κανένα σκουπίδι που τολμάει να μιλήσει ενάντια στην απόλυτη Πίστη του και στην εξουσία του Θεού.
Ο Χάμνετ Λολ επίσης βιάζει κατ’εξακολούθησιν τις κόρες του και τον γιο του. Και κάθε φορά που το κάνει καλεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να τον παρακολουθούν.

Ελάτε να βλέπετε.

Η νέα παράσταση του Δημήτρη Καραντζά στο Οδού Κυκλάδων είναι ακριβώς αυτό: μια μαζική πρόσκληση για οικογενειακό δείπνο στο σπίτι του Χάμνετ Λομ, στον κόσμο του.

«Τολμάς και βρίζεις ρε αρχίδι την αθανασία μας θανάτωθάνατοπατήσας;»
Να το αποτέλεσμα ενός οριακού προσηλυτισμού.

Να ένας ψυχασθενικός τύπος ο οποίος έχει «τσιμπήσει» πλήρως το παραμύθι, μέσα από τη δική του διεστραμμένη οπτική. Το υπόδειγμα για την κοινωνία του «καλού χριστιανού» έχει βρει καταφύγιο/ασπίδα/άλλοθι στην αγία γραφή, την οποία παρανοεί εγκληματικά, δεχόμενος μόνο ό,τι τον βολεύει. Δρα με αφοπλιστική βαναυσότητα χάρη σε μια πολύ απλή παραδοχή: ξέρει πως έχει δίκιο, αυτός και κανείς άλλος, γιατί έχει τις πλάτες του δόξασοι-ο-θεός-μεγάλο-το-όνομα-του Χριστού, τη σιγουριά της πίστης του.

faethon

Η δική του δογματική θρησκεία έχει απόλυτη ανταμοιβή-κράχτη την αιώνια ζωή

και σαν ιερό μυστήριο εκκλησίασμα τον τελετουργικό βιασμό των τέκνων. Η Πίστη του τον στηρίζει, τον γεμίζει, του δίνει ορμή και μισαλλοδοξία για οποιονδήποτε ο οποίος όχι απλά δεν πιστεύει, αλλά δεν πιστεύει με τη δική του δύναμη. Ειλικρινά, δεν χρειαζόταν καν η αιμομιξία για να τον χαρακτηρίσω κτηνώδη. Ο χαρακτήρας του πατέρα που έχει γράψει ο Δημητριάδης είναι ΚΑΘΕ τι αρρωστημένο, επικριτικό και ποταπό σχετικά με την ελληνική χριστιανική ορθόδοξη οικογένεια, μεγεθυμένο. Σαν σχόλιο πάνω στην κατρακύλα και διαστρέβλωση του μηνύματος της ορθοδοξίας μέσα από το δόγμα της όπως έχει εξελιχθεί σήμερα είναι κοφτερά πλούσιο σε παραλληλισμούς.

Τα αμαρτήματα του στοιβάζονται ένα πάνω στο άλλο σε ένα ετοιμόρροπο κτίσμα που παραπαίει στα όρια της παρωδίας – και εκεί ακριβώς βρίσκει το μπαλάντζο του ο Δημήτρης Καραντζάς με τον (αληθινά εκπληκτικό) Περικλή Μουστάκη, στην ανυπέρβλητη μεγαλύτερη στιγμή του. Ο Χάμνετ Λομ είναι τέτοια ολοκληρωτική παρωδία του «κακού ανώμαλου πατέρα» που έχει κάνει καραμέλα το κινηματογραφικό Greek Weird Wave (Κυνόδοντας, Miss Violence) που δεν θα μπορούσε ποτέ να σταθεί σαν αληθινός χαρακτήρας με αυστηρά δραματικό τρόπο, θα κλωτσούσε αμέσως σαν στραπατσαρισμένη γκροτέσκα υπερβολή. Εδώ όμως, αγκαλιάζει την υπερβολή αυτή σε ένα αυτοδιακωμωδούμενο ανδρείκελο που συνδυάζει χυδαία λαϊκίστικη κουτοπονηριά με τυφλό ζηλωτισμό, υπερσεξουαλικότητα με παλιμπαιδισμό, θηλυπρέπεια με φαλλοκρατία… Γελοιότητα με αδυσώπητη σκληρότητα.

Ξέρουμε δυστυχώς πολύ καλά από τα τελευταία χρόνια πόσο επικίνδυνοι αληθινά μπορούν να αποδειχθούν όσοι αρχικά γραφικοί στο επίπεδο της υπερβολικής καρικατουρίστικης μισανθρωπίας και ηλιθιότητας, από τον Άδωνι ως ολόκληρο το τάγμα των «Εγέρθουτου».

Η γελοιοποίηση φέρνει υποτίμηση, και μερικά εγκλήματα τα υποτιμάς μόνο με μέγιστο ρίσκο.

Θα το πετάξω στα σκατά του τάμεση το παλιοκαρότσι να πάει στον πάτο μαζί με όλα τα άλλα λονδρέζικα σκατά.

