Το 24ο καρέ στο Cinema: Adieu au Langage/Αποχαιρετισμός στην γλώσσα του Jean – Luc Godard, του σινεμά και του ανθρώπου
Ο Jean – Luc Godard ζει για τον κινηματογράφο. Δεν είναι ένας σκηνοθέτης. Έζησε όλη του την ζωή, προβληματισμένος πάντα για το πώς το σινεμά θα αποτελέσει νέα μέθοδο επικοινωνίας. Ίσως είναι από τους λίγους εκλεκτούς των φιλμικών μουσών, που αγάπησε το σινεμά σε όλη του την ολότητα.
Θεωρητικοποίησε και οπτικοποίησε (και σε τούτη την ταινία) με τον διττό ρόλο του θεωρητικού αλλά και του δημιουργού ένα μεγάλο πεδίο φιλοσοφικών σκέψεων, υπαρξιακών αναζητήσεων, μορφικών αντιλήψεων ώστε μέσα από το προτσές της δημιουργίας, να αναδείξει πράγματα που με άλλους τρόπους είναι αόρατα. Πεπεισμένος πως το σινεμά μπορεί να τα κάνει απτά και ορατά, έφτασε τα 80 και πειραματίζεται ακόμη, κρατώντας μας σε ένα άλλο επίπεδο διανοητικής διεργασίας, σαν να είναι νεότατος, ορεξάτος καλλιτέχνης. Και είναι. «Το ορατό μοιάζει λίγο με φίλτρο. Για μένα οι αληθινές ταινίες είναι εκείνες στις οποίες υπάρχει κάτι το αόρατο.» λέει ο ίδιος. Επαναστάτης του σινεμά. Γι’ αυτόν τίποτα άλλο – ούτε τέχνη, ούτε επιστήμη – δεν μπορεί να καλύψει την ιδιαιτερότητα του. Χωρίς αυτόν, γενιές και γενιές δεν θα είχανε αγαπήσει τον κινηματογράφο. Την κατάλληλη στιγμή, ήταν ο καταλύτης, που το διασκεδαστικό της φιλμικής κίνησης το μετέτρεψε σε δοκιμιακή μελέτη, εφάμιλλη των φιλοσοφικών σκέψεων.
Να αποχαιρετίσουμε την γλώσσα; Ποια γλώσσα; Langage στα Γαλλικά, δεν σημαίνει γενικά η γλώσσα. Είναι μια ιδιαίτερη χρήση της, που προκαλεί ως φιλοσοφικό σχήμα πολλά ερωτήματα και προβληματικές. Στα ελληνικά θα το μεταφράζαμε ως ιδιόλεκτο, δηλαδή «τον ιδιαίτερο ατομικό τρόπο με τον οποίο ένας ομιλητής πραγματώνει τη γλώσσα στην προφορική του επικοινωνία». Επίσης langage, χρησιμοποιείται για να εξηγούμε την γλώσσα των τεχνών. Δηλαδή την αφηγηματική τους φόρμα. Γλώσσα της ζωγραφικής, γλώσσα του σινεμά κ.ο.κ. Αυτά τα ερωτήματα και προβληματικές, ο Godard, τα μετατρέπει μέσα από την ιδιαίτερη γλώσσα (να τη πάλι) του σινεμά, απολύτως αφαιρετική, απολύτως ποιητική, απολύτως δοκιμιακή, σαν ψελλίσματα ανολοκλήρωτα, σαν λέξεις ασαφείς, σαν σκέψεις που δεν βρίσκουν την διέξοδο να ειπωθούν. Προσπαθεί να εισέλθει με όρους εικόνας, σε πεδία της φιλοσοφίας βαθιά δυσνόητες – λόγω πλήθος αναφορών κρυφών και ορατών – , βαθιά παράλληλα ουσιαστικές, ικανές να μας ανεβάσουν αισθητικό και διανοητικό επίπεδο.
