Μια Κυριακάτικη Βόλτα στην Αθήνα #2: Οδός Αρχελάου στο Παγκράτι
Ο Αρχέλαος Α΄ ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας από το 413 π.Χ. έως το θάνατό του το 399 π.Χ. Ήταν φουλ εραστής της τέχνης και της αρμονίας και όλων αυτών που είναι ένα τσικ πέρα από το προβλέψιμο. Γι’ αυτό και το ονοματάκι στον δρόμο.
Λίγο πριν τελειώσει η Σπ. Μερκούρη, όσο πλησιάζεις στην καρδιά του Παγκρατίου, στα δεξιά σου, αρχίζει ο δρόμος του Αρχέλαου. Η Αρχελάου που τα καλοκαίρια μυρίζει Pink Mojito, όλα- ανεξαιρέτως- τα μεσημέρια φρέσκο ψωμί, την άνοιξη ό,τι προκύπτει απ’ τις “μαγκιές των νερατζιών” και τον χειμώνα καταφύγιο.
Ραντεβού Σπ. Μερκούρη και Αρχελάου γωνία. Στη στάση του 203 και του 054. Αργεί γύρω στα 10 λεπτά. Προχωράμε. Νομίζω ότι κάπου έχω ξεχάσει το κινητό μου. “Μισό λεπτό να δω στην τσάντα”. Κάθομαι στο περβάζι ενός ξύλινου παραθύρου. Αθήνα 2015. Είναι μισο-ανοιχτό. Η κουρτίνα τραβηγμένη. Λευκή με κεντήματα, στο κάτω μέρος. Η μεσήλικη γυναίκα που βρίσκεται μέσα στο σπίτι ταϊζει μηχανικά τη γάτα της. Βρίσκω το κινητό. Σηκώνομαι -όπως όπως. Είμαι αλλεργική στις γάτες, μια μεταξωτή ουρά μπορεί να με στείλει στο νοσοκομείο. “Όλα οκ. Πάμε;”
Η Αρχελάου τα καλοκαίρια μυρίζει Pink Mojito, όλα- ανεξαιρέτως- τα μεσημέρια φρέσκο ψωμί, την άνοιξη ό,τι προκύπτει απ’ τις “μαγκιές των νερατζιών” και τον χειμώνα καταφύγιο.
Στο «Small 8» ακούν Jimmy Scott, είναι μεσημεράκι, έχει ωραίο ήλιο. Ένα πιτσιρίκι, ούτε 10 χρόνων, παραγγέλνει cupcake, η μαμά του διαβάζει τα “μπεστ της ελληνικής κουζίνας” στα γερμανικά. Το cupcake στα ελληνικά θα το λέγαμε φλιτζανοκεκάκι; “Πεινάς;” Όχι. Πάμε να δούμε τι παίζει μέχρι το τέρμα του δρόμου και αν είναι ερχόμαστε εδώ.”
Απέναντι, στο Skrow Theater, ένα κορίτσι τακτοποιεί. Αφίσες, καρέκλες, εξαφανίζει τη σκόνη. Κάνει δουλίτσες. Στα διπλανά καφέ, μοιρασμένος κόσμος ισόποσα.
Κανένα δεν είναι άδειο. Άνθρωποι με παρέα, άνθρωποι μόνοι τους. Εφημερίδες, υπολογιστές, βιβλία, τάβλι, μπορεί και σκάκι, ελληνικές μπύρες, ωραία γέλια και ωραίες σιωπές.
Του δείχνω ένα μπακάλικο, που πριν 4 χρόνια ήταν βιβλιοπωλείο. Εκεί είχα αφήσει μια κάρτα με τα στοιχεία μου και την φράση “κάνω μαθήματα σε μαθητές όλων των τάξεων”. Έπιασε. Τους άρεσε η κάρτα, δεν μπορεί. Μου δείχνει τους ναργιλέδες. 5-6 φίλοι, μελαμψοί και αργοί, φάση “ραχάτ λουκούμ”, μιλούν σε μια γλώσσα γεμάτη σύμφωνα, σου λένε “καλημέρα” στα ελληνικά και σου προσφέρουν μπασμπούσα, κάτι που έχει σιρόπι και μοιάζει με το δικό μας σάμαλι.
“Το “Θέατρον” πότε άνοιξε;” “Έχει κάμποσο καιρό”. “Μ’ αρέσει το τελικό “νι”. Μ’ αρέσει που πολύ πολύ πρωί έρχονται ηλικιωμένα ζευγάρια. Κάτι μεγάλα κορίτσια με κοραλί κραγιόν και μίνι τσαντούλες και κάτι μεγάλα αγόρια που μοιάζουν στον Χορν. Κοστουμάκια, μαντιλάκια, ρολογάκια, καπελάκια.
“Στο Piggy- Πόπουλο” αυτή τη στιγμή τρώει σουβλάκι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. “Θα πάμε στη συναυλία στις 3/6;” “Ναι. Καλοκαίρι όχι αστεία.”
“Στο Piggy- Πόπουλο” αυτή τη στιγμή τρώει σουβλάκι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. “Θα πάμε στη συναυλία στις 3/6;” “Ναι. Καλοκαίρι όχι αστεία.” Βενζινάδικο. Μισοακριβή βενζίνη. Εδώ φουσκώνω τα λάστιχα του ποδήλατου. “Το αυτοκίνητο ούτε που το σκέφτεσαι, ε;” “Ούτε”.
“Bread“. “Έχει την ωραιότερη μπάρα δημητριακών”. “Περίμενα κάτι πιο ανθρώπινο να μου πεις. Άκου μπάρα..” “Μισό λεπτό ν’ αγοράσω μία”. “Πάμε στο “Τρίγωνο“; “Να μη δούμε και τη βιτρίνα της Μαρίας; Έχει κόκκινα ρούχα. Θέλω πολλά κόκκινα ρούχα γι’ αυτό το καλοκαίρι”. Τρέχει να πιάσει το μοναδικό τραπεζάκι, εκτός σκιάς. Εγώ χαζεύω το κόκκινο φόρεμα. Όταν έφτασα, οι παγωμένοι καφέδες ήταν ήδη έτοιμοι.
Καθόμαστε και παθαίνω αυτό το κοινότοπο πράγμα που παθαίνουν όλοι όσοι έχουν τοποθετήσει στο κέντρο του εγκεφάλου τους ένα ωραιότατο “βιου μάστερ“. Εγώ 20, 23, 25, 27, 30 ακριβώς σήμερα. Σ’ αυτόν τον δρόμο. Στα καφέ που έκλεισαν, σ’ αυτά που άνοιξαν, ν’ αποφεύγω τις γάτες και τα κουνούπια του άλσους. Περνάει ο καιρός και ο δρόμος όσο αλλάζει παραμένει ίδιος.
“Τον φαντάζεσαι χωρίς παρκαρισμένα αμάξια;” “Ανατρίχιασα. Αν γίνει ποτέ αυτό, η Μαρία θα πουλήσει τα κόκκινα φουστάνια της μισό ευρώ το ένα.”
Για τα υπόλοιπα με το “βιου μάστερ” δεν του είπα τίποτα. Θα με έλεγε κοροϊδευτικά “Αλκυόνη” και εγώ θα θύμωνα.
Οπότε ήπιαμε τον καφέ μας ήσυχα και απλά.