Μια Κυριακάτικη βόλτα στην Αθήνα
Θυμωμένος τσιρίζει απόφθεγμα: “Στην Αθήνα ζεις, δε ζεις στη Ζυρίχη”! Στην Αθήνα ζω και την Αθήνα θέλω να βλέπω με γυμνό μάτι, με εκείνο το μάτι που βλέπει την αρμονία μέσα στα αταξινόμητα πράγματα. Που ψάχνει Κυριακές μέσα στην πόλη και όχι πέρα από τις εθνικές οδούς. Βρίσκουμε διαδρομές με το αυτοκίνητο που έχουν “κάτι”.
Η Κωνσταντίνα, οδηγώντας κάθε πρωί για την δουλειά, σταματάει κάπου στου Φιλοπάππου για να βάλει κραγιόν και μάσκαρα, παρατηρώντας τον εαυτό της στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Μετά το ισιώνει (το καθρεφτάκι) και βουρ για την Πειραιώς. Η Ελένη, προχθές, στο “Mendez”, μάς έλεγε ότι μια γιαγιά από την Ροδόπη, 85 χρόνων, που κατέβηκε στην Αθήνα για ένα σεμινάριο χορού, το πρώτο πρωί που ξύπνησε στην Αθήνα ζήτησε να την πάνε στο πιο κοντινό βουνό. Την πήγαν και για δύο ώρες μάζευε βότανα.
“Έχετε ένα βουνό γιομάτο βότανα, εμείς εκεί πάνω, στο τέρμα του θεού, δεν έχουμε τίποτα από δαύτα”.
Το βουνό είναι ο Υμηττός και είναι δίπλα μας. Εγώ, συγκεκριμένα, μετράω τις εποχές με ένα κομμάτι από την κορφή του. Ξεραϊλα, άνθη, χιόνια, κιτρινάδα. Τον βλέπω από την κουζίνα. Αφαιρούμαι. Ο χρόνος που πλένω τα πιάτα παρατείνεται. Την βλέπω την ομορφιά. Έμαθα να την διακρίνω. Να μη με νοιάζει το σάτρα πάτρα τσιμέντο.
Αυτό που πασχίζει να υπάρξει, έστω και απροστάτευτο, με αφοπλίζει. Έτσι με αφοπλίζουν οι- εντελώς μη χρήσιμες, άπειρες- νερατζιές της Αθήνας που ανθίζουν επιθετικά, σου σπάνε τη μύτη τρεις ολόκληρους μήνες και τα φύλλα τους είναι πάντα γεμάτα σκόνη. Ανάμεσά τους παρκαρισμένα αυτοκίνητα και αυτές εκεί, να κρατούν τη μυρωδιά τους. Εξηγήστε μου πώς γίνεται.
“Τι θα κάνουμε την Κυριακή; Όχι μόνο την Κυριακή, αλλά ναι ξέχασα εσύ δουλεύεις 6 συνεχόμενες μέρες, οπότε Κυριακή, Σόρυ.”Λοιπόν, μπορούμε να πάμε στον Υμηττό, με τα πόδια. Ή με τα ποδήλατα. Υπάρχουν μέρη και στα χαμηλά και στα ψηλά.
Ο Κουταλάς είναι σκέτη, αθόρυβη εξοχή, αισθάνεσαι τα αυτοκίνητα στον περιφερειακό απλά να διαγράφουν πορείες χωρίς ήχο. Θα ξεκουραστούμε στο πράσινο μόνο και μόνο επειδή θα είναι τόσο κοντά μας. Αν κολλήσουν τα ρούχα σου αυτή την κολλώδη ουσία (πώς λέγεται;) από τα πεύκα, δεν ξέρω να στα καθαρίσω, οπότε πρόσεχε.
Ή μπορούμε να πάμε στο Μετς (σε προσγειώνω), δηλαδή να κάνουμε βόλτα βλέποντας σπίτια με αυλές και λουλούδια να κρέμονται από τα παράθυρα, χαιρετώντας ανθρώπους που βγαίνουν στο μπαλκόνι για να τινάξουν το σεντόνι τους ή απλά για να κοιτάξουν απέναντι για πολλή ώρα. Και το απέναντι είναι η περιοχή της Ακρόπολης. Το μάρμαρο που το πρωί είναι γεννήτρια φωτός για όλη την πόλη.
Στο Καλλιμάρμαρο, πάνω πάνω, μπορούμε να δέσουμε την αιώρα μας, για λίγο, για όσο θέλουμε, μέχρι να πούμε ”μας έκαψε ο ήλιος, δεν πάμε να βρούμε καμιά σκιά;”
Και μετά η Πλάκα.
Η Μαρί και ο Μιχάλης, πριν φύγουν για Καναδά, αποφάσισαν να δουν την Αθήνα σαν το μέρος που μπορεί να σκηνογραφηθεί ανά πάσα ώρα και στιγμή με φαντασία, αγάπη και υπομονή.
Η φύση είναι πολύ κοντά στη Διονυσίου Αεροπαγίτου.
Θα δεις τα τουριστικά λεωφορεία, που είναι εκεί μόνιμα παρκαρισμένα, θα τα προσπεράσεις, θα βρεις μπροστά σου ένα δρόμο, σαν μεγάλο μονοπάτι και θα τον διασχίσεις. “Στρίψε αριστερά, υπάρχει εκεί μια ταμπέλα που γράφει “Φυλακές Σωκράτους”.
Είδα την ταμπέλα, ανέβηκα την ανηφόρα – δεν ξαναφορώ μαύρα στον ήλιο- ανέβηκα κι άλλο, βρέθηκα σε ένα μέρος ανοιχτό, με θέα όλο το κέντρο της πόλης και έμεινα να κοιτάζω όσα έχω περπατήσει, τόσα χρόνια, μηχανικά και αφηρημένα.
Ναι, είναι η Αθήνα. Όχι μόνο τις Κυριακές. Όλο τον χρόνο.
Φτάνει να μπορείς, να έχεις τον τρόπο να την δεις με τα μάτια αυτού που ξυπνάει χωρίς αναβλητικές προθέσεις. Που δεν αφήνει να αφομοιωθεί η παραμικρή ικμάδα δύναμης. Να αφομοιωθεί από την επιβεβλημένη κούραση, από το στυλ, το καθημερινό, του κόπου και της παραίτησης.
Οι φράουλες τέλειωσαν, τορτίγια έμεινε μία. Θα την χαρίσουμε στον φύλακα του χώρου, που ήταν καλός “γιατί, ξέρετε, το πικ νικ απαγορεύεται, αλλά Ok”.
Μια κυρία με καπέλο και άσπρο αντηλιακό στο πρόσωπο είπε στη φίλη της “Σ’ αυτό το σημείο συναντούσε η Βουγιουκλάκη τον Γαλανό, στο “Ένα αστείο κορίτσι” “. Ύστερα, έβγαλε το καπέλο της, πέρασε τον μαραμένο ιβίσκο στο αριστερό της αυτί και κατέβηκε την κατηφόρα.
Ήταν σχεδόν απόγευμα.