Τι είναι η πραγματική ζωή και τι αυτή που αφηγούμαστε; Είναι το ίδιο και το αυτό; Αν προσπαθήσω να δώσω την πιο ακριβή σημασία μιας έννοιας (κάθε τύπου), θα πιάσω στο ελάχιστο την αντικειμενική της ουσία; Μπορούν οι άνθρωποι τελικά να μιλήσουν με ακρίβεια, με σαφήνεια, με καθαρότητα; Να έρθουν σε ενός τύπου επικοινωνία, όσο γίνεται πιο συγκλητική; Μπορεί η εικόνα του σινεμά να αποτελεί τελικά επικοινωνία; Να συμπεριλάβει – ως υποκείμενο – την αρχική ιδέα στον τελικό αποδέκτη, μέσα από την έκφραση; Η γλώσσα είναι μέθοδος, σύμβαση και κάθε άνθρωπος στην διαφορετικότητα του, την υπηρετεί. Αλλά ποτέ δεν φτάνουμε σε απόλυτη σύγκλιση. Η διαλεκτική αυτή αντίθεση είναι που γεννά απαντήσεις, νέες ερωτήσεις, νέες απαντήσεις, σε μια μόνιμη ακολουθία. Σε αυτή την λογική και αυτή η ταινία του Γκοντάρ, είναι βαθιά διαλεκτική. Ασύγχρονοι ήχοι, μονταρισμένα πλάνα σε απότομα cut (θάνατοι, έρωτας, ερωτισμός, σκέψεις, πόλεμοι, μακελειά, συναίσθημα) που συνειρμικά και μόνο δημιουργούν γενικές και μη τελικές σκέψεις, ένα σινεμά όχι οριζόντιο, δηλαδή αφηγηματικό, αλλά κάθετο δηλαδή μη αφηγηματικό, ποιητικό.
Η ταινία είναι ένα κολλάζ μεταφορών δηλαδή παραβολών. Σημειολογικά δομημένη. Είναι έννοιες ειπωμένες μέσα από την δύναμη της εικόνας είτε σταθερής είτε εν μέσω της μονταρισμένης κίνησης της. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Γκοντάρ επιστρέφει στην πρώτη αντίληψη του σινεμά που μελετήσανε οι πρωτοπόροι Ρώσοι (Αιζενστάιν, Πουντόβκιν κτλ). Το μοντάζ δηλαδή, ως η ουσία της ιδιαιτερότητας του. Δυο εικόνες που δεν ταυτίζονται ως ανεξάρτητες, με την μέθοδο (δηλαδή γλώσσα) του μοντάζ γεννούν μια νέα εικόνα, μια νέα έννοια. Οι δυο πρώτες πεθαίνουν, ανολοκλήρωτες εν τέλει, γιατί η σύνθεση γεννά το νέο, το πιο ολοκληρωμένο. Έτσι δεν είναι η φύση; Η ταινία, λοιπόν, είναι μια μεταφορά του ανολοκλήρωτου. Του εν γένει ανείπωτου. Της πολυπλοκότητας της και της ασυμμετρίας της. Ό,τι ξεκινά, τελειώνει δίχως να βρει την απόλυτα ολοκληρωμένη του ταυτότητα. Οι λέξεις, η φύση, ο άνθρωπος, η σχέσεις τους.
Σε όλη την ταινία υπάρχει μια φαινομενικά αλλόκοτη – μα ιδιοφυής «ά-σχημη», δίχως σχήμα δηλαδή – απεικόνιση της ζωής. Φύση και άνθρωποι. Η φύση που ορίζεται μέσα από το συχνά απεικονισμένο ρευστό στοιχείο του νερού, που μοιάζει να μην έχει σχήματα καθορισμένα, χώρους ολοκληρωμένους, χρόνους συγκεκριμένους. Που δεν έχει σταθερές και δεν κλείνεται σε απόλυτα τετράγωνα κουτάκια. Χωρίς σαφή μοτίβα, μα με ανακολουθίες, ο άνθρωπος και οι σκέψεις του και τελικά η γλώσσα του, μοιάζουν χαμένες σαν μέσα σε δάσος – που συχνά αναφέρει ο Godard -. Μόνο η κάμερα – που ορίζεται ως φυλακή – μπορεί να συγκρατήσει μια άλφα συνέχεια, ενός τύπου καλουπιού της ζωής. Και μετά να μας την ορίσει – σχετικά ψευδώς – ως αντικειμενική. Η λογική της σκέψης μοιάζει κι αυτή χαμένη στα νεφελώματα. Που στην ταινία αποκτούν μια δυναμική σαν τα φωτογραφημένα σύννεφα του Alfred Stieglitz. Σε όλα, λοιπόν, ενυπάρχει μια αδυναμία απόλυτου ορισμού. Η έννοια της μη απολυτότητας, είναι η πιο σωστή επιστημονική, φιλοσοφική αντιληπτική μέθοδος του κόσμου.
Ο Γκοντάρ, καταργεί τα μεθοδικά στερεότυπα, τα νοητικά πορίσματα, για να δει αν επιβεβαιώνονται. Αποδομεί τα πάντα, ώστε να επανέρθουν ως νέα ερωτήματα. Σειρά του κοινού, να τα σκεφτεί, να τα δώσει ουσία, συζητώντας τα. Δεν υπάρχει ιστορία. Δεν είναι να ψάχνουμε στόρι. Εδώ μιλάμε για την τρίτη περίοδο του Γκοντάρ. Που έχει επιστρέψει στον πειραματισμό. Η ταινία μοιάζει να υπάρχει και να εξελίσσεται παράλληλα με το κοινό. Βλέπουμε στην δημιουργία τους τις σκέψεις του δημιουργού και μαζί του προβληματιζόμαστε. Αν δεν κατανοούμε τα πάντα, δεν είναι ζήτημα ανεπάρκειας. Σημαίνει, πως μπροστά μας, με τις ιδιαίτερες αντιθετικές και συνθετικές αλληλουχίες του Godard, ανοίγεται ένας κόσμος νέων πεδίων, νέων νοητικών διεργασιών. Γι’ αυτό δεν ερμηνεύεται η ταινία στην ολότητα της, γι’ αυτό και αυτό το άρθρο δεν δύναται να το κάνει. Αν μπεις με όλη αυτή την λογική στην αίθουσα, θα νιώσεις παραδομένος και κερδισμένος. Αν περιμένεις να δεις ταινία – με την συμβατή έννοια – είσαι χαμένος. Είναι χυδαίο, να την κρίνουμε με τούτο τον τρόπο. Η υπέρβαση της ομορφιάς – που λείπει από την εικόνα – μέσα από την οπτική της συγκεκριμένης ταινίας, έχει σαφή στόχο. Να υποδείξει την ασάφεια.
Αποχαιρετούμε την γλώσσα, λοιπόν. Γιατί όλα στο θάνατο – με την έννοια του τέλους – μένουν ανολοκλήρωτα. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά όχι πεσιμισμός. Απλά με αυτή την παραδοχή, συνεχίζουμε – όχι σισύφεια αλλά από ψηλότερο κάθε φορά επίπεδο μεταλαμπαδεύοντας ιδέες στους επόμενους – ως άτομα και ως ανθρωπότητα, να ζούμε, να σκεφτόμαστε, να δημιουργούμε, να μεγαλουργούμε, να αγαπούμε, όπως αγαπάμε την ζωή, τους ανθρώπους, την τέχνη, το σινεμά και τον Godard που ακούραστος, μελετά, εφευρίσκει, μιλά δίχως περιορισμούς και συμβάσεις. Ούτως ή άλλως, αποχαιρετούμε ό,τι αγαπούμε και αγαπούμε ό,τι νέο μπαίνει στην τροχιά μας.
Βαθμολογία: 4
Πρεμιέρα 28.05.2015