Στον αντίποδα αυτού, ο υιός του, Λέλο σε μια μοναδικά άνανδρη, δειλή ερμηνεία από τον Άρη Μπαλή. Πασχίζει σε όλο το έργο να βρει τον αντρισμό του, με φωνή που σπάει, με κορμί που τρέμει, με κεφάλι σκυμμένο, με βήμα που σκιρτάει πάνω από τα έπιπλα σαν ελάφι, με παρουσία που δεν είναι ποτέ εκεί. Στα τριάντα χρόνια του δεν έχει ζήσει ποτέ, περιφέρεται σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι του, κουρνιάζει τα βράδια μέσα στην ασφάλεια του βρεφικού του καροτσιού, του «φαέθοντα», σύμφωνα με την αγγλική μετάφραση που έδωσε και την έμπνευση για αυτή την παραλλαγή του μύθου.Ένα ιπτάμενο άρμα που δεν σηκώνει πια το βάρος του, αν δεν πάρει αυτός δράση να δώσει δύναμη στον μύθο του. Ο πατέρας του τον κατηγορεί πως τρέφεται από αυτό, από το ξύλο του, από την μωρουδίστικη του ανευθυνότητα, τον baby στρουμφοκαμηλισμό του. Απαριθμεί μέσα του μόνο όνειρα, παράπονα και αυτοκριτική τα οποία ποτέ δεν αντέχουν να γίνουν λέξεις.

Οι αυστηροί κανόνες ανεβάσματος Τραγωδίας στην Αρχαία Ελλάδα υπαγόρευαν (επέβαλλαν) όλες οι φρικιαστικές σκηνές, τα εγκλήματα και οι φόνοι να λαμβάνουν χώρα εκτός σκηνής, και να περιγράφονται μόνο μετά μέσω των ηρώων ή των αγγελιοφόρων. Ο Καραντζάς υπηρετεί, αλλά και υπονομεύει, αυτή τη γραμμή: θέτει κάθε αποτρόπαια παράβαση του πατέρα Χάμνετ εκτός «σκηνής», εκτός βλέμματος του θεατή, εκτός βλέμματος του Θεού. Εδώ όμως όπου όλοι οι χώροι του θεάτρου, από το φουαγιέ ως το μπαρ και τις τουαλέτες έχουν μεταμορφωθεί σε μέρος του σκηνικού σπιτιού, όλοι οι χώροι ΕΙΝΑΙ το σπίτι, τόσο γνώριμο και αληθινό όσο τα μπιφτέκια με τον πουρέ στο ανίκητο ελληνικό οικογενειακό τραπέζι, δεν υπάρχει «εκτός». Υπάρχει μόνο αυτό που συμβαίνει στο άλλο δωμάτιο, κρυμμένο από μας αλλά ακόμα μέσα από την εξωπόρτα μας. Νιώθεις σαν πνίξιμο στο στέρνο σου, ακόμα κι αν δεν το βλέπεις. Η φρίκη είναι εδώ, σπίτι σου, μολύνει κάθε χώρο.

Η φρίκη είναι στον πουρέ με τα μπιφτέκια.

Αυτό είναι αληθινά επώδυνο θέατρο. Αυτή η παράσταση είναι ένας βιασμός ψυχής.

Σπρώχνει, σπρώχνει, και συνεχίζει να σπρώχνει τον θεατή στην άκρη της άνεσης του, στην αρρώστια. Το φινάλε, η «λύτρωση» μέσα από την τιμωρία του πατέρα είναι γνωστή από την αρχή, προαναγγελμένη από τις δύο μαυροντυμένες κόρες-κλωθούς, είναι πολύ λίγη για αυτό που έχουν/έχεις βιώσει. Αντί για εορτασμός, μένει μόνο μούδιασμα.

«Δεν μπορώ να καταλάβω πως επεξεργάστηκε το μουνί της μάνας σας το σπέρμα μου. Θα ήθελα πολύ να καταλάβω τι σκατά γίνεται εκεί μέσα.»

Μια σημείωση: εκεί που σκαλώνει για μένα μόνο, λίγο, η παράσταση, μετά από ένα αδιανόητο κτίσιμο είναι στην τελική κλιμάκωση, μέσα από τον (εν τέλει) κρίσιμο ρόλο της σιωπηλής συνεργού μητέρας. Νιώθω μια ασυνέχεια ανάμεσα στο όραμα του Καραντζά για εκείνη και τον ρόλο που έγραψε ο Δημητριάδης, έναν ρόλο σαφώς ελλειμματικό στην άξαφνη και αδικαιολόγητη κορύφωση (;) του. Από την ιδέα μιας μητέρας που ανέχεται για χρόνια μπροστά στα μάτια της τον βιασμό των παιδιών της και κάνει επιτέλους την επανάσταση της μόνο όταν απειλείται να ντροπιαστεί παρά φύσιν η εικόνα της μπροστά τους, προτιμώ την νωρίτερη συγκλονιστική εικόνα που έδωσε ο Καραντζάς: η (τραγικά) γραφική φιγούρα της μητέρας Ανέζας Παπαδοπούλου, που της ξεφεύγει επιτέλους/ξαφνικά μια κραυγή ψυχής την οποία αδυνατεί όσο κι αν πασχίζει με τα χέρια της να συγκρατήσει. Αυτή η άλλη μητέρα του κειμένου δεν μου βγάζει νόημα και δεν με ενδιαφέρει.

Rating: 4/5

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις